Δεν αλλάζει ποτέ φόρεμα. Ούτε χτένισμα. Κόκκινη μάξι τουαλέτα, ξανθιά περούκα: φιγούρα υπέρκομψη, σχεδόν αρχετυπική, βγαλμένη από έναν τόπο φαντασιακό, το μυαλό του Ντέιβιντ Λιντς ή κάποιο σύγχρονο φιλμ νουάρ, όπου οι γυναίκες φέρονται άκαρδα, αλλά, επειδή διαθέτουν περίσσιο στυλ, οι άνδρες τις συγχωρούν ό,τι κι αν κάνουν.
Ετούτη εδώ, βέβαια, δεν μοιάζει τόσο άκαρδη, έτσι όπως τακτοποιεί το δωμάτιο με μια έκφραση μελαγχολίας στο πρόσωπό της. Οι κινήσεις της, μηχανικές, αναδίδουν μια αίσθηση κόπωσης. Πόσες φορές το έχει κάνει αυτό στη ζωή της; Ξανά και ξανά, προετοιμασία για το τέλος. Δεν μοιάζει εκνευρισμένη, ούτε χαρούμενη. Το έχει πάρει απόφαση. Το πιάνο ακούγεται θλιμμένο, ενώ εκείνη κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Περιμένει.
Μαζί της περιμένουμε κι εμείς. Ένας ένας εισέρχονται στο κόκκινο δωμάτιο οι εραστές της. Νέοι, λιγότερο νέοι, με μακριά μαλλιά ή με ελάχιστα ή φουντωτά, με σκουλαρίκια ή χωρίς, σφιγμένοι ή χαλαροί, περνούν όλοι την ίδια δοκιμασία, ακούνε τις ίδιες δικαιολογίες, υφίστανται τις ίδιες ταπεινώσεις, αποχωρούν από την ίδια πόρτα, έχοντας κάθε φορά πιει το πικρό ποτήρι του χωρισμού. Κι όμως: το εν λόγω ποτήρι δεν μοιάζει να τους πικραίνει ιδιαίτερα. Αντιθέτως, όσο περνά η ώρα, όσο η σκηνή επαναλαμβάνεται, τόσο αυξάνεται η περιρρέουσα ευθυμία. Κάθε εσάνς δράματος που θα περίμενε κανείς να αναδύεται από μια αναπαράσταση χωρισμού εδώ απουσιάζει εκκωφαντικά. Κάθε επανάληψη εντείνει την κωμωδία, αγγίζει ολοένα περισσότερο την παρωδία και τη φάρσα, λες και η πλειοψηφία των συμμετεχόντων εθελοντών –κανένας εκ των οποίων, ως γνωστόν, δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός– επιλέγει αυτή την οδό ως άμυνα, ως μέσο προστασίας από την αγωνία της παρθενικής σκηνικής έκθεσης.
Κάθε εθελοντής έφερε την αύρα της μοναδικότητάς του, δεν τίθεται αμφιβολία ως προς αυτό. Η επαφή τους, όμως, με τη μοναδικότητα της Γουλιώτη στάθηκε αδύνατο να γεννήσει εύγευστους καρπούς. Ναι, οι διάλογοί τους προκαλούσαν το γέλιο, αλλά κι αυτό προερχόταν από μια διαπεραστική αίσθηση (αυτο)τρολαρίσματος και «χαβαλέ».
«Τι κάνεις;» ρωτά η επιβλητική Στεφανία Γουλιώτη έναν από τους μνηστήρες της. «Είμαι ψιλοχάλια», της απαντά εκείνος. Η ακάματη ηθοποιός κάνει ό,τι μπορεί για να προκαλέσει τις αντιδράσεις των εφήμερων παρτενέρ της, τους «τσιγκλάει» με κάθε ευκαιρία: πετάει κινέζικα noodles στην μπλούζα τους, τα «στολίζει» στα μαλλιά τους, τα χώνει στην κάλτσα τους, στο παντελόνι τους, στο τσαντάκι μέσης, όπου τέλος πάντων την οδηγεί η έμπνευση της στιγμής. Πότε αποφεύγει τα φιλιά τους και πότε αγγίζει πεταχτά τα χείλη της, σαν τρυποκάρυδος, στα χέρια και στο πρόσωπό τους. Όταν έρχεται η ώρα να χορέψουν, τότε τους παρασύρει σε έναν κινησιολογικό στρόβιλο από τον οποίο ελάχιστοι επιβιώνουν: κρέμεται από τον λαιμό τους, γραπώνει τον μηρό τους, καβαλά τον κορμό τους, τρίβει πάνω τους τα οπίσθιά της, τους ταρακουνά, τους ρίχνει στο πάτωμα, πέφτει η ίδια, μπέρδεμα, ξενέρωμα, στοπ.
«Μ’ αγαπάς;! Πω πω! Αλήθεια ε;» αναφωνεί ένας νεαρός με αμηχανία. Οι μισοί της λένε ότι την αγαπούν, οι άλλοι μισοί ότι δεν την αγάπησαν ποτέ. Όλοι, όμως, παραδέχονται ότι είναι «αρκετά καλή, αρκετά έξυπνη, όμορφη κ.ο.κ.», απλώς «εξαιρετικά πολύπλοκη». Κάποιοι την αποκαλούν επίσης «τσαχπίνα», «σέξι», «καλή νοικοκυρά» και «ψυχοπονιάρα».
Ξανά και ξανά, τίθενται τα ίδια ερωτήματα, τα ίδια αιτήματα, οι ίδιες στερεότυπες φράσεις που εκστομίζονται συνήθως σε έναν χωρισμό («Πιστεύω ότι δεν σου αξίζω», «Ποτέ δεν με βρήκες αρκετά έξυπνη» κ.ο.κ.). Ξανά και ξανά περιμένουμε μια διαφορετική αντίδραση, μια απρόσμενη διατύπωση, μια ανατροπή. Αυτή, όμως, δεν έρχεται ποτέ. Κανένας δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη. Κανένας δεν έχει κάτι ενδιαφέρον να πει, κανένας δεν έχει προετοιμάσει μια πραγματικά ερεθιστική απάντηση στα ερωτήματα του «σεναρίου», επίτηδες γραμμένα με τόση ασάφεια, ώστε να ευνοούν και να χωρούν μια άπειρη, θεωρητικά, ποικιλία αποκρίσεων. Στην περίπτωσή μας, οι συμμετέχοντες –είτε υιοθέτησαν την αισθητική της ιλαρότητας, της πλάκας και της ψευτοάνεσης, είτε επέλεξαν μια πιο σεμνή, ειλικρινή και ανοιχτή θέση– ουδέποτε κατάφεραν να προσδώσουν στη συνάντηση με τη Δεύτερη Γυναίκα τη διάσταση ενός πραγματικού συμβάντος.
Πότε χαριτωμένα, πότε χαζά, πότε αδιάφορα, πότε ανιαρά, τα σκετς που παρακολουθήσαμε μας έφερναν διαρκώς αντιμέτωπους με μια συνθήκη αποκαρδιωτική: αυτή της επανάληψης χωρίς διαφορά. Αν δηλαδή το ζητούμενο ενός τέτοιου πειράματος είναι η συνάντηση με το απρόβλεπτο, το απρόβλεπτο εδώ ενσαρκώθηκε με τον πιο επιφανειακό, επιπόλαιο τρόπο: άλλος έπαιρνε το χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ και άλλος όχι.
Κάθε εθελοντής έφερε την αύρα της μοναδικότητάς του, δεν τίθεται αμφιβολία ως προς αυτό. Η επαφή τους, όμως, με τη μοναδικότητα της Γουλιώτη στάθηκε αδύνατο να γεννήσει εύγευστους καρπούς. Ναι, οι διάλογοί τους προκαλούσαν το γέλιο, αλλά κι αυτό προερχόταν από μια διαπεραστική αίσθηση (αυτο)τρολαρίσματος και «χαβαλέ».
Άνθρωποι κανονικοί, μη επαγγελματίες του θεάτρου, άνθρωποι που ονειρεύτηκαν να βρεθούν στη σκηνή, να σταθούν απέναντι σε μια διάσημη ηθοποιό ή, ακόμη, άνθρωποι που θέλησαν να ξεπεράσουν τους φόβους και τις ανασφάλειές τους, να κάνουν ένα όνειρό τους πραγματικότητα. Ακούγεται πραγματικά συναρπαστικό στη θεωρία, γι’ αυτό και προσέρχεται κανείς στο θέατρο περιμένοντας μια σαρωτική πολυμορφία απρόσμενων σκηνικών εξελίξεων: η τέχνη αναμεμειγμένη με την «αληθινή» ζωή! Ο απόλυτος αυτοσχεδιασμός!
Η διάψευση των προσδοκιών αυτών δεν συνεπάγεται απαραίτητα μια αρνητική εμπειρία για τους θεατές. Γιατί δεν μπορεί να μας αφήσει ασυγκίνητους η λαχτάρα των συμμετεχόντων να εκτεθούν και να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους – όσο άγαρμπη, άμαθη ή ματαιόδοξη κι αν φανερώνεται η προσπάθειά τους αυτή. Σε τελική ανάλυση, όταν όλα έχουν ειπωθεί και ιδωθεί, η πεζότητα της αληθινής ζωής αποδεικνύεται το ισχυρότερο κίνητρο για να νοσταλγήσουμε, εκ νέου, το ψέμα, την υπερβολή και την ακραία επιτήδευση της τέχνης.
Η 24ωρη παράσταση «The Second Woman» των Nat Randall και Anna Breckon με τη Στεφανία Γουλιώτη παρουσιάστηκε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.