Μέσα σε αυτό το σπίτι, σε τούτο το ήσυχο προάστιο ανατολικά του Λος Άντζελες, ο Όστιν νιώθει ασφαλής. Καθισμένος στο φερ φορζέ τραπέζι της κουζίνας, χτυπάει απορροφημένος τα πλήκτρα της γραφομηχανής, ενώ η συναυλία των γρύλων έξω από το παράθυρο εκτυλίσσεται δυναμικά. Τα ντουλάπια, το ψυγείο, οι κίτρινες κουρτίνες, τον παρακολουθούν βουβά. Τα κρεμαστά φυτά το ίδιο.
Ακουμπισμένος στον νεροχύτη, πίσω από τον Όστιν, στέκεται ο Λι. Ατημέλητος, με βρομερό t-shirt και τρύπες στις σόλες των μυτερών παπουτσιών του, δεν θα μπορούσε να διαφέρει εμφανισιακά περισσότερο από τον πρώτο, με το λευκό πουκάμισο, τα καλοχτενισμένα μαλλιά και το άσπιλο παντελόνι.
Αποκαλύπτοντας σταδιακά τους ασύμβατους κόσμους στους οποίους ανήκουν τα δύο αδέλφια, ο περιπαικτικός, αρχικά, διάλογός τους εξελίσσεται σε μια συναρπαστική μονομαχία, επικίνδυνη όσο και σουρεαλιστική. Η αυξανόμενα σκωπτική, σχεδόν σαδιστική συμπεριφορά του Λι προς τον μικρότερο αδελφό του οδηγεί στην έκρηξη: το προσωπείο ελέγχου και αυτοκυριαρχίας του Όστιν θρυμματίζεται, το Εγώ του κατακρημνίζεται, οι ανασφάλειες και οι φόβοι του αναδύονται καταλυτικά.
Η Έλενα Καρακούλη, στην παράσταση που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Χώρα, επέλεξε να αναδείξει την κωμική διάσταση του κειμένου, διατηρώντας ταυτόχρονα ενεργή την κρίσιμη αίσθηση της εκκολαπτόμενης απειλής, της αναβράζουσας βίας, του ζωτικού απρόβλεπτου.
Στη μορφή του μεγάλου του αδελφού ο Όστιν θα οσφρανθεί τη μυρωδιά της ερήμου, της ελευθερίας, της αυθεντικής Δύσης, της ύπαρξης που βιώνεται μακριά από τα τακτοποιημένα σπιτικά των καλιφορνέζικων προαστίων τα οποία είναι εξοπλισμένα με δεκάδες αστραφτερές ηλεκτρικές συσκευές που πολτοποιούν καθημερινά την πνευματική ικμάδα των ανθρώπων. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ για μένα. Ποτέ δεν υπήρχε. Όταν ήμασταν παιδιά, ήταν διαφορετικά. Υπήρχε ζωή εδώ τότε», αναφωνεί συνειδητοποιώντας, απόψε για πρώτη φορά, την κενότητα της φαινομενικής επιτυχίας του ως οικογενειάρχη και σεναριογράφου του Χόλιγουντ.
Ωθώντας τον ανταγωνισμό τους στα άκρα, ο Λι δηλώνει ξαφνικά αποφασισμένος να γράψει ένα «αληθινό» γουέστερν. Θέμα του, δύο άνδρες που επιδίδονται σε θανάσιμο κυνηγητό στα βραχώδη τοπία και τα φαράγγια του Τέξας.
«Έχει μια γεύση αλήθειας... Κάτι που σχετίζεται με τη γη... Ο αδελφός σου μιλάει από εμπειρία», θα πει ο κινηματογραφικός παραγωγός που αγοράζει αιφνιδίως την ιδέα του Λι, απορρίπτοντας εκείνη του Όστιν. Η κρίση ταυτότητας ξεσπά σαρωτικά. Η αντιστροφή των ρόλων κορυφώνεται στην όγδοη σκηνή, σε ένα κρεσέντο κωμικής μαεστρίας από τη μεριά του Σέπαρντ: είναι τώρα ο τυχοδιώκτης, μικροαπατεώνας, ανυπότακτος, αμόρφωτος Λι αυτός που κάθεται προσηλωμένος στο τραπέζι της κουζίνας, προσπαθώντας εναγωνίως ν’ αποτυπώσει τις σκέψεις του στο χαρτί, ενώ είναι ο «διανοούμενος», καθωσπρέπει μικρός αδελφός του αυτός που επιστρέφει με μισή ντουζίνα τοστιέρες αγκαλιά, λάφυρα της νυχτερινής ληστρικής εξόρμησής του στις γειτονικές μονοκατοικίες.
«Πάντοτε αναρωτιόμουν πώς θα ήταν να ήμουν εσύ», ομολογεί κάποια στιγμή ο ένας στον άλλον και, πράγματι, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε μήπως πρόκειται τελικά για ένα και το αυτό πρόσωπο.
«Ήθελα να γράψω ένα έργο για τη διπλή φύση μας, ένα έργο που δεν θα ήταν συμβολικό ή μεταφορικό ή τίποτε από όλα αυτά», έλεγε το 1980 ο ίδιος ο συγγραφέας για το «True West»: «Ήθελα απλώς να δώσω μια γεύση του τι σημαίνει να είσαι διττός. Είναι κάτι πραγματικό η διπλή φύση. Νομίζω πως είμαστε διχασμένοι με έναν τρόπο πολύ πιο σπαρακτικό απ' όσο η ψυχολογία μπορεί ν’ αποκαλύψει».
Η Έλενα Καρακούλη, στην παράσταση που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Χώρα, επέλεξε να αναδείξει την κωμική διάσταση του κειμένου, διατηρώντας ταυτόχρονα ενεργή την κρίσιμη αίσθηση της εκκολαπτόμενης απειλής, της αναβράζουσας βίας, του ζωτικού απρόβλεπτου. Κι αν αρχικά, για ένα διάστημα, όλα μοιάζουν δυσκίνητα και αναγνωρίσιμα, η επιμονή των ηθοποιών και η εύφορη κωμική χημεία τους καταρρίπτει τις άμυνες παρασύροντάς μας στην ξεθωριασμένη κουζίνα των νυχτερινών τριγμών, καλπασμών και αλαλαγμών σε αυτή την κουζίνα που υποδέχεται στωικά την αναρχική παρόρμηση των ηρώων, μετατρεπόμενη σιγά σιγά σε πεδίο οικιακού πολέμου, διάσπαρτο με πεταμένα πιάτα, ψωμιά, κατσαρολικά, μπουκάλια ουίσκι και πεθαμένα φυτά.
Ο Νίκος Ψαρράς πλάθει ένα άκρως γοητευτικό πορτρέτο του Λι, ενσαρκώνοντας τόσο την απωθητική όσο και τη θετική πλευρά του ήρωα, το αμφιλεγόμενο μεγαλείο του, την άκομψη τραχύτητα και το παρηκμασμένο σεξαπίλ του, ψημένο στον ήλιο της Μοχάβε. Άκρως απολαυστικός όταν επιτίθεται με το μπαστούνι του γκολφ στην ξεχαρβαλωμένη γραφομηχανή απειλώντας την «θα σ' τα σπάσω τα πληκτράκια ένα ένα!» ή όταν αγανακτεί με την απραξία του, αναστενάζοντας αγανακτισμένος, αυτός που δεν ξέρει ούτε να συλλαβίζει, όπως λέει ο αδελφός του: «Ξημέρωσε κι ούτε μια σελίδα δεν έχω γράψει!».
Ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης υπερτονίζει στην αρχή τη νευρωτική φύση του Όστιν, μαλακώνει όμως στη συνέχεια και, ειδικά στο δεύτερο μέρος, όταν φτάνει να παρακαλά γονυπετής, ημίγυμνος και κάθιδρος τον αδελφό του να τον πάρει μαζί του στην έρημο, τότε, εν μέσω της ευθυμίας που προκαλεί η κωμική, εν πολλοίς, μεταμόρφωσή του, βεβαιωνόμαστε ταυτόχρονα πως έχει παραδοθεί πλήρως στη μοίρα του καταρρακωμένου Όστιν.
Ετούτη η ευαίσθητη ισορροπία διατηρείται όντως ζωντανή κατά τη διάρκεια της παράστασης: αντιλαμβανόμαστε διαρκώς ότι κάτι σοβαρό διακυβεύεται, την ίδια στιγμή που τα αλλεπάλληλα χτυπήματα μεταξύ των ηρώων προκαλούν το πηγαίο γέλιο μας.
Αν κάτι μοιάζει να παραμελεί η σκηνοθεσία, όμως, είναι η εξερεύνηση της έννοιας του «διπλού» (εντός μας). Μένει δηλαδή περισσότερο προσκολλημένη στον «ρεαλιστικό» άξονα του κειμένου –ο οποίος σαφώς και είναι σημαντικός–, στερώντας από τον θεατή τη δυνατότητα να ψηλαφίσει τη βαθύτερη, υπαρξιακή σημασία της αδελφικής διαμάχης, αυτού του «αρχέτυπου των εχθρικών αδελφών», όπως το αποκαλεί ο Γιουνγκ. Υπάρχουν ίσως μία ή δύο νύξεις (όταν ο Όστιν βάζει τα γυαλιά οράσεώς του στον Λι) που αφυπνίζουν τις προσδοκίες μας, μόνο και μόνο για να τις αφήσουν μετέωρες.
Απογοητευτικότερο όλων ως προς αυτό, αλλά και γενικότερα, αποδεικνύεται το τέλος: δεν είναι απλώς ότι η πάλη των σωμάτων (ο Όστιν έχει τυλίξει ένα καλώδιο γύρω από τον λαιμό του Λι, απειλώντας να τον πνίξει, και οι δυο τους κυλιούνται μανιασμένα στο πάτωμα) διεξάγεται συνοδεία ενός άστοχου, ψευδοσυγκινητικού τραγουδιού που μας αποσυντονίζει∙ είναι και ότι μένουμε με την εντύπωση ότι ο Λι πεθαίνει. Ατυχές κλείσιμο, ειδικότερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι το κείμενο του Σέπαρντ ολοκληρώνεται ποιητικά με μια μάχη δίχως νικητή, με τους αδελφούς «εγκλωβισμένους σε ένα αχανές τοπίο που θυμίζει έρημο», μια μάχη που συνεχίζεται αενάως και που δεν λήγει ποτέ – όπως και δεν θα μπορούσε, άλλωστε.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «True West» εδώ.