ΜΕΤΑ ΤΗΝ μπομπίνα με την Ελένη Παπαδάκη να πρωταγωνιστεί στην «Εκάβη» στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 1943-44, σε μετάφραση Νίκου Ποριώτη και σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού, που βρέθηκε σε μια αποθήκη του Ναυπλίου και παραδόθηκε στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, βρέθηκαν άλλες δυο μπομπίνες με υλικό από την «Εκάβη» αλλά πιθανότατα και από τη μόνη ταινία στην οποία πήρε μέρος η Παπαδάκη, τη «Στέλλα Βιολάντη».
Το τρίπρακτο δράμα του Γρηγορίου Ξενόπουλου γράφτηκε το 1901 ως διήγημα με τίτλο «Έρως εσταυρωμένος» και το 1909 το διασκεύασε σε θεατρικό έργο ο ίδιος ο συγγραφέας. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στο θέατρο με πρωταγωνίστρια τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το 1931 έγινε ταινία από την Ελλάς Φιλμ του Τάκη Μεγαρίτη, σε σενάριο του ίδιου του Ξενόπουλου και σκηνοθεσία Ιωάννη Λούμου, με πρωταγωνίστρια την Ελένη Παπαδάκη, όπως μου αναφέρει ο θεατρολόγος και ερευνητής Ηλίας Μαλανδρής.
Η Ελένη Παπαδάκη έκανε μία και μοναδική απόπειρα στον κινηματογράφο με τη βωβή ταινία «Στέλλα Βιολάντη, η ψυχή του πόνου». Η ίδια θεώρησε την εμφάνισή της στη μεγάλη οθόνη μάλλον αποτυχημένη και αφοσιώθηκε στο θέατρο.
Μερικές ακόμα ψηφίδες της καριέρας της σπουδαίας πρωταγωνίστριας προστίθενται με την παράδοση του συγκεκριμένου υλικού στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος από τον κ. Παναγιώτη Νινόπουλο, ο οποίος έζησε μέσα στην οικογένεια και το σπίτι της για 21 χρόνια, την αντιπροσωπεύει νομίμως και είναι κάτοχος σπάνιου αρχειακού υλικού καθώς και πολύτιμων ενθυμίων της. Πρόσφατα, μάλιστα, δώρισε μια πόρπη της ηθοποιού, η οποία κοσμεί πλέον το καμαρίνι της στον χώρο του θεάτρου Απόλλων στη Σύρο.
Όπως μου αναφέρει ο κ. Νινόπουλος, το υλικό που παρέδωσε στην Ταινιοθήκη βρίσκεται σε καλή κατάσταση, παρά τη φθορά του χρόνου. Πρόκειται για δυο ομιλούσες μπομπίνες με φιλμ 35mm από την «Εκάβη», με διαφορετική ποιότητα ήχου η μία από την άλλη, και ένα κουτί με διάφορα κομμάτια φιλμ από τη «Στέλλα Βιολάντη», ένα πολύ σπάνιο υλικό από μια ταινία που δεν υπάρχει πια.
Ο κ. Τάσος Αδαμόπουλος, από το τεχνικό τμήμα εργαστηρίων της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, μου μιλά για το υλικό που παρέδωσε ο κ. Νινόπουλος: «Είναι ένα κομμάτι από την παράσταση “Εκάβη” που έχει ήχο και θα προσπαθήσουμε να το σώσουμε, και υλικό που εικάζουμε ότι είναι από την ταινία “Στέλλα Βιολάντη”. Δεν είμαστε 100% σίγουροι, γιατί πρόκειται για πάρα πολύ μικρά κομματάκια, αλλά η Ελένη Παπαδάκη μία ταινία γύρισε όλη κι όλη. Η μήτρα της ταινίας έχει χαθεί και το υλικό που μας παραδόθηκε −κομματάκια που δεν είναι κατεστραμμένα−, έτσι όπως το είδαμε όταν το ανοίξαμε, μας οδήγησε σε αυτή την ταινία. Και ο κ. Νινόπουλος προς τα εκεί μας καθοδήγησε, σύμφωνα με τις φωτογραφίες που έχει. Αλλά και κάποια στοιχεία που υπάρχουν στο φιλμ, η χρονική περίοδος, εκεί μας οδηγούν».
Η Ελένη Παπαδάκη έκανε μία και μοναδική απόπειρα στον κινηματογράφο με τη βωβή ταινία «Στέλλα Βιολάντη, η ψυχή του πόνου». Η ίδια θεώρησε την εμφάνισή της στη μεγάλη οθόνη μάλλον αποτυχημένη και αφοσιώθηκε στο θέατρο.
Στο μπλογκ «Πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου» βρίσκουμε την πληροφορία ότι η ταινία ήταν μια παραγωγή της Ελλάς Φιλμ του Τάκη Μεγαρίτη, που μετά το «Λαγιαρνί» του 1930 έδωσε και δεύτερο δείγμα γραφής με τη «Στέλλα Βιολάντη». Έκανε πρεμιέρα στο «Αττικόν» στις 27 Απριλίου 1931, ενώ η προβολή της συνεχίστηκε για δύο εβδομάδες. Κατά την έναρξη παιζόταν το πρελούδιο που είχε συνθέσει ο Μ. Καλομοίρης ειδικά για το θεατρικό έργο. Επίσης −τουλάχιστον στην πρεμιέρα− η Παπαδάκη απήγγειλε το ποίημα «Ψυχή του θρήνου» που είχε γράψει ο Παλαμάς για το διήγημα του Ξενόπουλου, όταν εκείνο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παναθήναια» τον Φεβρουάριο του 1901.
Η ταινία προβλήθηκε και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου αλλά και στη Νέα Υόρκη, στο «Lyric Theatre», ενώ προβολές ακολούθησαν και σε άλλες πόλεις της Αμερικής τα επόμενα χρόνια.
Οι κριτικές που γράφτηκαν στα ελληνικά μέσα ήταν διθυραμβικές. Η «Πρωία» έκανε λόγο για την «πρώτην σοβαράν ελληνικήν ταινίαν», σημειώνοντας ότι η κινηματογράφησή της ήταν άθλος, διότι «ο βωβός κινηματογράφος έχει ν’ αντιμετωπίση μυρίας δυσκολίας προκειμένου να παρουσιάση ένα δραματικόν έργον με όλην του την δράσιν χωρίς να του μειώση την πνευματικήν του αξίαν». Το παίξιμο της Παπαδάκη αξιολογήθηκε ως «ψυχολογημένο, συγκρατημένο και ευγενικό μέχρι της τελευταίας στιγμής του ωραίου θανάτου της, που συγκινεί πραγματικά και κάμνει να δακρύσουν πολλά μάτια όπως τα δικά της».
Στην εφημερίδα «Ελληνική» ο συντάκτης έγραφε ότι «η “Στέλλα Βιολάντη”, χωρίς βέβαια να αποτελή ένα καύχημα για την ντόπια κινηματογραφική παραγωγή, είνε όμως αναμφισβήτητα η καλλίτερη ελληνική ταινία απ’ όσες είδαμε. Εξαιρετικά καλοπαιγμένη, με καλή φωτογραφία, επιτυχημένους φωτισμούς και σκηνοθετική επιμέλεια», με εξαίρεση κάποια σφάλματα που αποδίδονταν «στη βιασύνη του κ. Λούμου να παρουσιάση την ταινία του το ταχύτερο». Η κριτική υμνούσε την ερμηνεία της Παπαδάκη.
Παρόμοιου ύφους ήταν και η κριτική που δημοσιεύτηκε στην «Ελληνική». Ο συντάκτης (που υπέγραφε ως Ψ.) ξεκινούσε επισημαίνοντας ότι «στην περίπτωσι του ντόπιου κινηματογράφου έχουμε όλα τα ελαφρυντικά για το δισταγμό, με τον οποίο θα διαβάσουμε μία ρεκλάμα ντόπιας ταινίας. Γιατί είνε αδύνατο να μη σκεφθούμε ότι μέσα σε επτά ολόκληρα χρόνια κινηματογραφικού οργασμού δημιουργικότητος (;) στην Ελλάδα, που έδωκε το φως σε δέκα πέντε ταινίες, δεν εβγήκε κανένα φιλμ υπέρτερο του άλλου ντόπιου», με αποτέλεσμα «το γκρέμισμα του γοήτρου της μεγαλειτέρας θεαματικής τέχνης του αιώνος μας στην Ελλάδα», ώστε το κοινό να «αλλάζει πεζοδρόμιο όταν ιδή στον κινηματογράφο όπου ετοιμάζεται να μπη ότι παίζεται ελληνική ταινία, για να πάη στον αντικρυνό, όπου παίζεται ξένη».
Ακόμη ένας ύμνος γράφτηκε για την ερμηνεία της Ελένης Παπαδάκη, που συνοψιζόταν σε τρία σημεία: α) στην «τόσο ραγδαία μετάπτωση της φυσιογνωμικής εκφράσεως [που] αντικαθιστά παραγράφους ολοκλήρους επεξηγηματικών τίτλων της ταινίας», β) στο ότι «δεν διστάζει να μορφάση ακόμη και στα μεγαλήτερα πλάνα, τόσο αχάριστα για τον ηθοποιό από αισθητικής απόψεως, για την πληρέστερη, την αληθοφανέστερη απεικόνισι του συναισθήματος της ηρωίδος που ενσαρκώνει» και γ) στο ότι «παρουσιάζεται τέλεια γνώστρια της κινήσεως του ηθοποιού του κινηματογράφου, μολονότι το θέατρο των σκιών, στο οποίο ντεμπουτάρει, απαιτεί λίγες κινήσεις διαφορετικής αρμονίας από της σκηνής, και πολλή, πάρα πολλή φυσιογνωμική έκφρασι».
Ο Ξενόπουλος έγραψε επιστολή στην εταιρεία παραγωγής, θωρώντας χρέος του να εκφράσει «την πλήρη ευαρέσκειάν μου διά την πιστοτάτην, πράγματι, απόδοσιν του σεναρίου μου. Ομολογώ ότι είχα πολλούς δισταγμούς αν θα κατωρθούτο να υπερνικηθούν αι μεγάλαι δυσκολίαι τας οποίας παρουσιάζει πάντοτε τοιαύτη εργασία. Αλλ’ οι δισταγμοί μου διελύθησαν άμα είδα την εργασίαν αυτήν επί της οθόνης». Ο Ξενόπουλος, άλλωστε, είχε σχολιάσει για την Παπαδάκη ότι «παρέχει όλα τα εχέγγυα για μια επικράτησι σε προσεχέστατο μέλλον και εγώ θα της εμπιστευόμουν οποιοδήποτε έργο μου, είτε δράμα, είτε κωμωδία».