Ένα στόμα ακαταπόνητο, εργαλείο ξέφρενης απόλαυσης, καταβροχθίζει αδιακρίτως σοκολατένιες μπάρες, τηγανητές φτερούγες, ογκώδη σάντουιτς, καυτερές πίτσες, ποταμούς μαγιονέζας: χείλη και μάγουλα λιγδιασμένα, ηδονικά αναστατωμένα, παραδομένα σε απανωτά κύματα ντοπαμίνης που πνίγουν στιγμιαία κάθε ενδοιασμό, κάθε σκοτεινή σκέψη.
Το λίπος έχει τυλιχτεί γύρω από τους καρπούς, τους αστραγάλους, τις γάμπες, τα μπράτσα, έχει εξαφανίσει τον λαιμό, έχει κυριεύσει τα όργανα, απειλεί την καρδιά.
Η κοιλιά, ένα ανυπότακτο βουνό υπερχειλίζουσας σάρκας. Καθημερινά το κουβαλά αγκομαχώντας. Το μεταφέρει στο κρεβάτι, στο σαλόνι, στην κουζίνα, το μαζεύει ενοχικά όποτε ξεπροβάλλει από το βαμβακερό, λεκιασμένο Τ-shirt.
Μονάχα τα μάτια παραμένουν ευέλικτα: καλοσυνάτα, λαμπερά, φωτίζονται ή κατακρημνίζονται, αναμεταδίδοντας κάθε ψυχική δόνηση. Κατά τα άλλα, είναι αδύνατο να σκύψει, να σηκωθεί, να βγει στον δρόμο. Δυσκίνητο ή καθηλωμένο, είτε βουλιάζει με τις ώρες στον φαγωμένο καναπέ είτε διασχίζει μοχθώντας τους διαδρόμους με ένα ειδικά διαμορφωμένο αναπηρικό καροτσάκι, δώρο της ακλόνητα πιστής φίλης.
Πόσο αποκαρδιωτική η τέχνη που δήθεν διδάσκει την αξία της συμπερίληψης, ενώ επί της ουσίας διαιωνίζει ύπουλα στερεότυπα καμουφλαρισμένα με το λιγωτικό επικάλυμμα ενός σαγηνευτικού συναισθηματισμού... Αγαπήστε τον χοντρο-Τσάρλι, είναι τόσο καλός άνθρωπος! Δεν βλέπετε πώς υποφέρει;
Αυτό είναι το «χοντρό» σώμα του Τσάρλι, κεντρικού ήρωα της Φάλαινας, όπως το απέδωσε στη μεγάλη οθόνη ο Ντάρεν Αρονόφσκι και όπως το ενσάρκωσε συγκινητικά ο Μπρένταν Φρέιζερ. Εξόχως αληθοφανές –χάρη στο έντεχνα σμιλεμένο προσθετικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τη μεταμόρφωση του ηθοποιού–, το υπερπληθωρικό σώμα του πρωταγωνιστή γεμίζει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, την οθόνη. Καταλαμβάνει όλο τον χώρο και τον χρόνο που χρειάζεται ώστε να ξεδιπλωθεί, να αναδιπλωθεί, να μεταδώσει την αγωνία του, την (φαινομενικά) αναπόδραστη μελαγχολία του, τη λαχτάρα του για επαφή, αποδοχή, συμφιλίωση. Όσος χώρος ή χρόνος κι αν του δοθεί, όμως, αυτό που ποτέ δεν του προσφέρεται, για την ακρίβεια τού στερείται κατάφωρα, είναι η ευκαιρία να σπάσει τα δεσμά του. Όχι τα δεσμά της ακινησίας ή της πεισιθάνατης εμμονής αλλά τα ακόμη πιο φρικτά δεσμά των κυρίαρχων αναπαραστάσεων.
Η ταινία (και το θεατρικό έργο πάνω στο οποίο βασίστηκε) καμώνεται ότι συμπονά τον ήρωα και τη δεινή θέση του, στην πραγματικότητα, όμως, σπεύδει να επιβεβαιώσει τις χειρότερες, τις πιο ζοφερές αντιλήψεις μας για τους υπέρβαρους ανθρώπους: σύμφωνα με αυτές, οι τελευταίοι δεν είναι παρά αδηφάγες φάλαινες που κρύβουν παντού λιχουδιές, ορμάνε τα βράδια στο ψυγείο, καταβροχθίζουν αμάσητο ό,τι βρουν μπροστά τους, ζούνε μόνοι, δυστυχισμένοι, ανήμποροι, αυτοκαταστροφικοί.
Το πάχος ως απομόνωση, ως αυτοτιμωρία, ως έσχατη κοινωνική και προσωπική καταδίκη.
«Κοίταξέ με! Ποιος θα ήθελε να με έχει στη ζωή του;» ρωτάει ο Τσάρλι τη μοναδική φίλη που του έχει απομείνει. Η αυτολύπηση φτάνει στον ουρανό. Όσο κι αν δηλώνει πως θεωρεί το σινεμά «σπουδαία άσκηση ενσυναίσθησης», ο Αρονόφσκι μετατρέπει τον ηρωά του σε freak και την ταινία σε freak show. Η κάμερα μας χαρίζει ανεμπόδιστη πρόσβαση στην υπέρβαρη επικράτεια του ήρωα: ικανοποιεί τη νοσηρή περιέργειά μας εισβάλλοντας στις πιο προσωπικές στιγμές του, εκθέτοντας στο αδηφάγο βλέμμα μας τούτο το «απαγορευμένο» σώμα: πώς είναι γυμνό στο μπάνιο; Πώς συσπάται όταν αυνανίζεται; Πώς τρώει όταν δεν το βλέπει κανείς; Τι κάνουν οι «χοντροί» όταν μένουν μόνοι τους και γιατί κάνουν αυτό το «κακό» στον εαυτό τους;
Πόσο αποκαρδιωτική η τέχνη που δήθεν διδάσκει την αξία της συμπερίληψης, ενώ επί της ουσίας διαιωνίζει ύπουλα στερεότυπα καμουφλαρισμένα με το λιγωτικό επικάλυμμα ενός σαγηνευτικού συναισθηματισμού... Αγαπήστε τον χοντρο-Τσάρλι, είναι τόσο καλός άνθρωπος! Δεν βλέπετε πώς υποφέρει;
Σε κάθε περίπτωση, αν αποφασίσει κανείς, παρασυρμένος από αυτόν ακριβώς τον συναισθηματισμό, να ανεβάσει επί σκηνής τη Φάλαινα, οφείλει να την αγκαλιάσει και να βουτήξει στα βαθιά μαζί της – ποιος ξέρει, ίσως μάλιστα καταφέρει να υπονομεύσει τη fat-shaming οπτική της. Τίποτα τέτοιο δεν παρατηρούμε, δυστυχώς, στην παράσταση του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, την οποία παρακολουθήσαμε προ ημερών σε κεντρικό αθηναϊκό θέατρο.
Το πολύπαθο, καθοριστικής σημασίας σώμα του ήρωα φλερτάρει εδώ επικίνδυνα με την παρωδία: τα «μαξιλαράκια» που κρύβονται κάτω από το παντελόνι του ηθοποιού δημιουργούν περισσότερο την εντύπωση μιας... φουσκωτής κούκλας παρά μιας αξιόλογης προσθετικής εργασίας (Η ίδια εντύπωση ισχύει και για τα υπόλοιπα μέλη, εκτός από το κεφάλι και τον λαιμό, τα μόνα που δέχτηκαν τη δέουσα φροντίδα, εφόσον είναι και τα μόνα που βλέπει ο θεατής).
Κάτι τα μαξιλαράκια, κάτι ο τρόπος που σηκώνεται από τον καναπέ, ο πρωταγωνιστής ελάχιστα πείθει ότι κουβαλά ένα αξιοσημείωτο, δυσβάστακτο βάρος. Μάλλον δεν μπήκε με μεγάλη προθυμία στη διαδικασία να μελετήσει την κίνησή του, να εναρμονιστεί με το καινούργιο του περίβλημα, να φανταστεί την ψυχοσωματική πραγματικότητα του ήρωα. Αυτό καθίσταται φανερό, εκτός των άλλων, από τον τρόπο ομιλίας του: καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ο ηθοποιός χρησιμοποιεί την ίδια παραπονιάρικη «ζορισμένη» φωνή που βγαίνει, υποτίθεται, με δυσκολία, λόγω της ετοιμόρροπης υγείας του. Στην πραγματικότητα, πρόκειται απλώς για μια μονότονη, «εξωτερική», ψεύτικη φωνή. Ουδέποτε μεταδίδει το πλήθος των συναισθηματικών μεταπτώσεων που ταλανίζουν τον ψυχισμό του Τσάρλι, την πολυπλοκότητα ή την υπαρξιακή οδύνη του.
Η ίδια αφόρητη επιπολαιότητα χαρακτηρίζει ολόκληρο το σκηνοθετικό και το υποκριτικό μέρος της παράστασης. Ας μην ξεχνάμε ότι η Φάλαινα είναι ένα παλιομοδίτικο μελόδραμα που εστιάζει στην επανένωση ενός ετοιμοθάνατου πατέρα και της χαμένης από χρόνια κόρης του. Θα μπορούσε, τουλάχιστον, να υπάρξει μια μέριμνα για την ανάπτυξη των ρόλων και των σχέσεων, οικογενειακών και φιλικών (όπως γίνεται στην ταινία, που εξασφαλίζει έτσι μερικές πολύ δυνατές ερμηνείες).
Εδώ, όμως, η σκηνοθεσία απουσιάζει ακόμη και στην πιο στοιχειώδη έκφανσή της. Κανένας δεν συνδέεται με κανέναν, παρά μόνο φωνάζοντας. Η αδούλευτη εκφορά του λόγου παραπέμπει στην παιδιάστικη αφέλεια και την αγαρμποσύνη αρχαρίων που είθισται να συγχέουν τη νευρώδη εκτόνωση με την πηγαία έκφραση. Είναι τόσο κραυγαλέα η απουσία καθοδήγησης, διαγράφεται τόσο χοντροκομμένη κάθε κίνηση, κάθε έκφραση συναισθήματος, κάθε αλληλεπίδραση, ώστε ο θεατής καλείται να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για ν’ αποφύγει την επέλαση της απόγνωσης.
Προκλητική επίδειξη προχειρότητας ή εκκωφαντική έλλειψη αυτογνωσίας; Ειλικρινά, δεν έχει τόση σημασία, όποιο και να διαλέξετε...
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.