Η ώρα πριν από την πρόβα της Λένας μοιάζει με προετοιμασία στο φροντιστήριο. Κάποιος περνάει με τη βοηθό της λόγια στη σκηνή, κάποιος διαβάζει, οι τεχνικοί αλλάζουν και στήνουν το σκηνικό, μια διαρκής βαβούρα μάς συνοδεύει, ο μουσικός δοκιμάζει ήχους. Κανένας δεν σκρολάρει στο κινητό του. Είναι μια μέρα που δεν υπάρχει ησυχία· ποτέ δεν υπάρχει ησυχία στις πρόβες της Λένας, δεν ακούγεται το «πάμε» και μετά πέφτει απόλυτη σιωπή, αλλά με έναν περίεργο τρόπο όλοι είναι συγκεντρωμένοι σε αυτό που κάνουν.
Μπορεί κανείς να το πει χαρά αυτό. Ή, όπως λέει ο Λοχαγός του έργου: «Μήπως είναι μια λέξη η χαρά γνωστή; Εμένα δεν μου λέει τίποτα, μου είναι άγνωστη λέξη». Πλησιάζοντας προς τη μεριά που καθόμαστε με τον Κ. μάς ρωτάει: «Μήπως ξέρετε εσείς; Έχετε ακούσει μια λέξη που λέγεται χαρά; Φαίνεστε χαρούμενη κάπως, μήπως γνωρίζετε τι ακριβώς σημαίνει χαρά; Έχετε αισθανθεί κάποιο τέτοιο συναίσθημα τελευταία;» και χωρίς να πάρει απάντηση απομακρύνεται προς τη σκηνή.
Στο σπίτι στο οποίο διαδραματίζεται η «Ορέστεια του Στρίντμπεργκ» μπαινοβγαίνουν πέντε ηθοποιοί. Η Ευδοκία Ρουμελιώτη, ο Χρήστος Σαπουντζής, ο Χρήστος Μαλάκης, η Μαρία Μοσχούρη και ο Γιάννης Μπαριτάκης είναι τα πρόσωπα των έργων του Στρίντμπεργκ ή τα πάσχοντα πρόσωπα όλων των έργων, που βασανίζονται ακατάπαυστα στο «εγώ» και το «εμείς μαζί», φυλακισμένα στη σύμβαση που κρατά «για πάντα».
Κάποιοι μένουν εκατό χρόνια σε μια σχέση γιατί φοβούνται τη μοναξιά και θέλουν να μείνουν στην ασφάλεια, άλλοι δεν θέλουν την ασφάλεια και, αν βρουν μια ρωγμή, τα κάνουν όλα ρημαδιό και φεύγουν, ρισκάροντας να μείνουν μόνοι. Οι προτεραιότητες του καθενός δεν είναι θέμα δύναμης αλλά ανάγκης.
Η ξύλινη επένδυση του σκηνικού με αυτό το βαρετό, καταθλιπτικό καφέ χρώμα φτάνει μέχρι το ταβάνι, οι πολυθρόνες του μασάζ αντικαθιστούν τα έπιπλα και ένα πιάνο μοιάζει να είναι σε αναμονή μιας λιγότερο καταθλιπτικής σκηνής. Θα μπορούσε αυτό το σκηνικό να είναι μια νησίδα με τρεις περιοχές, όσα και τα έργα του Στρίντμπεργκ που είναι η αφετηρία αυτής της πρωτότυπης σύλληψης. Θα μπορούσε να είναι το σπίτι του Έντγκαρ και της Άλις στο σουηδικό αρχιπέλαγος, στον «Χορό του θανάτου», ένα φρούριο-φυλακή ή το σαλόνι του ξενοδοχείου όπου συναντιούνται τα πρόσωπα του ερωτικού τριγώνου στους «Δανειστές», ένα μέρος περίπου αδιάφορο και ψυχρό ή πληκτικό, εκεί που συναντιούνται μια σύζυγος και μια ερωμένη στην «Πιο Δυνατή».
Στα έργα του Στρίντμπεργκ ο τόπος μεταμορφώνεται πάντα σε ρωμαϊκή αρένα, με τα φύλα να συγκρούονται σαν να το υπαγορεύει η ίδια η φύση. Το θηλυκό στοιχείο, που του ασκεί μια αντιφατική έλξη, έχει μοιραίο βάρος.
«Ζω σαν φυλακισμένη εδώ μέσα, με διοικεί και με επιτηρεί ένας άντρας που μια ζωή μισούσα και μισώ τόσο πολύ που την ημέρα που θα πεθάνει θα γελάω από ευτυχία, θα πετάξω από τη χαρά μου. Είναι εξάρτηση, μια φορά χωρίσαμε για πέντε χρόνια και μέναμε στο ίδιο σπίτι.
Καταλαβαίνεις αρρώστια; Μόνο ο θάνατος μπορεί να μας χωρίσει εμάς, γι' αυτό και τον περιμένουμε σαν λύτρωση, σαν τη μόνη σωτηρία», λέει η Άλις, στο πρόσωπο της οποίας η Κιτσοπούλου συνοψίζει όλες τις ηρωίδες του Στρίντμπεργκ, σαν ανάγλυφο σε μια σπουδή στον έγγαμο βίο, τη φθορά και τα αδιέξοδα της συμβίωσης, σε μια μονομαχία στην οποία επιστρατεύονται όλα τα όπλα, με τους ήρωες να επιδίδονται με πρωτοφανή κυνισμό στην αναπόφευκτη εξόντωση των «αντιπάλων» και του εαυτού τους.
Η Κιτσοπούλου συνδέει τα έργα του Στρίντμπεργκ και τα φέρνει κατευθείαν στη δική μας εποχή σαν άτυπη τριλογία που θα μπορούσε να αναφέρεται και στην «Ορέστεια» του Αισχύλου, κρατώντας τα κοινά χαρακτηριστικά τους. Οι συμβολισμοί, η ωμότητα, οι μάταιοι έρωτες, η άσκοπη βαναυσότητα, η αποκαθήλωση της πίστης, ο δυστυχής συζυγικός βίος, η λαγνεία της εξουσίας, στοιχεία που κυριαρχούν στα έργα του, αποτελούν και θα αποτελούν εκρηκτικά και πολυσυζητημένα πεδία ψυχολογικής ανάλυσης.
Οι δυο ηθοποιοί γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα γεγονότα και οι ερμηνείες των τραυματικών αυτών σχέσεων (Ευδοκία Ρουμελιώτη, Χρήστος Σαπουντζής) είναι ένα ζευγάρι που αναφέρεται πρωτίστως στον «Χορό του θανάτου», το οποίο στη μεταγραφή και απόδοσή του εμπλουτίζεται από στοιχεία των άλλων δυο έργων.
Τα τρία αυτά έργα του Στρίντμπεργκ έχουν κοινό θέμα τον γάμο, πράγμα που έδωσε την ελευθερία στη Λένα Κιτσοπούλου να παίξει με τον τίτλο. Όπως στην «Ορέστεια», η τραγωδία της εκδίκησης και του ψυχικού φόνου παίρνει χαρακτηριστικά μιας πάλης επιβολής και επικράτησης, οι σχέσεις του ζευγαριού αποτελούν πεδίο ακόμα και λεκτικής σφαγής.
Όσο συναντάμε το ισχυρό στοιχείο του έρωτα, άλλο τόσο τον βλέπουμε να διαλύεται μέσα στη συνθήκη του γάμου και στον εγκλωβισμό των προσώπων. Από εδώ πηγάζει μια απύθμενη κακία σαν υπόλειμμα του έρωτα που υπήρχε κάποτε και τροφοδοτεί με την ίδια δύναμη τις συγκρούσεις των προσώπων, φέρνοντάς μας στο νου το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι.
Όπως και εκεί στη ζωή του ζευγαριού μπαίνει το τρίτο πρόσωπο που υφίσταται το παιχνίδι της εξουσίας τους, κάθε επισκέπτης υποτιμάται, χειραγωγείται και με τη σειρά του χειραγωγεί, με το παιχνίδι –απάνθρωπο και διασκεδαστικό– εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, θύτη και θύματος, να λειτουργεί σαν καταλύτης μιας τυπικής συνθήκης. Η φιγούρα της Μαρίας Μοσχούρη που έχει προσθέσει η Λένα Κιτσοπούλου, της υπηρέτριας, θα παίξει και εκείνη το δικό της παιχνίδι, εξουσιαστικό ή και ερωτικό.
Σε αυτά τα πρόσωπα μπορεί να βρει κανείς δραματική καταγωγή από ήρωες των έργων του Τσέχοφ ή του Πίντερ. Η μυθολογία τους και οι συμπεριφορές τους αναπαράγονται σταθερά σε ένα είδος ψυχαναγκασμού και βασανισμού που θυμίζει «Funny Games», με τη σουρεαλιστική διάθεση του κειμένου να δημιουργεί μια διαρκή διέγερση.
Σχέσεις με κοινά χαρακτηριστικά δεν μπορεί να βρει κανένας εδώ, όπως δεν μπορεί να βρει στη ζωή. Αυτό είναι το ρεαλιστικό υπόβαθρο, ένα πεδίο που καθορίζουν κυρίως οι φοβίες και λιγότερο η αγάπη. Κάποιοι μένουν εκατό χρόνια σε μια σχέση γιατί φοβούνται τη μοναξιά και θέλουν να μείνουν στην ασφάλεια, άλλοι δεν θέλουν την ασφάλεια και, αν βρουν μια ρωγμή, τα κάνουν όλα ρημαδιό και φεύγουν, ρισκάροντας να μείνουν μόνοι. Οι προτεραιότητες του καθενός δεν είναι θέμα δύναμης αλλά ανάγκης. Οι σχέσεις στο έργο αυτό είναι φοβικές, δεν είναι ειλικρινείς, είναι τυραννικές. Ιδρώνεις να γίνεις απαραίτητος στον άλλο, για να νιώσεις τελικά δύναμη.
«Ή μήπως δύναμη είναι να μην είσαι τίποτα; Να μην έχεις για τα μάτια του κόσμου καμία απολύτως δύναμη, αλλά να παίρνεις από το σώμα του τα πάντα και μετά ανύπαρκτη, μόνη, να κατεβάζεις σφηνάκια τεκίλα με μισοφέγγαρα πορτοκαλάκια και, κλαίγοντας μέσα στο υποτιμημένο σου είναι, να έχεις ανά πάσα στιγμή την πιθανότητα να σου την πέσει ο οποιοσδήποτε και λόγω του ανικανοποίητου έρωτα με τον άλλον που σε φτύνει πατόκορφα να ζήσεις με τον οποιονδήποτε μια μαγική ξεφτίλικη νύχτα έρωτα;», λέει η Κιτσοπούλου.
Όσο για τον λόγο για τον οποίο αυτή η σκηνική σύνθεση, αυτό το νέο έργο, βασίζεται στα έργα του Στρίντμπεργκ; «Γιατί να τα πεις όλα αυτά και να μαυρίσεις και εσύ και ο κόσμος που θα έρθει να σε δει; Έλα μου ντε. Κανένας λόγος απολύτως. Κατάθλα και κατάθλα και μόνο κατάθλα και κανένας λόγος να γίνει ένα τέτοιο έργο σήμερα», λέει η Λένα Κιτσοπούλου.
«Σκέφτομαι όμως μήπως το γεγονός ότι δεν υπάρχει λόγος κανένας, μήπως αυτός είναι ο πιο σοβαρός λόγος για να γίνει ένα τέτοιο έργο; Πώς αλλιώς θα μιλήσεις για τέτοιο τέλμα άμα δεν το νιώθεις ο ίδιος στο πετσί σου και μόνο διαβάζοντας αυτό το βαρετό, παλιό, ατάλαντο έργο; Γενικά μην παντρεύεστε, αυτό είναι σίγουρα σωστό, αλλά σίγουρα δεν χρειαζόταν η γέννηση του Στρίντμπεργκ για να το καταλάβουμε.
Στο τέλος θα νικήσει ο Αισχύλος, που πολύ πριν από τον Στρίντμπεργκ μάς είπε για τον κύκλο της ζωής που ξεκινάει από τον έρωτα, ο οποίος μετατρέπεται σε μίσος, το οποίο ενεργοποιεί την εκδίκηση, η οποία φέρνει τον φόνο, ο οποίος φέρνει τις τύψεις και τις ενοχές. Και αφού κατανοήσουμε τον Αισχύλο, θα πρέπει να μπούμε στον κόπο να διεισδύσουμε στους στίχους του τραγουδιού "Δανεικά", που προειδοποιούν εσένα, που έφυγες αεράτος και σίγουρος ότι δεν ήθελες το παραπάνω, που δεν άντεχε άλλο το είναι σου την τόση δέσμευση, ότι όλα ήταν δανεικά και ότι αναδρομικά πάντα έρχεται η ώρα που πληρώνουμε. Με λίγα λόγια, θα σε περιμένω στην επόμενη γωνία, μπορεί με τη μορφή καμηλοπάρδαλης, πάντως εγώ θα είμαι».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Η Ορέστεια του Στρίντμπεργκ» εδώ.