Παρότι μεγάλη, η αγάπη μου για το θέατρο ήταν πάντα η αγάπη του θεατή και του ανθρώπου που γράφει για τις τέχνες και τον πολιτισμό. Ποτέ δεν περίμενα, λοιπόν, ότι θα μπορούσε κάποτε να μου δημιουργηθεί η επιθυμία να βρεθώ πάνω σε μια σκηνή. Από τη στιγμή που άκουσα όμως για το «The Second Woman» από τους ανθρώπους της Στέγης, πριν από αρκετούς μήνες, ήξερα ότι θέλω να είμαι μέρος αυτού του τόσο λοξού, δύσκολου και πρωτότυπου πρότζεκτ, για τέσσερις λόγους, όπως ανέφερα και στο βίντεο που έπρεπε να ετοιμάσουμε για τη διαδικασία του casting: Αν ήταν να το κάνω, θα ήθελα να το κάνω δίπλα στη Στεφανία Γουλιώτη, που είναι μια από τις κορυφαίες ηθοποιούς που έχουμε στην Ελλάδα, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, που είναι από τις καλύτερες που έχουμε στην Ελλάδα, σε ένα συμπεριληπτικό πρότζεκτ που, μεταξύ άλλων, έχει στόχο να προσεγγίσει την έννοια του φάσματος της αρρενωπότητας, και βέβαια να μπω στη διαδικασία να καταπολεμήσω τον φόβο μου για την έκθεση και το public speaking – πράγμα που προσπαθώ ήδη με διάφορους άλλους τρόπους. Ένας συνδυασμός bucket list, προσωπικού ψώνιου και αυτοβελτίωσης, εν ολίγοις.
Βέβαια, τις στιγμές λίγο πριν βγω στη σκηνή, όταν ρωτήθηκα για τις ανάγκες ενός backstage βίντεο πώς νιώθω, όλα αυτά είχαν σβήσει και κυριαρχούσε ο ενθουσιασμός. Κι ενώ τους είχα ζητήσει να με βάλουν σε afterhours slot –θεωρώντας εσφαλμένα ότι τις μεταμεσονύχτιες ώρες δεν θα έχει πολύ κόσμο, πού να φανταστώ αυτό που θα γινόταν τελικά!–, βρέθηκα στο πρώτο δίωρο του 24ωρου θεατρικού μαραθωνίου, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να παρακολουθήσω όσο ήθελα –βασικά όσο άντεχα– από τις υπόλοιπες 22 ώρες που θα ακολουθούσαν.
Το μόνο που κρινόταν απαραίτητο ήταν να είμαστε ο εαυτός μας, να είμαστε παρόντες στη στιγμή, να πάρουμε τον χρόνο μας και να μην ανησυχούμε για το αν θα ξεχάσουμε κάποια από τα ελάχιστα λόγια μας. Η Στεφανία θα ήταν εκεί για να οδηγήσει την εξέλιξη της σκηνής και για να μας βοηθήσει.
Ο κανόνας έλεγε πως οι άντρες που θα ανέβαιναν στη σκηνή δεν θα έπρεπε να έχουν καμία επαφή με όσα είχαν εκτυλιχθεί πριν σε αυτή και βέβαια δεν θα είχε προηγηθεί καμία πρόβα με τη Γουλιώτη – όμως εκ των υστέρων σκέφτηκα ότι ο κανόνας αυτός θα ήταν πολύ δύσκολο να τηρηθεί από όσους εμφανίστηκαν αργότερα, εξαιτίας του χαμού από βίντεο, εικόνες και στόρι που κατέκλυζαν τα social media όσο πέρναγαν οι ώρες, οπότε τελικά χαίρομαι που η δική μου συμμετοχή ήταν πιστή στην έννοια της πρίμα βίστα που ζητούσε το κόνσεπτ και οι δημιουργοί του.
Και, τελικά, η δική μου θέση στην αρχή του μαραθωνίου μού επέτρεψε να χωρίσω τη συμμετοχή μου σε αυτόν σε τρεις άτυπους γύρους, όπου κατείχα τρεις διαφορετικές ιδιότητες: στον πρώτο γύρο, το πρώτο δίωρο του απογεύματος του Σαββάτου (16:00-18:00) ήμουν ο ερμηνευτής – εμφανίστηκα έβδομος στη σειρά, γύρω στις 17:30. Στον δεύτερο γύρο, όταν επέστρεψα μετά τα μεσάνυχτα και έμεινα μέχρι το ξημέρωμα της Κυριακής (01:00-06:00), ήμουν ο θεατής. Και στο τελευταίο τρίωρο, το μεσημέρι της Κυριακής (13:00-16:00), όταν επέστρεψα για ακόμη μία φορά, εθισμένος πλέον και αναμένοντας το μεγάλο φινάλε, μπήκα στη διαδικασία να παρακολουθήσω με πιο κριτική σκέψη, κρατώντας τις σημειώσεις μου και παρατηρώντας περισσότερο, παρά βιώνοντας. Ήμουν (ξανά) ο δημοσιογράφος.
Ποιο ήταν όμως αυτό το κόνσεπτ που δημιούργησαν οι Αυστραλές Nat Randall και Anna Breckon και το ανέβασαν με τεράστια επιτυχία σε σκηνές σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Σίδνεϊ, Τορόντο, Βαρκελώνη, Άμστερνταμ, προτού το φέρουν στην Αθήνα; Μια γυναίκα επαγγελματίας ηθοποιός, εν προκειμένω η Στεφανία Γουλιώτη. Εκατό άντρες (ή non binary/queer άτομα ή αρρενωπότητες), ερασιτέχνες (ή μη, σε λίγες περιπτώσεις). Η ίδια θεατρική σκηνή χωρισμού, διάρκειας περίπου 8-10 λεπτών. Ένα εικοσιτετράωρο συνεχούς παράστασης. Η γυναίκα παραμένει, επαναλαμβάνει τη σκηνή, φθείρεται, καθώς οι ώρες περνούν και οι άντρες εναλλάσσονται στον χώρο της, στο βλέμμα της, στο μυαλό της, στο σώμα της.
Ακουγόταν περισσότερο σαν κοινωνιολογικό πείραμα, παρά σαν κανονικό θέατρο. Ήταν και τα δύο τελικά, και ένα σωρό άλλα: υπνωτιστικά εθιστική αβανγκάρντ περφόρμανς, φόρος τιμής στη «Νύχτα Πρεμιέρας» –και στην πρόσφατα εκλιπούσα Τζίνα Ρόουλαντς, που στην ταινία του Κασαβέτη, με τη χαρακτηριστική ξανθιά της κουπ, έκανε πρόβες για μια παράσταση με τίτλο «The Second Woman»–, πολιτιστικό happening-γιορτή, που γέμισε ασφυκτικά τους διαδρόμους, τα φουαγιέ, την είσοδο και τους ορόφους της Στέγης, ακόμα και σε ώρες που δεν θα το περίμενες καθόλου, και βέβαια ακόμη μια απόδειξη για το θηριώδες ερμηνευτικό μεγαλείο, την αντοχή, την αθλητική πειθαρχία, αλλά και την ευαλωτότητα, την αλήθεια, το commitment –σκόνταψε 100 φορές στο ίδιο σημείο, με τον ίδιο τρόπο–, τη γνήσια καλλιτεχνική ευαισθησία της σπουδαίας Στεφανίας Γουλιώτη.
Το σενάριο που λάβαμε, όταν ενημερωθήκαμε ότι είχαμε επιλεγεί, ήταν απλό, απλούστατο – αν και για κάποιον όπως εγώ, που έχει απολύτως μηδενική επαφή με τη σκηνή, τα logistics ήταν αρκετά: πού θα στεκόμουν, ποιες ατάκες θα έπρεπε να συνδέσω με cue για δράση ή αντίδραση, πόσο δυνατά θα μιλούσα και –κυρίως– πώς θα χειριζόμουν τη σωματικότητα που απαιτούσε η τελική «αναμέτρηση» του χορού, ειδικά από τη στιγμή που, προσωπικά, έχω γενικότερο «θέμα» με τη σωματική επαφή με όχι δικούς μου ανθρώπους, ακόμα και με τους δικούς μου σε κάποιες περιπτώσεις.
Η βασικότερη οδηγία όμως κατέρριπτε όλες αυτές τις ανησυχίες. Το μόνο που κρινόταν απαραίτητο ήταν να είμαστε ο εαυτός μας, να είμαστε παρόντες στη στιγμή, να πάρουμε τον χρόνο μας και να μην ανησυχούμε για το αν θα ξεχάσουμε κάποια από τα ελάχιστα λόγια μας. Η Στεφανία θα ήταν εκεί για να οδηγήσει την εξέλιξη της σκηνής και για να μας βοηθήσει.
Το σενάριο περιλάμβανε τέσσερα κομβικά σημεία όπου θα προσθέταμε τα δικά μας λόγια: τις πρώτες δύο ατάκες, που έδιναν τον τόνο από την αρχή για το πού θα πήγαινε η σκηνή, την ατάκα μας με τους χαρακτηρισμούς στη Βιρτζίνια-Στεφανία, που θα πυροδοτούσε την έκρηξή της, τη ρίψη των noodles πάνω στον παρτενέρ και τον επακόλουθο καθαρτήριο χορό του χωρισμού, που είναι επί της ουσίας μια προσομοίωση αποχαιρετιστήριου σεξ, όπως και την τελική επιλογή της ατάκας «σ’ αγαπώ» ή «δεν σ’ αγάπησα ποτέ», πριν από την έξοδό μας.
Ήταν τόσο έξυπνα γραμμένο το σενάριο, τόσο αριστοτεχνικά τοποθετημένες μέσα στον μινιμαλισμό και τη χαλαρή δραματουργία του αυτές οι στιγμές αυτοσχεδιασμού, που πραγματικά, όπως αποδείχθηκε και εκ του αποτελέσματος, τα «λάθη» γίνονταν «σωστά», και η αποστήθιση, που αποτελεί ίσως τον μεγαλύτερο τρόμο στη σκέψη ενός μη επαγγελματία ηθοποιού για την παρουσία του σε μια σκηνή, απαιτούσε το ελάχιστο δυνατό effort. Μέχρι και plot twist κατάφεραν να μας βάλουν οι δημιουργοί, αφού δεν γνωρίζαμε ούτε ότι τα noodles θα κατέληγαν με κάποιον τρόπο πάνω μας, ούτε ότι η Βιρτζίνια θα πρότασσε στο τέλος ένα χαρτονόμισμα, την εμφάνιση του οποίου θα καλούμασταν να επεξεργαστούμε –και να συνδέσουμε με την τελική μας ατάκα– προτού αποχωρήσουμε.
Κι έπειτα, το σκηνικό ήταν διαμορφωμένο με τρόπο που βοηθούσε τον ερασιτέχνη ακριβώς να μην πάθει stage fright. Από το σημείο του backstage όπου περιμέναμε για ελάχιστα λεπτά, ενώ είχε ήδη αποχωρήσει ο προηγούμενος και η Στεφανία «συγύριζε» περιμένοντας τον επόμενο, δεν είχαμε καμία οπτική επαφή με τη σκηνή. Ανοίγαμε μια πόρτα και βρισκόμασταν στο δωμάτιο της δράσης, ένα μικροσκοπικό κουβούκλιο, περίκλειστο με κουρτίνες και φιλέ, και φωτισμένο με ροζ φωτισμό που παραδόξως ούτε κούραζε ούτε ζέσταινε, και κυρίως δεν άφηνε περιθώρια να πέσει το μάτι μας στη γεμάτη πλατεία και να μας ζώσει ενδεχόμενος πανικός.
Η δική μου προσέγγιση λοιπόν στο κείμενο ήταν «σοβαρή». Μπορεί και σοβαροφανής. Πάντως είχα όντως μπει σε mood χωρισμού, είχα πλάσει μια αρκετά βίαιη λεκτικά σκηνή να έχει προηγηθεί μεταξύ μας και είχα αναλογιστεί πόσο τοξικός μαλάκας έχω υπάρξει σε αντίστοιχες φάσεις στην πραγματική μου ζωή. Γι’ αυτό και η πρώτη, αυτοσχεδιαστική μου ατάκα, που ευτυχώς προκάλεσε τα γέλια του κοινού, απ’ όσο θυμάμαι και απ’ όσο ήμουν σε θέση να καταλάβω, ήταν πολύ «εγώ». «Σόρι που σου έσπασα τα αρχίδια, αλλά μου τα έσπασες κι εσύ»: αυτό είπα στη Στεφανία μόλις γύρισε να με κοιτάξει και το πιάσαμε από εκεί.
Την αποκάλεσα επίσης ξινή, τοξική και τρομακτική – κι εκείνη μπήκε σε αντίστοιχο mood, αντιμετωπίζοντας το δικό μας ενσταντανέ με ελάχιστο έως καθόλου κωμικό relief, εν αντιθέσει με πολλούς από τους άντρες που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν. Γι’ αυτό και ο τελικός χορός μας ήταν ιδιαίτερα σωματικός, μια δράση-αντίδραση σχεδόν βίαιη, που με αναστάτωσε και με επηρέασε βαθύτατα, ειδικά όταν αντιλήφθηκα αφενός πόσο είχα ξεγυμνωθεί και αφετέρου πως, όσο πέρναγε η ώρα κι εγώ παρακολουθούσα τους επόμενους, αυτό που κάνει η Στεφανία είναι να γίνεται «καθρέφτης», να καθρεφτίζει στο πρόσωπο και στις εκφράσεις της αυτό που βλέπει και αντιλαμβάνεται σε κάθε άντρα που έχει απέναντί της: την ευαισθησία, το χιούμορ, το goofiness, την ειρωνεία, την αδιαφορία, την παραίτηση, την πλήξη, την επιθετικότητα, τη βία, ακόμα και τη ματσίλα.
Αυτή η σκηνική οδηγία ήταν που προκαλούσε τα περισσότερα γέλια στο κοινό, σε βαθμό που κάποιος θα μπορούσε να εικάσει ότι πολλούς από τους παρτενέρ της ήθελε οριακά να τους κοροϊδέψει, ενώ στην πραγματικότητα έκανε κάτι φαινομενικά πολύ πιο απλό, μα στην ουσία πολύ πιο βαθύ, περίπλοκο τεχνικά και εντυπωσιακό οπτικά: τους έδειχνε τον εαυτό τους.
Και το κοινό είδε πολλούς διαφορετικούς ανθρωπότυπους, όπως ήταν αναμενόμενο· είδε όντως να ανοίγει η βεντάλια του φάσματος που αποτελεί η έννοια της αρρενωπότητας, είδε ηλικιακό, εμφανισιακό, εκφραστικό diversity, είδε άτομο σε αμαξίδιο και άτομο με θηλυκή έκφραση φύλου. Είδε τον Γιώργο Χρυσοστόμου και τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο στο prime time, τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη στις 03:20 τη νύχτα, τον Μάκη Παπαδημητρίου νωρίς το πρωί, τον Νίκο Καραθάνο να κλείνει το 24ωρο με μεγαλειώδη τρόπο ως ο εκατοστός άνδρας – οι γνωστοί ηθοποιοί δεν ήταν το ζητούμενο σε αυτό το πρότζεκτ, ήταν όμως υπέροχες, σχεδόν αναμενόμενες σφήνες τόσο για το κοινό όσο για την ίδια τη Στεφανία, όπως φαινόταν, καθώς η παρουσία συναδέλφων με τους οποίους έχει συνεργαστεί, ή ακόμα και γνωστών της προσώπων, μη ηθοποιών, όπως ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, ο Πάνος Μουζουράκης ή ο Χάρης Κούσιος, φαινόταν να της δίνει δύναμη, να την ξεκουράζει, να αναθαρρεί για τη συνέχεια.
Ήταν αυτή ακριβώς η προσμονή για τον επόμενο ανθρωπότυπο που, κατά τη γνώμη μου, έκανε το «The Second Woman» τόσο εθιστικό. Σκεφτόμουν μάλιστα πως, ενώ στην πραγματικότητα δυσκολεύομαι αρκετά να παρακολουθήσω πολύωρες «κανονικές» παραστάσεις, καθώς έχω διάσπαση προσοχής, εδώ η τόσο χαλαρή δραματουργία και η επανάληψη λειτούργησε εντελώς υπνωτιστικά. Παράσταση για τη γενιά του Instagram και του TikTok, που το span της προσοχής της έχει μειωθεί δραματικά; Ενδεχομένως. Όπως και να ‘χει, το «The Second Woman» ήταν για μένα μια γνήσια, πρωτόγνωρη εμπειρία, που τη βίωσα σε ένα πλαίσιο 360 μοιρών και θα μου μείνει αξέχαστη.