Να πει κανείς ή να μην πει;

Να πει κανείς ή να μην πει; Facebook Twitter
Είναι γνωστή η αυτοβιογραφική διάσταση του θεατρικού έργου, το οποίο γράφτηκε ενόσω ο συγγραφέας νοσούσε από AIDS. Φωτ.: Καρίνα Λογοθέτη
0

Η μέριμνα για τα ηλεκτροφόρα πεδία του λόγου, τους παλμούς και τα φορτία του στριμώχτηκε στα οικεία, βολικά καλούπια του ρεαλισμού, μετατρέποντας αυτό το κείμενο φαντασμάτων, αυτή την εργασία θανάτου, σε ένα σύνηθες δράμα οικογενειακής επανένωσης.

Τον θέλουν. Τον λαχταρούν. Τους λείπει. Καθημερινά εύχονται να γύριζε κοντά τους... έστω για λίγες ώρες: να τον δουν με τα μάτια τους, να τον αγγίξουν, να μοιραστούν λεπτομέρειες από τη ζωή του, την άγνωστη ζωή του, αφού τίποτα δεν ξέρουν πια για κείνον, ούτε καν τη διεύθυνση του σπιτιού του στο Παρίσι – ή μήπως δεν μένει καν στο Παρίσι;.

Πράγματι εκείνος καταφθάνει. Μετά από αμέτρητα χρόνια απουσίας –αδιαφορίας θα έλεγε κανείς, κρίνοντας από τις ψυχρές, λακωνικές καρτ-ποστάλ που τους έστελνε από κάθε του ταξίδι («Είμαι καλά, επιθυμώ το ίδιο και για σας»)– ο Λουί αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό του. Έχει κάτι πολύ σημαντικό να τους πει: σε λίγο καιρό θα πεθάνει.

Όλη η χαρά, όλη η αμηχανία, όλος ο εκνευρισμός και η αγωνία της επανένωσης –μητέρας με γιο, αδελφής με αδελφό, αδελφού με αδελφό– γεμίζουν τώρα τη σάλα υποδοχής της μονοκατοικίας όπου μεγάλωσε και την οποία εγκατέλειψε οριστικά και αμετάκλητα, υποκινούμενος «από μια ατελείωτη εσωτερική οδύνη που δεν μπορώ καν να φανταστώ την απαρχή της», όπως θα πει πολύ αργότερα ο αδελφός του, ο Αντουάν.  

Η μέριμνα για τα ηλεκτροφόρα πεδία του λόγου, τους παλμούς και τα φορτία του στριμώχτηκε στα οικεία, βολικά καλούπια του ρεαλισμού, μετατρέποντας αυτό το κείμενο φαντασμάτων, αυτή την εργασία θανάτου, σε ένα σύνηθες, κουραστικό δράμα οικογενειακής επανένωσης, με εντάσεις, έριδες κι εκρήξεις.

Πώς να φέρει εις πέρας αυτόν τον άθλο; Πώς να φανερωθεί ενώπιόν τους; Με ποια μορφή; Πόσα να κρύψει και πόσα ν’ αποκαλύψει; Το μόνο που είχε να κάνει ο άσωτος υιός ήταν να εμφανιστεί στο κατώφλι του βιβλικού σπιτιού του κι αμέσως του συγχωρέθηκαν όλα, χωρίς καν ν’ ανοίξει το στόμα του. Όμως εδώ, τώρα, ετούτος ο υιός, εξίσου άσωτος, γνωρίζει πολύ καλά πως θα χρειαστεί να πει πολλά, πάρα πολλά, σίγουρα περισσότερα απ’ όσα δύναται, προκειμένου να καθησυχάσει τα παράπονά τους, να μαλακώσει την πικρία τους, να δικαιώσει τις προσδοκίες τους, να επουλώσει τις πληγές της εγκατάλειψης, να εξασφαλίσει ένα αίσιο τέλος, μια ύστατη στιγμή επαφής και αμοιβαίας συγχώρεσης.

Να πει κανείς ή να μην πει; Facebook Twitter
Η υποκριτική ανομοιογένεια αντικατοπτρίζει την έλλειψη συνεκτικού και διαυγούς οράματος. Φωτ.: Καρίνα Λογοθέτη

«Δεν βρίσκω κάτι να πω ή να μην πω, δεν βρίσκω κάτι», λέει ο Λουί στην Κατρίν, τη νύφη του, γυναίκα του αδελφού του, που τη συναντά για πρώτη φορά. Πώς να κερδίσει τον χαμένο χρόνο; Ετούτη εδώ την Κυριακή που φέρνει στον νου όλες τις ξεχασμένες Κυριακές της παιδικής του ηλικίας, όταν εξορμούσαν οικογενειακώς με το «αεροδυναμικό» μαύρο αυτοκίνητο για πικνίκ στις όχθες του ποταμού, ετούτη εδώ την Κυριακή που γνωρίζει ότι θα πεθάνει, ενώ εκείνοι το αγνοούν, ετούτη εδώ την Κυριακή που τον κατακλύζει ο φόβος ότι «μια ημέρα των ημερών δεν θα με αγαπούν πια,/ δεν με αγάπησαν/ και δεν με αγαπούν», ο Λουί νιώθει σαν φάντασμα: αυτός, ο επιτυχημένος συγγραφέας, ο επαγγελματίας διαχειριστής του λόγου, τώρα είτε σιωπά, είτε ξεστομίζει δυο-τρεις λέξεις «πεταμένες σαν ψίχουλα», είτε μονολογεί (εντός του;) ακατάσχετα, χωρίς ποτέ να τους προσφέρει αυτό που διψούν να λάβουν από τα χείλη του. «Πες τους κάτι! Έστω κι αν είναι ψέμα», τον εκλιπαρεί εις μάτην η μητέρα του.    

Όλοι φοβούνται ότι «δεν θα τα πουν καλά ή θα τα πουν πολύ γρήγορα»: η αγωνία της έκφρασης, της πληρότητας και της ορθότητας της διατύπωσης τούς διαπερνά ανελέητα. Να πει κανείς ή να μην πει; Το κατακλυσμιαίο μέγεθος των απωθημένων συναισθημάτων ορθώνει προπετάσματα καπνού, φλύαρες αναπολήσεις, εσωτερικούς μονολόγους, έμμεσες διεκδικήσεις, έντεχνες παρακάμψεις. Σπάνια επιτυγχάνεται μια γνήσια, θαρραλέα εξομολόγηση που θέτει σε κίνδυνο το Εγώ ενώπιον του άλλου, όπως συμβαίνει στην τελική, σπαρακτική απογύμνωση του Αντουάν. Η τραγωδία του ανομολόγητου. «Για μια παράλειψη σαν αυτή θα μετανιώνω για πάντα», ομολογεί ο Λουί αποχωρώντας από κοντά τους, χωρίς να έχει εκμυστηρευθεί το μυστικό του.

Να πει κανείς ή να μην πει; Facebook Twitter
Φωτ.: Καρίνα Λογοθέτη

Η συνομιλία δεν συνεπάγεται επικοινωνία, όπως μας δίδαξε το θέατρο του 20ού αιώνα, ούτε καν αληθινή παρουσία. Το να μιλάμε δεν σημαίνει ότι ακουγόμαστε, ούτε ένας λεκτικός χείμαρρος αρκεί για να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ δύο ανθρώπων. Τα πολυποίκιλα μοτίβα γλωσσικής συνύπαρξης, όλες αυτές οι κρίσιμες χειρονομίες αναγνώρισης και απόρριψης, λυτρωτικές ή καταστρεπτικές, απασχολούν βαθύτατα τον Λαγκάρς εδώ. Είναι η γλώσσα αυτή που οικοδομεί την πραγματικότητα: εδώ όπου φαινομενικά τίποτα δεν συμβαίνει (ή συμβαίνει «Ακριβώς το τέλος του κόσμου»), είναι η γλώσσα αυτή που διαστέλλει τον χρόνο, αφήνει αβοήθητη την επιθυμία, ενορχηστρώνει απανωτούς πνιγμούς και πασχίζει για ανέλπιδες διασώσεις.

Και είναι ακριβώς αυτή η προεξάρχουσα σημασία της γλώσσας που δεν εκτιμήθηκε σωστά από τον σκηνοθέτη της παράστασης. Η μέριμνα για τα ηλεκτροφόρα πεδία του λόγου, τους παλμούς και τα φορτία του στριμώχτηκε στα οικεία, βολικά καλούπια του ρεαλισμού, μετατρέποντας αυτό το κείμενο φαντασμάτων, αυτή την εργασία θανάτου, σε ένα σύνηθες, κουραστικό δράμα οικογενειακής επανένωσης, με εντάσεις, έριδες κι εκρήξεις.

Βρισκόμαστε σε μια χώρα μοναξιάς, όπου δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ήδη νεκρός και ποιος μελλοντικός: αυτός που έχει διαγνωστεί με μια μοιραία ασθένεια ή αυτός που ζει την πλέον τυποποιημένη ζωή, ονειρευόμενος μια αενάως αναβαλλόμενη απόδραση; «Είναι όπως τη νύχτα μέσα στη μέρα, δεν βλέπω τίποτα, ακούω μόνο θορύβους, ακούω, έχω χαθεί και δεν ξαναβρίσκω κανέναν», λέει ο Λουί στο Ιντερμέδιο συνοψίζοντας τη γενικότερη, ονειρική αίσθηση που αναβλύζει από το κείμενο του Λαγκάρς. Εδώ όμως, στην παράσταση, είναι όλα «κανονικά»: οι συνομιλίες, η εκφορά του λόγου, τα αμήχανα ζεύγη, η μετακίνηση από δωμάτιο σε δωμάτιο, πάμε λίγο στο σαλόνι, λίγο στην κουζίνα, άντε και να δημιουργήσουμε την εντύπωση ότι κάτι συμβαίνει, κάτι κινείται, ενώ αυτό που πραγματικά συμβαίνει, αυτό που πραγματικά κινείται παραμένει αδούλευτο, ασχημάτιστο, παραμελημένο.

Να πει κανείς ή να μην πει; Facebook Twitter
Φωτ.: Καρίνα Λογοθέτη

Ούτε αναιρείται ή σπάει πραγματικά το καβούκι του ρεαλισμού, επειδή ενσωματώνουμε στην παράσταση μερικά κινησιολογικά σκέρτσα, εμφατικές επαναλήψεις «σπαστικών» κινήσεων ή (κάτι σαν) τον χορό των ζόμπι, ώστε να δείξουμε την «άλλη» διάσταση. Φοβούμαι ότι η διάσταση αυτή χρειάζεται πολύ περισσότερο κόπο και περίσκεψη για να αναδυθεί. Η υποκριτική ανομοιογένεια αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτή την έλλειψη συνεκτικού και διαυγούς οράματος: η μητέρα της Γιώτας Φέστα παραπέμπει σε μια ακατέργαστη εκδοχή της Αμάντα από τον Γυάλινο Κόσμο –συμφιλιωτική, ψευδο-χαρωπή–, ο Λουί (Λουκάς στην παρούσα διασκευή) του Γιώργου Καραμίχου προσπαθεί για κάτι πιο μοντέρνο, πιο αφαιρετικό, πιο casual, που αποδεικνύεται τελικά στεγνό και άκαρπο, ενώ ο Αντουάν (Αντώνης) του Σταύρου Λιλικάκη, στο βίαιο ξέσπασμα του τέλους, μας μεταφέρει ξαφνικά στο Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη.

Είναι γνωστή η αυτοβιογραφική διάσταση του θεατρικού έργου, το οποίο γράφτηκε ενόσω ο συγγραφέας νοσούσε από AIDS (πέθανε το 1995, σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών). Καίτοι αυτό αυξάνει τη δύναμη του κειμένου, ο ίδιος ο συγγραφέας επέλεξε να μην αναφερθεί ανοιχτά στην ομοφυλοφιλία του κεντρικού ήρωα και άλτερ έγκο του, του Λουί, όχι από δειλία φυσικά αλλά επειδή θεώρησε πως αυτή η «παράλειψη» αυξάνει τον πλούτο των νοημάτων και των αναγνώσεων του έργου.

Ο σκηνοθέτης της παρούσας παράστασης, στη δική του διασκευή, έκρινε, αντιθέτως, πως είναι απαραίτητο να προβάλει το θέμα της ομοφυλοφιλίας, και μάλιστα να το κάνει με τον πλέον στερεοτυπικό, απλουστευτικό τρόπο, προσθέτοντας μια σκηνή δικής του επινόησης: «Έχεις κάποια κοπέλα;» ρωτά η μητέρα τον Λουί (Λουκά). «Όχι, ούτε και θα ’χω, γιατί είμαι γκέι», της απαντά. «Δηλαδή ομοφυλόφιλος;» «Ναι, αυτό, παλιόπουστα, πες το όπως θες». «Πέφτω από τα σύννεφα... Από πότε;» «Από ανέκαθεν». «Πάλι καλά, δεν φαίνεσαι γκέι». «Και τι σημαίνει αυτό;» «Ξέρεις τι σημαίνει: να μην έχεις πρόβλημα, να μη σε κοροϊδεύουν, να μη γίνεσαι περίγελος». «Πάντως, εγώ το έχω αποδεχθεί». «Και πώς ζεις; Αυτό ήρθες να μας πεις;» Κάπως έτσι συνεχίζεται ο διάλογος και, κάπως έτσι, η ποιητικότητα του κειμένου εισπράττει το τελειωτικό της χτύπημα.

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Καραμίχος: Αν δεν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, αρρωσταίνουμε 

Θέατρο / Γιώργος Καραμίχος: «Αν δεν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, αρρωσταίνουμε»

Στο θέατρο υποδύεται έναν συγγραφέα που επιστρέφει στον τόπο του για να δηλώσει ανοιχτά την ταυτότητά του στην οικογένειά του. Θα αλλάξει η ζωή και η πορεία των ανθρώπων που αγαπά;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Σπύρος Παπαδόπουλος: «Δεν μου αρέσει να φαίνομαι, κι ας κατέληξα να παίζω μπροστά σε κόσμο»

Θέατρο / Σπύρος Παπαδόπουλος: «Δεν μου αρέσει να φαίνομαι, κι ας κατέληξα να παίζω μπροστά σε κόσμο»

Παρά τις προσπάθειές του να το αποφύγει, μια σειρά από συμπτώσεις τον οδήγησε στο θέατρο. Οι «Απαράδεκτοι» δεν συνεχίστηκαν λόγω δικής του απόφασης, το «Στην υγειά μας, ρε παιδιά» σταμάτησε όταν κουράστηκε ψυχολογικά. Ο δημοφιλής κωμικός ηθοποιός είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
M. HULOT

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όσα (δε) βλέπουν τα μέντιουμ

Θέατρο / Όσα (δε) βλέπουν τα μέντιουμ

«Δεν πηγαίνουμε ποτέ στη Μόσχα, όμως η επιθυμία γι’ αυτήν κυλάει διαρκώς μέσα μας» - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για τη sold-out παράσταση «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη στο Εθνικό Θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Θέμελης Γλυνάτσης: Ας ξεκινήσουμε με το να είμαστε πολύ πιο τολμηροί με τους ρόλους που δίνουμε στους νέους καλλιτέχνες, κι ας μην είναι τέλειοι

Θέατρο / Μια όπερα με πρωταγωνιστές παιδιά για πρώτη φορά στην Ελλάδα

Μεταξύ χειροποίητων σκηνικών και σκέψεων γύρω από τη θρησκεία και την εξουσία, «Ο Κατακλυσμός του Νώε» δεν είναι άλλη μια παιδική παράσταση, αλλά ανοίγει χώρο σε κάτι μεγαλύτερο: στη δυνατότητα τα παιδιά να γίνουν οι αυριανοί δημιουργοί, όχι απλώς οι θεατές.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ηow to resuscitate a dinosaur/ Έι, Romeo, πώς δίνεις το φιλί της ζωής σε έναν δεινόσαυρο;

Guest Editors / «Ο Καστελούτσι σκηνοθετεί μια υπόσχεση· και κάνει τέχνη εκκλησιαστική»

«Πέρασαν μέρες από την πρώτη μου επαφή με τη Βερενίκη. Μάντρωσα ένα κοπάδι σκέψεις» – ο Κυριάκος Χαρίτος γράφει για μια από τις πολυσυζητημένες παραστάσεις της σεζόν, που ανέβηκε στη Στέγη.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΙΤΟΣ
Onassis Dance Days 2025: Ένας ύμνος στα αδάμαστα σώματα

Θέατρο / Onassis Dance Days 2025: Ένας ύμνος στα αδάμαστα σώματα

Ένα νέο, αλλιώτικο σύμπαν για τον «χορό» ξεδιπλώνεται από τις 3 έως τις 6 Απριλίου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, μέσα από τα πρωτοποριακά έργα τεσσάρων κορυφαίων Ελλήνων χορογράφων και του διεθνούς φήμης Damien Jalet.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κώστας Νικούλι

Θέατρο / «Μπορώ να καταλάβω το πώς είναι να νιώθεις παρείσακτος»

Ο 30χρονος Κώστας Νικούλι μιλά για την πορεία του μετά το «Ξενία» που του χάρισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού όταν ήταν ακόμα έφηβος, για το πόσο Έλληνας νιώθει, για την πρόκληση του να παίζει τρεις γκέι ρόλους και για το πόσο τον έχει αλλάξει το παιδί του.
M. HULOT
Μέσα στον θησαυρό με τις εμβληματικές φορεσιές της Δόρας Στράτου

Θέατρο / «Κάποτε έδιναν τις φορεσιές για έναν πλαστικό κουβά, που ήταν ό,τι πιο μοντέρνο»

Μια γνωριμία με τη μεγάλη κληρονομιά της Δόρας Στράτου μέσα από τον πλούτο αυθεντικών ενδυμάτων που δεν μπορούν να ξαναραφτούν σήμερα και συντηρούνται με μεγάλο κόπο, χάρη στην αφοσίωση και την εθελοντική προσφορά μιας ομάδας ανθρώπων που πιστεύουν και συνεχίζουν το όραμά της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Οι Αθηναίοι / Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Ανατρέποντας πολλά από τα στερεότυπα που συνοδεύουν τους ανθρώπους με αναπηρία, η Βασιλική Δρίβα περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αλλά και τις χαρές, και μπορεί πλέον να δηλώνει, έστω δειλά, πως είναι ηθοποιός. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ξαναγράφοντας τον Ίψεν

Θέατρο / Ο Ίψεν στον Πειραιά, στο μουράγιο

«Δεν είναι εύκολο να είσαι ασυμβίβαστη. Όπως δεν είναι εύκολο να ξαναγράφεις τον Ίψεν» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Εχθρός του λαού» σε διασκευή και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Lifo Videos / «Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Η ηθοποιός Παρασκευή Δουρουκλάκη μιλά για την εμπειρία της με τον Πέτερ Στάιν, τις προσωπικές της μάχες με το άγχος και την κατάθλιψη, καθώς και για το θέατρο ως διέξοδο από αυτές.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Θέατρο / Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Από τον ρόλο της Μάσα στην πραγματική ζωή, από το Ηράκλειο όπου μεγάλωσε μέχρι τη ζωή με τους ανθρώπους του θεάτρου, από τον φόβο στην ελευθερία, η ζωή της Μαρίας Σκουλά είναι ένας δρόμος μακρύς και δύσκολος που όμως την οδήγησε σε κάτι δυνατό και φωτεινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Θέατρο / Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Μέσα από την εναλλαγή αφηγήσεων, εμπειριών, αναπαραστάσεων, χορού, βίντεο και ήχου, η παράσταση του Γιώργου Βαλαή αναδεικνύει τις διαφορές αλλά και τις συνδέσεις που υπάρχουν μεταξύ των δυο διαφορετικών γενεών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρομέο Καστελούτσι: «Όπου παρεμβάλλεται το κράτος, δεν υπάρχει χώρος για τον έρωτα. Ο έρωτας είναι εναντίον του κράτους και το κράτος εναντίον του έρωτα».

Θέατρο / Ρομέο Καστελούτσι: «Πάντα κάποιος πολεμά τον έρωτα. Και οι εραστές είναι πάντα τα θύματα»

Ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης, λίγο πριν επιστρέψει στην Αθήνα και στη Στέγη για να παρουσιάσει τη «Βερενίκη» του, μας μίλησε για τον έρωτα, τη γλώσσα και τη μοναξιά, την πολιτική και την ανυπέρβλητη Ιζαμπέλ Ιπέρ.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
CHECK How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της συστημικής ιστορίας

Θέατρο / How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της Iστορίας

Σκηνοθετημένη από έναν νέο δημιουργό, η παράσταση που βασίζεται στο τελευταίο κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη επιχειρεί έναν διάλογο με μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αγορίτσα Οικονόμου

Αγορίτσα Οικονόμου / «Πέφτω να κοιμηθώ και σκέφτομαι ότι κάτι έχω κάνει καλά»

Βρέθηκε να κυνηγάει το όνειρο της υποκριτικής, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο, αλλά με τη βεβαιότητα ότι δεν ήθελε ποτέ να μείνει με την απορία «γιατί δεν το έκανα;». Μέσα από σκληρή δουλειά και πολλούς μικρούς ρόλους, κατάφερε να βρει τον δρόμο της στην τέχνη, στον οποίο προχωρά και αισθάνεται τυχερή. Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ