Γεννήθηκα σε ένα μαιευτήριο στην Κυψέλη· τότε μέναμε στη Νέα Σμύρνη, μετά μετακομίσαμε στο Καλαμάκι. Ο πατέρας μου Σπυρογιάννης λεγόταν γιατί είχε καταγωγή από την Κεφαλονιά. Ήταν ένας πολύ σπουδαίος οικονομολόγος, άνθρωπος συγκεντρωτικός, που όπως με μεγάλωσε με μεγάλη ελευθερία· εκείνος με συνόδευσε στο Θέατρο Τέχνης όταν έδωσα εξετάσεις και με περίμενε απέξω. Η μαμά μου και οι γονείς της είναι Ρουμελιώτες. Τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν ανέφελα και όμορφα κοντά στη θάλασσα, με πολύ παιχνίδι στις αλάνες. Το Καλαμάκι ήταν πολύ αλλιώτικο, όμορφο, τώρα πάνε να το κάνουν Ντουμπάι: χτίζουν ομοιόμορφες πολυκατοικίες με γυάλινα μπαλκόνια, γκρίζες, που τις αγοράζουν οι Κινέζοι. Τότε οι άνθρωποι έφτιαχναν σπίτια με προσωπικότητα, με αλλιώτικη αρχιτεκτονική, άλλα έμοιαζαν νησιώτικα και άλλα σαν πύργοι, είχαν πηγάδια και κάναμε τα μπάνια μας εκεί μπροστά, στη παραλία, στην Ακτή του Ήλιου. Αυτό είναι ένα μέρος που αγαπώ πολύ και εκεί κάνω μπάνιο μέχρι τώρα.
• Σχολείο, και δημοτικό και γυμνάσιο, πήγα σε ένα μικρό ιδιωτικό στην περιοχή. Ήταν ένα σχολείο μεικτό σε μια εποχή που τα δημόσια ήταν αρρένων και θηλέων. Είχαμε καθηγητή Αγγλικών τον Λευτέρη Βογιατζή – λέω γελώντας κάποιες φορές πως εγώ ήμουν αληθινά μαθήτριά του.
«Όλα διδάσκονται εκτός από ένα: το εκτόπισμα που έχεις όταν ανεβαίνεις πάνω στη σκηνή. Υπάρχουν ηθοποιοί που θέλεις να τους βλέπεις ό,τι και να κάνουν πάνω στη σκηνή, είναι θείο δώρο».
• Ως παιδί μού άρεσαν οι παρέες, έκανα πάντα χιούμορ, είχα σαρκασμό και αυτοσαρκασμό που με χαρακτηρίζει και σήμερα – νομίζω μεγαλώνοντας χειροτερεύω κιόλας, δεν έχει αλλάξει αυτό. Έχω κρατήσει αυτά από την παιδικότητά μου και εκείνο που θυμάμαι πολύ έντονα, δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή ένιωθα μια έλλειψη αγάπης από την οικογένεια, ήταν ότι ήθελα πάντα να είμαι πρώτη. Δεν ήμουν ανταγωνιστική αλλά ήθελα να αποδείξω ότι ήμουν η καλύτερη, αισθανόμουν μια ασφάλεια μέσα στην πρωτιά. Αυτό. Ήθελα να είμαι αρχηγός. Στο σχολείο έκανα διαρκώς μιμήσεις, φάρσες, ήμουν σκανταλιάρικο παιδί, δαιμόνιο, μου άρεσε να κάνω πλάκα, ζαβολιές. Έβγαζα την τάξη με 19,4 και είχα διαγωγή κοσμία.
• Είναι πολύ περίεργο, αλλά δεν είχα καμία ανησυχία για το τι θα γίνω. Εννοείται πως από το νηπιαγωγείο έλεγα ποιήματα, έπαιζα, ήμουν πρώτη και καλύτερη σε αυτά. Δεν αποφάσισα να γίνω ηθοποιός, ήμουν ηθοποιός, μου έδωσε ο Θεός, η φύση, ένα χάρισμα. Πίστευα ότι ήταν αυτονόητο να ασχοληθώ με το θέατρο, από την αρχή. Οι γονείς μου ήταν πολύ θεατρόφιλοι, με πήγαιναν και βλέπαμε παραστάσεις, και διάβαζα. Από εκείνα τα διαβάσματα θυμάμαι ακόμα την εντύπωση που μου έκαναν τα Αδριανού Απομνημονεύματα της Γιουρσενάρ και το Συμπόσιο του Πλάτωνα με τον πρόλογο του Συκουτρή που ήταν για μένα κάτι συγκλονιστικό. Το διάβασα και το ξαναδιάβασα σε μεγαλύτερη ηλικία και με επηρέασε βαθιά.
• Έδωσα εξετάσεις στη Νομική και μπήκα με καλή σειρά, δέκατη έβδομη. Δεν ήθελα να πάω όμως, πίστευα ότι δεν θα μου πρόσφερε κάτι. Με επηρέασε πολύ ο πατέρας μου λέγοντάς μου ότι αν δεν είχα δουλειά στο θέατρο, θα μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα γνωρίζοντας νομικά. Δεν μπορούσα να το επεξεργαστώ αυτό. Την τέλειωσα τη Νομική με πάρα πολύ κόπο, γιατί δεν μπορώ να αφήνω τίποτα στη μέση. Από τη μια το μετανιώνω γιατί έχασα πολύ χρόνο από τη ζωή μου, από την άλλη σκέφτομαι ότι η μόρφωση διαμορφώνει προσωπικότητες και μου έδωσε μια συγκρότηση που τελικά χρειάζεται στη ζωή. Ωστόσο πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να έχει και μόρφωση και καλλιέργεια. Υπάρχουν άνθρωποι καλλιεργημένοι χωρίς χαρτί πανεπιστημίου, ξέρουν γλώσσες, μουσική, τέχνη, διαβάζουν, έχουν ανοιχτούς ορίζοντες, και άλλοι, με τίτλους σπουδών, αλλά χωρίς καλλιέργεια, που όταν τους συναντάς οι ελλείψεις τους είναι εξαιρετικά δυσάρεστες.
• Παράλληλα με τη Νομική, έδωσα στο Θέατρο Τέχνης. Ήμουν 17 χρονών, ο πατέρας μου ήταν πάλι αυτός που με επηρέασε να δώσω εκεί, το Τέχνης ήταν τότε στις δόξες του και ήμουν τυχερή που πέρασα. Η πρώτη παράσταση που είδα στο Θέατρο Τέχνης ήταν οι Προστάτες του Μήτσου Ευθυμιάδη. Τη θυμάμαι ακόμα με λεπτομέρειες, τα τραγούδια, την Αννίτα Σαντοριναίου που είναι μια σπουδαία ηθοποιός. Αυτή την παράσταση την είδα ένα χρόνο πριν δώσω εξετάσεις και θυμάμαι πώς σκέφτηκα «εγώ του χρόνου θα είμαι σε αυτό το θέατρο». Είναι από αυτά που δεν ξέρεις πώς γίνονται, αλλά, να, συμβαίνουν.
• Η σχολή ήταν τότε ένας άλλος κόσμος, με άλλους δασκάλους τα πήγαινα καλά, με άλλους πιο συντηρητικά, αλλά είχα την τύχη να με συμπαθήσει ο Κουν, μου φέρθηκε καλά και με βοήθησε πολύ. Μου έδωσε κάποιες συμβουλές για το θέατρο που τις κρατάω ακόμα. Όταν έπαιξα στην Κασέτα της Αναγνωστάκη ήμουνα 22 χρονών – μου έδωσε τον ρόλο της υπηρέτριας. Τον ρώτησα και μου είπε «θα έδινα, νομίζεις, αυτόν τον ρόλο να τον παίξει μια λαϊκιά;». Ο Κουν δεν ήταν τι σου έλεγε αλλά τι σου μεταλαμπάδευε. Μάθαινες να μην αντιγράφεις τη φράση που σου έδειχνε, αλλά να πηγαίνεις σπίτι σου και να την επεξεργάζεσαι, να την κάνεις δική σου. Αυτό ήταν το «μυστικό», η διδαχή και η παρακαταθήκη στους μαθητές του.
• Η ζωή των μαθητών τότε ήταν μόνο στο θέατρο, πολύ καλογερίστικα πράγματα. Θυμάμαι κάπου είχα πάει και είχα βάλει μια καρό φουστίτσα κι έναν μπερέ και μου έκαναν παρατήρηση. Δεν ξέρω αν μπορώ να τον κατηγορήσω, ήταν μια ολόκληρη αντίληψη αυτή, και φυσικά δεν έχω καμία πικρία, αυτή η αισθητική αφορούσε μια ομάδα που ήθελε να έχει ο Κουν με τον τρόπο του και μια κοινή υποκριτική γραμμή, γι’ αυτό και ανεβάζαμε έργα σε έναν μήνα, δουλεύαμε ως ομάδα, όχι μεμονωμένα. Το δεχόμουν, αυτή ήταν η σχολή. Κακό δεν μας έκανε, για να είμαι ειλικρινής, μας συγκέντρωνε στην ουσία.
• Η πρώτη παράσταση στην οποία έπαιξα στο Υπόγειο ήταν το Ταξίδι εργασίας του Αλέξη Σεβαστάκη που σκηνοθέτησε ο Μίμης Κουγιουμτζής. Πριν από αυτό, ο Κουν με είχε πάρει στον Χορό των Βακχών που ανέβηκαν στην Επίδαυρο. Ήταν μια μεγάλη, σημαντική εμπειρία – άλλοι πάνε στα σαράντα τους. Η Επίδαυρος επίσης ήταν κάτι άλλο για μένα που αθλούμουν, έκανα ιστιοπλοΐα, καταδύσεις – όσο μέναμε εκεί έκανα ψαροντούφεκο. Στον Κουν έκανε μεγάλη εντύπωση όταν του έλεγα ότι ο βυθός έχει μια απίστευτη ηρεμία, πίστευε ότι ήταν πολύ επικίνδυνο. Αυτήν τη σχέση με το νερό τη διατηρώ και σήμερα, μου κάνει πολύ καλό. Κολυμπάω όλο το καλοκαίρι κάθε μέρα και συγκεντρώνομαι, την αγαπώ τη θάλασσα πολύ.
• Από το Τέχνης έφυγα γιατί αισθάνθηκα ότι μετά από κάποιες επιτυχίες προσωπικές που είχα κάποιοι δεν ήθελαν να συνεχίσω εκεί. Πήγα για λίγο στο Παρίσι και όταν επέστρεψα κατάλαβα ότι έπρεπε να συνεχίσω μόνη μου. Ο Κουν με ξαναφώναξε, έπαιξα στο Γαϊτανάκι, και όταν ήταν άρρωστος πια με κάλεσε για τον Ήχο του όπλου, την τελευταία του παράσταση, αλλά είχα αρχίσει να δουλεύω με την Ξένια Καλογεροπούλου, τότε που σκηνοθετούσε ο Μίνως Βολανάκης, έτσι γνώρισα αυτή την προσωπικότητα του θεάτρου, έναν άνθρωπο με τον οποίο είχαμε μια πολύ θερμή σχέση, ανθρώπινη. Θυμάμαι πόσο με ενθάρρυνε να κάνω τον Σχοινοβάτη του Ζενέ στο Χυτήριο και τις μεγάλες συζητήσεις μας.
• Μια άλλη δασκάλα μου που έπαιξε κρίσιμο ρόλο, ήταν σταθμός στην εξέλιξή μου στο θέατρο, είναι η Ρούλα Πατεράκη. Δουλέψαμε μαζί όταν έκανε την εμβληματική παράσταση του έργου του Φασμπίντερ Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας με την Μπέττυ Αρβανίτη. Στην πορεία κάναμε άλλα δύο έργα, της οφείλω ότι με προχώρησε πολύ στο métier που λέγεται θέατρο. Δεν είναι μόνο αυτά που σου έλεγε για να υλοποιήσεις μια ερμηνεία, ήταν και το εύρος της αντίληψης που είχε για το θέατρο και σου άνοιγε τον δρόμο να ανακαλύψεις άλλες, νέες περιοχές. Σκέφτομαι ότι η Ρούλα είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο στο θέατρο που, όπως και άλλοι, δεν έχουν πάρει τη θέση που της αξίζει. Αυτό είναι κάτι που με θλίβει. Λείπουν αυτές οι προσωπικότητες σήμερα. Ήμασταν τυχεροί που γνωρίσαμε αυτούς τους ανθρώπους τότε που τους γνωρίσαμε.
• Δούλευα στο ελεύθερο θέατρο με τις συνθήκες που δουλεύαμε όλοι, άλλοτε είχα πέντε προτάσεις, άλλοτε καμία. Η ιδέα να δημιουργήσω έναν χώρο όπου να υπάρχουν όλες οι τέχνες γεννήθηκε απ’ όταν ήμουν στο Τέχνης, νεαρή ηθοποιός, στο ίδιο καμαρίνι με τη Λυδία Κονιόρδου και της το έλεγα, ήταν το όνειρό μου.
• Ήθελα πολύ να συμβεί όχι για να παίξω ρόλους, να είμαι πρωταγωνίστρια, αλλά για να μπορούν στον ίδιο χώρο να συνδεθούν όλες οι τέχνες, μουσική, εικαστικά. Η εποχή βοηθούσε να δημιουργηθούν τέτοιοι χώροι· το Χυτήριο ολοκληρώθηκε το 1997. Αν και ανήκε σε μια οικογενειακή ανώνυμη εταιρεία, δεν ήταν ποτέ δικό μου, το νοίκιαζα. Πέρασα δέκα χρόνια εκεί ως υπεύθυνη του καλλιτεχνικού προγράμματος, επέλεξα, και με τίμησαν που ήρθαν, εξαιρετικοί συνεργάτες και συντελεστές, φίλοι μου, στους οποίους οφείλω πολλά. Μετά αποκόπηκα, ο χώρος χάθηκε από χρέη της ανώνυμης εταιρείας στις τράπεζες, αλλά δεν νομίζω ότι σήμερα με στενοχωρεί αυτό. Ήταν ένας κύκλος που έκλεισε, κάτι που δεν θα ξανάκανα ποτέ. Σήμερα, κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί να κάνει ένα τέτοιο βήμα, είναι εποχές πολύ δύσκολες.
• Στο Χυτήριο πιστέψαμε στη σκηνική μεταφορά διηγημάτων και αφηγηματικών κειμένων κορυφαίων δημιουργών. Δυο μεγάλες επιτυχίες ήταν ο Σχοινοβάτης του Ζενέ, ένα μεγάλο στοίχημα για μένα, από τα έργα που είμαι υπερήφανη που έχω κάνει, και η Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Ροΐδη που έκανε ο Μιχάλης Μητρούσης και παίχτηκε για δύο χρόνια. Μπορεί η σχέση μας με τον Μιχάλη να διαρρήχθηκε –η καθημερινότητα, οι ευθύνες και. μη γελιόμαστε. οι ανταγωνισμοί δεν βοηθούν τις σχέσεις–, ωστόσο έχουμε μια κόρη που προσπάθησα και της έδωσα όλα τα εφόδια ώστε να είναι ανήσυχη, με πολλά ενδιαφέροντα, ελεύθερη και ανεξάρτητη. Πάει καλά και δεν ανησυχώ – νομίζω ότι δεν βοηθά να ανησυχούμε πολύ για τα παιδιά μας.
• Στο θέατρο έκανα παύσεις, κάποιες φορές αναγκαστικές. Υπήρχαν προβλήματα οικογενειακά που έπρεπε να βάλω φόρμα εργασίας για να τα ξεμπλέξω. Δεν έχω ερμηνεύσει όσους ρόλους, θεωρητικά τουλάχιστον, μου αναλογούσαν κι αυτό είναι αποκλειστικά δική μου ευθύνη, κατόρθωσα όμως να αποκτήσω καλή φήμη ως ηθοποιός και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα. Πάντα ήθελα να δουλεύω ακόμα και σε πράγματα πιο μικρά και ενδιαφέροντα και το κατάφερα αυτό με τον Κωνσταντίνο Χατζή όταν κάναμε τον Γλάρο, όπου είχα τη χαρά να ερμηνεύσω έναν ρόλο που αγαπώ πολύ, την Αρκάντινα. Εκεί με είδε ο Γιάννης Μόσχος και με κάλεσε στο Εθνικό.
• Δίδαξα για χρόνια σε δραματικές σχολές. Στις περισσότερες τα παιδιά πληρώνουν πολύ ακριβά αυτές τις σπουδές, μια δραματική την ενδιαφέρει να έχει παιδιά που πληρώνουν. Αυτό που αναζητά ένα παιδί σε μια δραματική σχολή είναι πολύ διαφορετικό, κανένα δεν σκέφτεται και δεν ονειρεύεται το ίδιο με ένα άλλο. Εξαρτάται πάντα και κυρίως από τον δάσκαλο, τη διαθεσιμότητά του, το δόσιμο, αν μπορεί να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση και την αγάπη για την τέχνη του. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις σπουδές, παντού. Λένε ότι το θέατρο είναι η τέλεια ψυχοθεραπεία. Διαφωνώ εντελώς γιατί αυτή η ιδέα οδηγεί πάρα πολλά νέα παιδιά –το λέω και ως μητέρα– στο θέατρο με στόχο να αντιμετωπίσουν τα ψυχικά τους προβλήματα· δεν είναι καλό και δεν έχει καμία σχέση με την τέχνη. Αντιθέτως, καταλαβαίνω να θέλεις να περάσεις από μια σχολή για την εμπειρία, για να σου δώσει άλλα πράγματα και ας μη γίνεις ηθοποιός. Είναι πολύ θεμιτό και πολύ ενδιαφέρον ώστε να αποκτήσεις μια πιο ολοκληρωμένη κουλτούρα, να βρεθείς πιο κοντά στην τέχνη αν σε ιντριγκάρει η ιδέα της και το επιθυμείς. Όμως αυτό δεν έχει σχέση με το επάγγελμα, την ανεργία, τις ματαιώσεις και τους μικρούς θριάμβους που αποκομίζεις σαν επαγγελματίας. Όσο για το ταλέντο, πάντα έλεγα στους μαθητές μου ότι το μεγαλύτερο ταλέντο που πέταξε ο Θεός στη γη ήταν η Μαρία Κάλλας, και δούλευε είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο.
• Όλα διδάσκονται εκτός από ένα: το εκτόπισμα που έχεις όταν ανεβαίνεις πάνω στη σκηνή. Υπάρχουν ηθοποιοί που θέλεις να τους βλέπεις ό,τι και να κάνουν πάνω στη σκηνή, είναι θείο δώρο. Και ο ηθοποιός πρέπει να κανονίζει, όταν είναι πάνω στη σκηνή, να είναι γοητευτικός και ερωτεύσιμος. Πρέπει να αποκτήσεις μεγάλη εμπιστοσύνη σε αυτό που είσαι, να μην ντραπείς να το δείξεις με όλα τα αρνητικά σου, τα συμπλέγματα, τις ανασφάλειες. Να πεις «είμαι αυτό» και να το καταθέσεις, να είσαι άνθρωπος με ουσία και αυτό να δώσεις. Αν με ρωτάς κιόλας από αυτό πάσχουμε, από την κατάθεση της προσωπικότητας μέσα στην ερμηνεία. Συμβαίνει κάτι ψυχρό, τα λες και δεν φεύγουν τα λόγια να ακουμπήσουν τον άλλο. Το θέατρο είναι δούναι και λαβείν, δεν μπορεί να καμωνόμαστε ότι παίζουμε. Και αυτό που παίζω, η συγκίνηση που νιώθω εκείνη τη στιγμή πρέπει να μεταφέρεται σαν αίσθημα καθολικό, όχι για να με δουν να κλαίω και να δείξω ευαισθησία, πρέπει να αισθανθούν και οι θεατές. Και είμαι βέβαιη ότι το καταλαβαίνουν πολύ καλά, ακόμα και αν δεν μπορούν να το βάλουν σε λέξεις, μυρίζονται και την αλήθεια και το ψέμα, και στο δράμα και στην κωμωδία.
• Η δουλειά για την οποία προετοιμάζομαι είναι το Πού οφείλεται τόση όρεξη για ζωή, το νέο έργο του Γιάννη Μαυριτσάκη που υπογράφει και τη σκηνοθεσία του στο Εθνικό Θέατρο. Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό Έλληνα θεατρικό συγγραφέα.
• Πιστεύω πολύ στα ελληνικά έργα. Είναι η γλώσσα μας, η ιστορία μας, η χώρα μας. Θέλεις να πεις κάτι μέσα από την εθνικότητά σου, την πόλη σου, τα προβλήματα που αντιμετωπίζεις ως πολίτης αυτής της χώρας και πολίτης του κόσμου. Δε είναι τυχαίο ότι ο Κουν ανέβαζε όλα τα ελληνικά έργα, άλλα καλύτερα, άλλα χειρότερα· έδινε ένα σοβαρό βήμα στην ελληνική δημιουργία.
• Με τον Γιάννη μένουμε κοντά. Τον αγαπούσα και τον εκτιμούσα πάντα, έχω διαβάσει όλα του τα έργα και τα θεωρώ σπουδαία. Έγραψε αυτό το έργο για τους τρεις ηθοποιούς που παίζουμε, την Οδύσσεια Μπουγά, τον Μιλτιάδη Φιορέντζη κι εμένα, κάτι που θεωρώ φοβερά τιμητικό. Όταν διάβασα το έργο τού είπα «έρχεται κατευθείαν από το μέλλον», δεν έχω ξαναδιαβάσει κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Υποδύομαι την κεντρική ηρωίδα, μια γυναίκα ακόρεστη, που θέλει να ζήσει για πάντα. Σιχαίνεται τον θάνατο και δεν τον καταλαβαίνει, λέει ότι «είναι η πιο σκληρή και άδικη μοναρχία, κανενός είδους δικαιοσύνη δεν περιέχει αυτήν τη τιμωρία». Διαβάζει αλχημιστές, ανοίγει βιβλία, αναζητά τον τρόπο να ζήσει για πάντα, τον τρόπο να το πετύχει αυτό και ως θεατής και ως δημιουργός των γεγονότων.
• Μιλώντας για τη δική μου σχέση με τον χρόνο, με στενοχωρεί το πέρασμά του, δεν μου αρέσει καθόλου να μεγαλώνω, αλλά είμαι υποχρεωμένη να το δεχτώ και να το υποστώ. Ο καθένας δίνει τη μάχη του με τον χρόνο με τον δικό του τρόπο. Εμένα δεν μου αρέσει να δαιμονοποιώ τον τρόπο, είναι του καθενός η επιλογή πώς θα φαίνεται πιο νέος, πώς θα συμφιλιωθεί με αυτόν, πώς θα του αρέσει πιο πολύ ο εαυτός του, πώς θα του δίνει χαρά και δύναμη να συνεχίσει τη ζωή του. Η εποχή μας αποθεώνει τη νεότητα, την αψεγάδιαστη ομορφιά, δεν ανέχεται το λάθος και ο ηλικιακός ρατσισμός είναι διάχυτος γύρω μας. Εμένα μου αρέσει, επειδή γυμνάζομαι κιόλας, να βλέπω τον εαυτό μου να μην έχει παραιτηθεί, παρατείνω τη διάθεσή μου για ζωή, είναι σαν να μπορώ να κάνω τα πάντα. Επειδή τα χρόνια περνάνε και χάνουμε πολλούς ανθρώπους γύρω μας και μας συντρίβει η απώλεια, το να φροντίζεις τον εαυτό σου σού δίνει και μια ψευδαίσθηση ρώμης και νεότητας.
• Στο κυνήγι της νεότητας και της ομορφιάς με ενοχλεί πολύ η ομοιομορφία. Αν θέλει να κάνει κάποιος πλαστική και να μοιάζει με αλεπού, το δέχομαι, έχει μια μοναδικότητα. Όταν όλες οι γυναίκες γίνονται ίδιες, ίδια χείλη, ίδιες μύτες, ίδια βλέφαρα, δεν είναι ωραίο, χάνεται η προσωπικότητα, η αυθεντικότητα. Ξέρεις τι με ενδιαφέρει τελικά; Να ξυπνάω και να ξεκινάω τη μέρα θέλοντας όχι να είμαι απλώς επαρκής, ή νέα, ή όμορφη, αλλά να μπορώ να δώσω το καλύτερο. Αυτό με κινητοποιεί, με πυροδοτεί και με εμπνέει.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Πού οφείλεται τόση όρεξη για ζωή» εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.