Σε τούτο το απομονωμένο νησί της Σκανδιναβίας, σ’ έναν πέτρινο πύργο που κάποτε ήταν φυλακή, ζει το πιο δυστυχισμένο ζευγάρι του κόσμου. Κάθε μέρα σκέφτονται να χωρίσουν, αλλά ποτέ δεν το πραγματοποιούν. Είκοσι πέντε χρόνια γαμήλιας συμβίωσης, είκοσι πέντε χρόνια αηδίας.
Φαγητό δεν υπάρχει, ο λογαριασμός του χασάπη μονίμως απλήρωτος. Κανένας δεν έρχεται να τους δει, μα ούτε κι εκείνοι επισκέπτονται άλλα σπίτια. Παίζουν χαρτιά, στέλνουν τηλεγραφήματα, καταθέτουν αγωγές διαζυγίου, βρίζουν την υπηρέτρια και μετά της ζητούν συγγνώμη.
Ένας λοχαγός που δεν κατάφερε να γίνει ταγματάρχης, μια ηθοποιός που παράτησε τη σκηνή για να τον παντρευτεί. Από τα τέσσερα παιδιά τους επέζησαν μονάχα τα δύο.
«Τι κάνετε σ’ αυτό το σπίτι; Τι συμβαίνει εδώ μέσα;» ρωτά απαυδισμένος ο Κουρτ, ο μοναδικός φίλος που είχαν ποτέ και που τώρα εμφανίζεται ξαφνικά στο κατώφλι τους. «Οι τοίχοι μυρίζουν δηλητήριο – υπάρχει τόσο μίσος που δεν μπορείς να πάρεις ανάσα!».
Ο έγγαμος βίος δεν είναι απλώς μια αδιέξοδη, παρανοϊκή κατάσταση που οδηγεί τους συζύγους στις πιο ακραίες συμπεριφορές∙ ανάγεται σε μια ευρύτερη αλληγορία για την ανθρώπινη κατάσταση ως σύμπτυξη ασθένειας και ελπίδας, θάμπους και σκότους, αναλγησίας και πάθους, γελοιότητας και μαγείας, ποταπότητας και αναλαμπής.
Ο Έντγκαρ πέφτει σε νάρκη, η Άλις χοροπηδά. «Δόξα τω θεώ, πέθανε!» αναφωνεί. Ο ασθενής, όμως, συνέρχεται και η παράσταση του γάμου τους αρχίζει πάλι από την αρχή.
Εγκλεισμός, ανία, βία, σουρεαλισμός: στον Χορό του θανάτου (το έργο του Στρίντμπεργκ από το οποίο αντλεί την ιδέα, τους χαρακτήρες και ένα μέρος του διαλόγου η Λένα Κιτσοπούλου) ο έγγαμος βίος δεν είναι απλώς μια αδιέξοδη, παρανοϊκή κατάσταση που οδηγεί τους συζύγους στις πιο ακραίες συμπεριφορές∙ ανάγεται σε μια ευρύτερη αλληγορία για την ανθρώπινη κατάσταση ως σύμπτυξη ασθένειας και ελπίδας, θάμπους και σκότους, αναλγησίας και πάθους, γελοιότητας και μαγείας, ποταπότητας και αναλαμπής. Το ανόητο συνυπάρχει με το βλοσυρό, το σοβαρό με το ασήμαντο, η πιο βαρύγδουπη δήλωση –μια αναγγελία υπαρξιακής παραίτησης– δίνει τη θέση της στο πιο φαιδρό μέλημα – ένα κουτσομπολιό από τα παλιά ή μια πράξη ασυνέπειας απέναντι στις οικιακές υποχρεώσεις. Δράμα ή παρωδία; Τραγικωμική επανάληψη: δίχως λύτρωση, δίχως δικαίωση, δίχως αναπαμό. Ένα παιχνίδι με επιδέξιους παίκτες, αποφασισμένους ν’ αλλάζουν συνεχώς πίστες και περούκες αλλά ποτέ ρόλους.
Με αυτή την ένδοξη αφετηρία η Λένα Κιτσοπούλου στήνει το δικό της γοητευτικό σύμπαν. Ως συνήθως, από τη σκηνή απουσιάζει κάθε προσχηματισμένη λογική τάξη. Κάθε σχέση αιτίου και αιτιατού διαλύεται ή αναιρείται∙ κανένα βήμα δεν ακολουθεί το προηγούμενο∙ ποτέ δεν γνωρίζουμε αν αυτό που λέγεται θα προκαλέσει αγανάκτηση, αδιαφορία, εμπαιγμό ή ενθουσιασμό. Μια συζήτηση για συσσωρευόμενα χρέη και απλήρωτους λογαριασμούς διακόπτεται από έναν γλυκόπικρο λυρικό στοχασμό πάνω στα απόκρυφα του Έντγκαρ, τα κάποτε αξιολάτρευτα και ευωδιαστά, αλλά τώρα «ασπόνδυλα» και «καραφλά», με ποντικίσια μυρωδιά.
Καταπιεσμένες αναμνήσεις ξεπηδούν, γιατί η Γκούντρουν, «γκου-ντρουν-ντρουν», έγινε σταρ και όχι εγώ, φταίει το μούντρωμα, το μάντρωμα, το μουντρούμιασμα, είμαστε μονόχνοτοι, μουντρούχες, μουντρίχες, η σκόνη έχει πνίξει τα πάντα, η υπηρέτρια απειλεί να εξαφανιστεί, ας της βάψουμε λίγο το μαλλί, αποτυγχάνει, όμως, η βαφή και η κόμη της γίνεται πρασινωπή. Τι βαρεμάρα είναι αυτή!
Taedium vitae. Όλες οι πόζες έχουν υιοθετηθεί, όλα τα «μετά» έχουν εξαντληθεί, ακόμα και η παρωδία φαντάζει λειψή. Η προφητεία του Μπέκετ βγήκε αληθινή: «Nothing to be done». Τίποτα. «Ξεκίνησα ευτυχισμένος, γιατί ξαφνικά είμαι δυστυχισμένος;» αναρωτιέται ο Έντγκαρ. Ούτε νοσταλγία ακριβώς, ούτε απελπισία. Λεξιλαγνεία, σπερματική καταρροή: «κάνω τις ροές να κυλήσουν χωρίς να ξέρω αν θα με πάνε αλλού ή αν θα στραφούν κατά πάνω μου»¹. Τρελά σωματίδια, μελωδικές στριγκλιές. Να κλαις χωρίς να έχεις τρυπηθεί, να σέρνεσαι χωρίς να έχεις λερωθεί.
Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από την κουρτίνα. Τι να αντιτάξει κανείς απέναντι στην κενολογία, τη ματαιολογία, την περιττολογία; «Το παλτό είναι σημαντικό / Μα να ’ναι ακριβό/ Όχι από τα Zara / Από τη Max Mara!» τραγουδά εμφατικά η Άλις. Συνδέσεις εξωφρενικές, άλματα στο πουθενά, όσο το δυνατό πιο μακριά από το επιβεβλημένο, το ενδεδειγμένο, το «κομψό» (με εξαίρεση το παλτό).
Δεν ακολουθούμε το νόημα αλλά τον ήχο του σημαίνοντος – κι όπου μας βγάλει. Η Νία-Ερινύα με τα πρασινωπά μαλλιά ουρλιάζει σαν λύκος και χορεύει μπαλετικά ακούγοντας την «Πανσέληνο» της Αλεξίου. Η Κιτσοπούλου δεν φοβάται τη μετάλλαξη των υφών, των διαθέσεων, των προθέσεων. Δεν γνωρίζει ούτε η ίδια πού ακριβώς πηγαίνει, αλλά σίγουρα απολαμβάνει τη διαδρομή: κάθε λέξη, κάθε φράση, κάθε χειρονομία την παρασύρει στην επόμενη∙ έτσι, χωρίς σχέδιο, χάνεται στις κακοτοπιές του δάσους, ξεριζώνοντας μανιτάρια, μια φιλήδονη και αποχαλινωμένη Κοκκινοσκουφίτσα.
Αγαπά τις λακκούβες, τα ασύνδετα σχήματα, τα παράξενα σεξουαλικά αστεία, τα παλαβά καμώματα, τις shocking περιγραφές, την επανάληψη, την ανοησία, την παρενδυσία, την αθυροστομία, το γίγνεσθαι-τρελός, το γίγνεσθαι-αταξινόμητος. Ο κοινός νους και η ορθή κρίση είναι οι ορκισμένοι εχθροί της, το υπερβολικό, το μονίμως ανεπαρκές και ανικανοποίητο, οι φίλοι της. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρει –κι ίσως δεν θέλει να μάθει– πότε να σταματάει: της είναι σχεδόν αδύνατο να βάλει φρένο.
Παγιδεύεται στις προσωπικές εμμονές της (ξανά, για εκατοστή φορά, υποστήκαμε το έμμεσο κήρυγμα υπέρ του αναφαίρετου δικαιώματος να χρησιμοποιούμε τη λέξη «πούστης»), σατιρίζει –με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα– τη ρητορική του δικαιωματισμού και των ταυτοτήτων, αλλά προπαντός ηδονίζεται να οδηγεί τα πράγματα στο απόλυτο ξεχείλωμα, στο απόλυτο χάος (εκεί όπου παραμένουν για το τελευταίο περίπου μισάωρο της παράστασης). Σε κάθε περίπτωση, ένα μοιάζει σίγουρο: η απάρνηση του ψεύτικου βάθους κινεί και πυρπολεί τον λόγο της, προσφέροντας στον θεατή μια σπάνια, πολύτιμη αίσθηση παρανοϊκής, αλλοπρόσαλλης και απενοχοποιημένης αποδέσμευσης απ’ όλα τα ασφυκτικά σχήματα που ορίζουν καθημερινά το μέτρο της υποταγής μας.
Εξαιρετικοί οι τέσσερις ηθοποιοί της παράστασης, συνθέτουν ένα ιδανικό σύνολο. Επιτυγχάνοντας αβίαστες επιταχύνσεις, αστραπιαίες μεταπτώσεις, καθώς και ένα ιδιαίτερο στυλ μπλαζέ αποστασιοποίησης, η Ευδοκία Ρουμελιώτη αποκαλύπτει μεγαλειωδώς την απαστράπτουσα κωμική φλέβα της. Υπέρμετρα απολαυστικός, επίσης, ο Χρήστος Μαλάκης ως μονίμως σκανδαλισμένος και σκανδαλώδης Κουρτ. Η «δαιμονική» περφόρμανς της Μαρίας Μοσχούρη ως Τζένη-Ερινύα συνδυάζει μοναδικά το τρομακτικό με το αστείο, ενώ ο Χρήστος Σαπουντζής, απόλυτος κάτοχος του μέτρου και του ρυθμού του, προσφέρει μια πιο «μαλακή», γήινη νότα, τόσο απαραίτητη για την ανάδειξη και το δέσιμο τόσων ξέφρενων αποχρώσεων.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Η Ορέστεια του Στρίντμπεργκ» εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.