Η ιδέα που κινεί το UrbanDig Project-Ανασκαφή Φαντασμάτων Πολιτισμού στη Σύγχρονη Πόλη της ομάδας «Όχι παίζουμε» είναι σαφώς ενδιαφέρουσα: «ανακαλύπτει» σημεία της πόλης με εν πολλοίς άγνωστη ιστορία και τα παραδίδει εκ νέου στο κοινό μέσω επιτόπιων παραστάσεων/δράσεων. Η πρώτη παράσταση του Γιώργου Σαχίνη και του Χρήστου Κανελλόπουλου, που έδειξε ότι ένας χώρος με ιστορία μπορεί να γίνει ο ίδιος «πρωταγωνιστής» μοναδικής γοητείας μιας θεατρικής πράξης, ήταν το Καρδιά με Κόκαλα (2006) στην αυλή του ερειπωμένης οικίας του αυτόχειρα ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στα Εξάρχεια. Στη συνέχεια, το ενδιαφέρον της ομάδας για το in situ θέατρο ατόνησε. Επανήλθε πέρσι, μετά την απόσχιση από την ομάδα του εικαστικού Γιάννη Σκουρλέτη και του μουσικού Κώστα Δαλακούρα (που έφτιαξαν την ομάδα Βijoux de Kant), με την παράσταση Ελπίς στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (Ακαδημίας 50), όπου από το 1842 έως το 1971 λειτούργησε το πρώτο γενικό νοσοκομείο της Αθήνας, το Δημοτικό Γενικό Νοσοκομείο «Ελπίς».
Αναγραμματισμός της λέξης Ελπίς είναι η λέξη Λεπίς, τίτλος της νέας site-specific παράστασης του Γιώργου Σαχίνη και της Ειρήνης Αλεξίου. Ο υπό ανακάλυψιν χώρος είναι αυτήν τη φορά το Δημοτικό Βρεφοκομείο της Αθήνας, το όμορφο κτίριο στην πλατεία Κουμουνδούρου (Πειραιώς 51) που στέγασε το ίδρυμα για τα έκθετα βρέφη από το 1874 έως τη δεκαετία του 1970. Η ιστορία του ιδρύματος, που για δεκαετίες συνδέθηκε και με την πρώτη παιδιατρική κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι συγκλονιστική και πολυεπίπεδη. Αφορά τα πρώτα βήματα του νέου ελληνικού κράτους προς ένα κράτος πρόνοιας που μεριμνά για τους άπορους και ασθενείς, την ιστορία δηλαδή της μετά χιλίων εμποδίων, προβλημάτων, διαλειμμάτων, αστικής προόδου εν Ελλάδι.
Το κτιριακό ίχνος, επιπλέον, εμπεριέχει τη συγκινησιακή υπεραξία από τα αυθεντικά δράματα γονέων και παιδιών, όπως αυτά αποκαλύπτονται στην καταγεγραμμένη ιστορία του: ξέρουμε, ας πούμε, για γυναίκες που έφερναν στον κόσμο παιδιά (που εγκατέλειπαν) για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην ως τροφοί σε εύπορες οικογένειες ή για άλλες που εγκατέλειπαν τα παιδιά τους και παρουσιαζόντουσαν εν συνεχεία ως θηλάστριες, ώστε και το παιδί τους να φροντίζουν και να πληρώνονται.
Η πρωτοτυπία του UrbanDig Project είναι αυτή: η περφόρμανς γίνεται μοχλός για να γνωρίσουμε, μέσα από την ιστορία του κτιρίου, την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του. Όχι χωρίς οφέλη για την ποιότητα της παραστατικής πράξης, αφού κανένα θέατρο δεν μπορεί να προσφέρει τη συγκινησιακή ενέργεια που ένα κτίριο, όπως το Βρεφοκομείο, μεταγγίζει στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Αυτά στη θεωρία. Στην πράξη, όμως, τι διαπιστώνει κανείς; Αυτό το μοναδικό κτίριο, το Βρεφοκομείο Αθηνών, που σε οποιαδήποτε σοβαρή ευρωπαϊκή πρωτεύουσα θα είχε γίνει θεματικό μουσείο της βρεφικής και παιδικής ηλικίας, στην Αθήνα έγινε δημοτική πινακοθήκη. Που σημαίνει ότι απογυμνώθηκε απ’ ό,τι περιείχε και ως άδειο κέλυφος υποδέχτηκε τους πίνακες της συλλογής του Δήμου το 1982 - μέχρι την περσινή μεταφορά της στο ανακαινισμένο κτίριο του Χάνσεν, στο Μεταξουργείο.
Ως άδειο κέλυφος το κτίριο δεν πρόσφερε την καταλυτική ατμόσφαιρα κι ενέργεια που μπορεί να προσφέρει ένας τόσο ιδιαίτερος, μη-θεατρικός χώρος στο θεατρικό γεγονός και η περφόρμανς Λεπίς δεν λειτούργησε ως ζωντανή απόδειξη της αλληλεπίδρασης του ιστορικού και του «πραγματικού» παράγοντα στο καλλιτεχνικό έργο. Η περιδιάβαση στο κτίριο δεν «μιλούσε» - το έλλειμμα συγκινησιακής φόρτισης η σκηνοθεσία προσπάθησε να το καλύψει με τις ηχογραφημένες παιδικές φωνούλες που ακούγονταν σαν ηχητικά φαντάσματα στα άδεια δωμάτια.
Ούτε και οι αποκομμένες φράσεις από το Σα θα γίνουμε άνθρωποι (1924) του Πέτρου Πικρού (μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας της Αριστεράς και της λογοτεχνικής γενιάς του ’30, που θέλησε ν’ αποτυπώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τη ζωή των λούμπεν, υιοθετώντας μια γλώσσα κι ένα συντακτικό που ν’ αντανακλά τη βία και την εξαθλίωση της ζωής των ηρώων του) βοήθησαν πολύ. Πειραγμένα λαϊκά τραγούδια της εποχής και πρωτότυπη μουσική που έγραψαν οι Imam Baildi συνθέτουν το ηχητικό σενάριο μιας δράσης στην οποία ένας άνδρας, το έκθετο που μεγάλωσε, αναζητεί την απούσα μάνα του σε περιοχές της φαντασίας. Εικόνες κοριτσιών και γυναικών ζωντανεύουν (θολές, παραμορφωμένες, κινητικά δύσμορφες, με αυτοκτονικές συμπεριφορές) για να καλύψουν τα κενά της μνήμης. Η μητέρα ταυτίζεται με μια «ξεπατωμένη ρομβία» κι η ηθοποιός οπτικοποιεί τη μεταφορά, «φορώντας» το κουτί της ξαχαρβαλωμένης λατέρνας.
Εδώ εντοπίζω τη βασική μου αντίρρηση στο «θέατρο» που κάνει ο Γιώργος Σαχίνης: αισθητικοποιεί ό,τι επιλέγει κάθε φορά ως θέμα του. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το καθαυτό γεγονός (το δράμα του Λαπαθιώτη ή του παιδιού που εγκαταλείφθηκε στη βρεφοδόχο) παρά μόνο μέσα από την «ευγενή» καλλιτεχνική διαμεσολάβηση, ωραιοποιημένα δηλαδή. Αλλά ο πόνος, η ήττα, δεν εικονογραφούνται. Η «πραγματική» παρουσία τεσσάρων αστέγων σ’ ένα απάγκιο σημείο του Βρεφοκομείου έπρεπε, νομίζω, να είναι ο οδηγός στη δουλειά του. Αλλιώς, ό,τι προσπαθεί, βουλιάζει στο ψέμα αυτού που παριστάνει το αληθινό.
σχόλια