Τον φετινό Οκτώβριο συμπληρώθηκαν ογδόντα χρόνια από την πρώτη «Μαντάμα Μπαττερφλάι», την ιστορική πρώτη παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με την οποία συστήθηκε στο αθηναϊκό κοινό, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Ήταν 25 Οκτωβρίου 1940, τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, και ο συμβολισμός της επιλογής του αριστουργηματικού έργου του Τζάκομο Πουτσίνι είναι προφανής, γιατί οι συνθήκες στις εποχές που ζούμε, και ιδιαίτερα για τον πολιτισμό, είναι αντίξοες, όπως και τότε.
Η νέα «Μαντάμα Μπαττερφλάι» ήταν μια πολυαναμενόμενη παράσταση που όλοι οι φίλοι της όπερας περίμεναν με αγωνία, κυρίως λόγω της πρωταγωνίστριάς της, της Ερμονέλα Γιάχο. Η διάσημη Αλβανίδα σοπράνο, η «καλύτερη Μπαττερφλάι εδώ και χρόνια», σύμφωνα με τον «Independent», που έκανε την παρθενική της εμφάνιση στη σκηνή της Λυρικής με έναν από τους πιο αγαπημένους ρόλους στο οπερατικό ρεπερτόριο, επιβεβαίωσε με το παραπάνω τις προσδοκίες και ενθουσίασε τους λίγους τυχερούς που πρόλαβαν να την απολαύσουν.
Δυστυχώς, το νέο lockdown δεν επέτρεψε να πραγματοποιηθούν όλες οι παραστάσεις που είχαν προγραμματιστεί, αλλά η εξαιρετική βραδιά που ζήσαμε ζωντανά στην Κεντρική Σκηνή της Λυρικής μαγνητοσκοπήθηκε και μεταδίδεται από το GNO TV με όλη τη μεγαλοπρέπεια που της αξίζει.
Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στο Ναγκασάκι στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά στην παράσταση που σκηνοθετεί ο διάσημος Αργεντινός Ούγκο ντε Άνα, ο οποίος υπογράφει και τα σκηνικά και το κοστούμια, η ιστορία τοποθετείται στη δεκαετία του '50, για να κάνει ακόμα πιο δραματική την αντίθεση του παλιού με τον νέο κόσμο, της ανατολικής με τη δυτική κουλτούρα.
Η digital εκδοχή, χάρη στη ειδική κινηματογραφική σκηνοθεσία με ένα σύστημα αποτελούμενο από οκτώ κάμερες, είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή και ζωντανεύει την τραγική ιστορία της 15χρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν και τον μοιραίο έρωτά της για τον Αμερικανό υποπλοίαρχο του Ναυτικού των ΗΠΑ Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίκερτον. Αφού την πείθει να τον παντρευτεί, την εγκαταλείπει, επιστρέφοντας στην πατρίδα του, και για τρία χρόνια δεν δίνει κανένα σημείο ζωής.
Η μικρή Μαντάμα Μπαττερφλάι μαραζώνει, περιμένοντάς τον να επιστρέψει. Στο μεταξύ, αποξενωμένη απ' όλους τους δικούς της ανθρώπους και με μόνη συμπαραστάτρια την πιστή Σουζούκι, την υπηρέτριά της, μεγαλώνει το παιδί του, την ύπαρξη του οποίου εκείνος αγνοεί.
Μετά την τρίχρονη απουσία, ο αξιωματικός επιστρέφει, παντρεμένος όμως με Αμερικανίδα, και όταν μαθαίνει ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπατερφλάι, της ζητάει να του δώσει το παιδί. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί μονάχα στον ίδιο τον Πίκερτον, αλλά στη συνέχεια, πληγωμένη από την προδοσία του, βάζει τέλος στη ζωή της.
Η «γιαπωνέζικη τραγωδία», όπως χαρακτηρίστηκε η «Μαντάμα Μπαττερφλάι», στηρίζεται στο ποιητικό κείμενο των Τζουζέπε Τζακόβα και Λουίτζι Ίλικα, εμπνευσμένο από το ομότιτλο μονόπρακτο θεατρικό έργο του Αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, με στοιχεία από το σύντομο διήγημα του Τζον Λούθερ Λονγκ και το μυθιστόρημα «Μαντάμ Κριζαντέμ» του Γάλλου Πιερ Λοτί. Πρωτοπαρουσιάστηκε ως δίπρακτη όπερα στη Σκάλα του Μιλάνου στις 14 Φεβρουαρίου του 1904.
Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στο Ναγκασάκι στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά στην παράσταση που σκηνοθετεί ο διάσημος Αργεντινός Ούγκο ντε Άνα, ο οποίος υπογράφει και τα σκηνικά και το κοστούμια, η ιστορία τοποθετείται στη δεκαετία του '50, για να κάνει ακόμα πιο δραματική την αντίθεση του παλιού με τον νέο κόσμο, της ανατολικής με τη δυτική κουλτούρα.
Οι βιντεοπροβολές που ο Σέρτζιο Μετάλι έχει επιλέξει να συνοδεύουν τη δράση και τις ψυχικές μεταπτώσεις της τραγικής ηρωίδας είναι φαντασμαγορικές και ιδιαίτερα ταιριαστές στην κινηματογραφική εκδοχή, ενώ τα γκρο πλαν στο πρόσωπο και στις εκφράσεις των ματιών της επιτείνουν τη σπαρακτική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας.
Η Γιάχο, με ασφαλείς τις υψηλές νότες, τραγουδάει με έναν δικό της τρόπο τις πασίγνωστες, υπέροχες άριες, ερμηνεύοντας με εξαιρετική λυρικότητα: εύθραυστη και ευαίσθητη στην πρώτη πράξη, ως νεαρή ερωτευμένη, που ο Πίκερτον εκμεταλλεύεται τα αθώα συναισθήματα της νιότης της, απεγνωσμένη και χειμαρρώδης στη συνέχεια, όταν περιμένει καρτερικά το πλοίο του αγαπημένου της να μπει στο λιμάνι, σαρωτική και σπαρακτική όταν ανακαλύπτει ότι την έχει προδώσει, αναζητώντας έναν νέο έρωτα. Ερμηνεύει τις άριες «Un bel di vedremo» και «Che tua madre dovra» με μοναδική ευαισθησία.
Στην έναρξη εμφανίζεται ως μια ερμηνεύτρια χαμηλών τόνων με εκπληκτικά πιανίσιμι και λείο, μαλακό λεγκάτο, και στη συνέχεια αποδεικνύει γιατί είναι μία από τις μεγαλύτερες ερμηνεύτριες του βερισμού στον χώρο της όπερας σήμερα.
Δίπλα της στέκεται ισάξια ο τενόρος Τζανλούκα Τερανόβα στον ρόλο του Πίνκερτον, που εισβάλλει στον κόσμο της και τον διαλύει.
Το σημαντικό με τη «Μαντάμα Μπαττερφλάι» του Ούγκο ντε Άνα είναι ότι το οπτικό μέρος είναι το ίδιο συναρπαστικό με το ακουστικό. Η τεχνολογία και τα οπτικοακουστικά μέσα υπηρετούν τη μουσική και την πλοκή, ενώ αποτυπώνονται πιστά στην digital εκδοχή που προσφέρει η ΕΛΣ. Οι φωτισμοί του Βαλέριο Αλφιέρι αναδεικνύουν τα κοστούμια του Ούγκο ντε Άνα, τα οποία έχουν ξεκάθαρες αναφορές στη γιαπωνέζικη κουλτούρα. Τα πάντα, από τα λιτά σκηνικά μέχρι τα εξαιρετικής αισθητικής πολυτελή κοστούμια, υπηρετούν την ασιατική παράδοση, με τη γιαπωνέζικη αρχιτεκτονική και την αυστηρότητα να κυριαρχούν.
Η ορχήστρα της Λυρικής, υπό την καθοδήγηση του Λουκά Καρυτινού, κατάφερε να αποδώσει όλο τον λυρισμό του Πουτσίνι, τονίζοντας τις δραματικές εξάρσεις και συνοδεύοντας ιδανικά τους εξαίρετους ερμηνευτές. Η μεσόφωνος Χρυσάνθη Σπιτάδη στον ρόλο της Σουζούκι, υπηρέτριας της Τσο-Τσο-Σαν, ήταν εξαιρετική, όπως και ο Σάρπλες του βαρύτονου Διονύση Σούρμπη.
Η συγκεκριμένη«Μαντάμα Μπαττερφλάι» είναι μία από τις καλύτερες παραστάσεις που μας έχει προσφέρει η ΕΛΣ τα τελευταία χρόνια, σίγουρα μια πολύ ευτυχής στιγμή για την όπερα του Πουτσίνι.
Από τις 25 Νοεμβρίου η «Μαντάμα Μπαττερφλάι» του Τζάκομο Πουτσίνι είναι διαθέσιμη στη νέα ψηφιακή πλατφόρμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, GNO TV, για διαδικτυακή προβολή.
Για να παρακολουθήσει κανείς την παράσταση πρέπει να εισαγάγει στη διεύθυνση www.nationalopera.gr/gnotv (στο πεδίο «Κωδικός Εισιτηρίου») τον κωδικό που θα του δοθεί αγοράζοντας το e-ticket.
Η τιμή εισιτηρίου είναι 10 ευρώ και μπορεί να την παρακολουθήσει στον υπολογιστή, στο iΡad, στην τηλεόραση ή ακόμα και στο κινητό τηλέφωνο.
σχόλια