«Ένα βράδυ μιλούσα σε μια αυλή για το Λιοντάρι της Νεμέας, το οποίο ο Ηρακλής έκανε έναν χρόνο να εντοπίσει – στον πρώτο του άθλο. Είχα φτάσει στο σημείο που ο ήρωας, απογοητευμένος από την αναζήτηση, παρακαλούσε "Θεέ μου, κάνε το τρομερό λιοντάρι να εμφανιστεί", όταν από το πουθενά κατέφθασε μια αδέσποτη και εξαθλιωμένη γατούλα. Στάθηκε μπροστά μου και το κοινό έσκασε στα γέλια».
Η Μάγδα Κοσσίδα είναι αφηγήτρια με περγαμηνές, μέλος της ομάδας Fahrenheit 451 και συνεργάτις του περίφημου Bruno de La Salle, πρωτεργάτη της αναβίωσης της αφηγηματικής τέχνης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ιδρυτή του CLiO (Κέντρο Προφορικής Λογοτεχνίας της Γαλλίας). Η ίδια σπούδασε Παιδαγωγικά στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, ασχολήθηκε με την ψυχοπαιδαγωγική εφαρμογή των παραμυθιών, εργάστηκε ως καθηγήτρια στη Σχολή Νηπιαγωγών και Βρεφονηπιοκόμων του Στρασβούργου και αφού μαθήτευσε και θήτευσε κοντά στον De La Salle, ασχολήθηκε με την αφηγηματική τέχνη στη Γαλλία, όπου ζει κι εργάζεται εδώ και 30 χρόνια. Τι άλλο; Α, ναι! Εκνευρίζεται όταν την κατατάσσουν στους «παραμυθάδες». Σπεύδει να διευκρινίσει ότι η αφηγηματική τέχνη είναι μια «πολιτική πράξη» και ότι το «υλικό» της δεν είναι παραμύθια αλλά (αρχετυπικοί) μύθοι, έπη, όπως και κάθε σπουδαίο κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και λογοτεχνικής παράδοσης που αξίζει να διασωθεί και να μεταδοθεί στο ευρύ κοινό. Και, βέβαια, εξυπακούεται ότι έχει να θυμηθεί και πολλά άλλα περιστατικά, εκτός από αυτό με τη «Γάτα της Νεμέας».
Αυτό τον καιρό βρίσκεται στην Αθήνα με διττή αποστολή: την πραγματοποίηση ενός πειραματικού εργαστηρίου προφορικής λογοτεχνίας και, από τις 19 Νοεμβρίου, μιας σειράς σαββατιάτικων παραστάσεων αφήγησης του έπους «Διγενής Ακρίτας». Και τα δύο θα γίνουν στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης».
Οι γλώσσες δεν «μιλούν» με τον ίδιο τρόπο, αλλά μπορούν να πουν τα ίδια πράγματα. Όταν ένας αφηγητής λέει μια ιστορία, λέει ταυτόχρονα ποιος είναι και αυτό που είναι δεν αλλάζει, όσο διαφορετικές γλώσσες κι αν μιλά.
Τα εργαστήρια, που στόχο έχουν να διδάξουν στους σπουδαστές πώς να προφορικοποιούν και να αφηγούνται εμβληματικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ξεκινούν εντός του μήνα και ολοκληρώνονται τον Ιούνιο. Εντάσσονται, βέβαια, στις δράσεις της ομάδας Fahrenheit 451 που αυτοσυστήνεται ως εξής: «Fahreneit 451 είναι ο βαθμός στον οποίο καίγεται το χαρτί. Είναι επίσης το διάσημο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας του Ρέι Μπράντμπερι που εκδόθηκε το 1953 και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Φρανσουά Τρυφώ (1966). Είναι εκείνη η σκοτεινή μελλοντολογική εποχή που περιγράφεται στο μυθιστόρημα, κατά την οποία όλα τα βιβλία καίγονται επειδή θεωρούνται αντικοινωνικά και επικίνδυνα για την κοινωνική συνοχή. Είναι, τέλος, η ύστατη πράξη αντίστασης κάποιων τολμηρών που μαθαίνουν όλα τα βιβλία απέξω για να τα μεταδώσουν στους άλλους».
Ωραία, αλλά...
— Κάθε ιστορία έχει τη δική της φωνή;
Κάθε ιστορία έχει τη δική της φωνή, αλλά μιλά μόνο με τη φωνή αυτού που την ακούει.
— Εσάς τι σας γοήτευσε τόσο στην αφηγηματική τέχνη ώστε να της αφοσιωθείτε;
Η βαθύτερη γνωριμία με ό,τι πιο υπέροχο έχει δημιουργήσει ο ανθρώπινος νους.
— Για να μπούμε λίγο στο κλίμα, θα μπορούσατε να μου πείτε ποιες είναι οι βασικές αρχές της αφηγηματικής τέχνης;
Η αφήγηση είναι μια πολιτική πράξη (με την ετυμολογική έννοια της πολιτικής), η οποία εκφράζει μια δέσμευση, ένα όραμα, ένα πρόταγμα δημόσιου χαρακτήρα που, έχοντας να προτείνει πρότυπα και μοντέλα στην κοινωνία, ασχολείται με ό,τι θα μπορούσα να αποκαλέσω ηθικό βίο. Με άλλα λόγια, θέτει ένα βασικό ερώτημα: τι είδους άτομα μπορούμε να επινοήσουμε; Είναι ένα φιλόδοξο σχέδιο, ενταγμένο στον δημόσιο χώρο, και γι' αυτό προϋποθέτει ευθύνη, πολιτική συνείδηση, ευαισθησία, συνοχή, φιλοσοφικότητα, γνώση, επίγνωση, προετοιμασία, άσκηση, περιέργεια, ακρίβεια, συμμετρία λόγου, ελευθερία και τόλμη. «Ελευθέρου ανδρός τ' αληθή λέγειν» δεν έλεγε ο Πλούταρχος;
— Υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις που οφείλει να πληροί ένας αφηγητής;
Ετυμολογικά, ο όρος «αφηγητής» σημαίνει αρχηγός, αυτός που είναι μπροστά, ο οδηγητής. Μετά τον Όμηρο η λέξη «αφηγούμαι» παίρνει τη σημασία του θεωρώ, σκέπτομαι, νομίζω, έχω τη γνώμη... Σήμερα πια έχει τη σημασία τού λέω μια ιστορία. Στη σημερινή, εγωκεντρική κοινωνία μας, όλοι θέλουμε να μπούμε μπροστά, όλοι έχουμε μια γνώμη και μια ιστορία να πούμε. Συνεπώς, σύμφωνα με αυτούς τους ορισμούς, όλοι πληρούμε τις προϋποθέσεις. Είμαστε όλοι αφηγητές...
Αυτό όμως που για μένα ξεχωρίζει και χαρακτηρίζει έναν αφηγητή είναι η ποιητική του. Δεν φτάνει να παίρνει κανείς τον λόγο δημόσια. Σημασία έχει τι προτείνει και από πού προέρχεται αυτό που προτείνει. Από την παράδοση; Τη συνήθεια; Την κοινή αποδοχή; Από ιδιωτικό συμφέρον; Σε τι και γιατί μπορεί να είναι χρήσιμο στην κοινωνία στην οποία απευθύνεται; Για να γίνω πιο κατανοητή, θα αναφέρω ένα παράδειγμα. Όλοι μπορούμε να βγάλουμε μια φωτογραφία εάν έχουμε μια μηχανή, όμως λίγοι μπορούν να κάνουν μια φωτογραφία έργο τέχνης. Αυτό που χρειάζεται είναι το βλέμμα του φωτογράφου. Το ίδιο ισχύει για κάθε τέχνη.
— Γιατί πρέπει κάποιος να μελετήσει ή να σπουδάσει την αφηγηματική τέχνη;
Δεν θα έλεγα ότι πρέπει. Πάντως, εάν το επιχειρήσει, κινδυνεύει να γίνει... καλύτερος!
— Σε τι διαφέρει ο μονόλογος ενός ηθοποιού από αυτό που κάνετε εσείς;
Ένας ηθοποιός, εάν δεν κάνω λάθος, μιμείται, αποδίδει ή ερμηνεύει διανοήματα ή συναισθήματα κάποιου άλλου προσώπου. Ο αφηγητής-ποιητής μιμείται, αποδίδει και ερμηνεύει τον εαυτό του. Δίνει τον λόγο του. Έστω και αν δανείζεται ιστορίες που δεν έχει δημιουργήσει ο ίδιος, αυτό που έχει σημασία είναι η δική του γνώμη. Αυτό δεν σημαίνει πως ο αφηγητής είναι στην υπηρεσία του εαυτού του. Απεναντίας, δεσμεύει τον εαυτό του απέναντι στην κοινωνία, θέτοντας σημαντικά ερωτήματα γι' αυτήν. Κι αυτό είναι το μόνο που νομιμοποιεί την αφηγηματική τέχνη. Με άλλα λόγια, ένας αφηγητής μπορεί να ερμηνεύσει μια ιστορία όπως τη νομίζει σωστή ο ίδιος κι αυτό τον καθιστά πιο ελεύθερο από έναν ηθοποιό.
Πάρτε για παράδειγμα την πολυφωνικότητα της ελληνικής μυθολογίας. Κάθε ποιητής έδινε τη δική του εκδοχή στον μύθο που ήθελε να αφηγηθεί. Έπαιρνε την ευθύνη να εκθέσει τη δική του άποψη. Γι' αυτό η αφήγηση είναι ριψοκίνδυνη επιχείρηση. Κι ο αφηγητής- ποιητής, αυτός που παίρνει την ευθύνη να πέσει στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Όμως ένας αφηγητής-ποιητής, και αναφέρομαι ιδιαίτερα στον μεγαλύτερο όλων, τον Όμηρο, δεν προσπαθεί να πείσει, να προειδοποιήσει, δεν υπόσχεται, δεν προφητεύει, δεν προειδοποιεί, δεν εκφοβίζει. Αναπαριστάνει, αμφισβητεί προβληματίζει. Θέτει περισσότερα ερωτήματα από απαντήσεις. Kι αυτό γιατί οι ερωτήσεις ενώνουν, ενώ οι απαντήσεις διαχωρίζουν τους ανθρώπους.
— Στην Ελλάδα έχει καθιερωθεί ο όρος «παραμυθάς». Πόσο παραμυθάς είναι ένας αφηγητής;
Θα προτιμούσα να έχει καθιερωθεί ο όρος ποιητής. Το ότι στην Ελλάδα εντελώς παράδοξα έχει καθιερωθεί αυτή η αντίληψη με στενοχωρεί. Το παραμύθι είναι ένα λογοτεχνικό παραδοσιακό είδος αφήγησης. Είναι άλλο η Τέχνη κι άλλο το τι παράγει. Διαπιστώνω ότι στη σημερινή εποχή οι αφηγητές-παραμυθάδες φυτρώνουν παντού σαν τα μανιτάρια. Δεν λέω ότι τα μανιτάρια δεν είναι νόστιμα! Αν και τρώγονται και μόνα τους, είναι καλύτερα ως συστατικά μιας συνταγής... Γι' αυτό θα έλεγα ότι ένας παραμυθάς μπορεί να μην είναι καθόλου αφηγητής. Δεν φτάνει να λέει κανείς παραμύθια για να αποκαλείται αφηγητής. Δεν βλέπω καμία διαφορά από έναν ιερέα ή εκπρόσωπο κόμματος. Αυτό που για μένα είναι καθοριστικό είναι η ποίηση, δηλαδή η δημιουργία, η οποία δεν κρίνεται από το πώς αφηγείται κάποιος αλλά από το τι. Το σωστό ερώτημα, λοιπόν, είναι το εξής: πόσο ποιητής είναι ένας αφηγητής;
— Την εποχή της τεχνολογίας, όπου ακόμα και η φωνή τείνει να καταργηθεί, πόσο ρομαντικό είναι να υπερασπίζεται κάποιος την αφηγηματική τέχνη;
Δεν ξέρω τι εννοείτε μιλώντας για ρομαντισμό. Εάν εννοείτε ότι υπερισχύει το συναίσθημα ή η συγκίνηση και όχι η λογική, θα έλεγα ότι η αφηγηματική τέχνη ταυτόχρονα είναι και δεν είναι ρομαντική υπόθεση. Η φωνή έχει φτιαχτεί από τη φύση, ενώ η τεχνολογία από τον άνθρωπο. Η πρώτη οδήγησε στην κοινωνική ύπαρξη και συμβίωση, ενώ η δεύτερη στην ατομική αποξένωση και απομόνωση. Όταν βλέπω πώς τα σημερινά παιδιά έχουν αφεθεί σε ένα παραισθησιακό και παραισθησιογόνο κόσμο και επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω μιας οθόνης, θλίβομαι. Ο προφορικός λόγος είναι άμεσος και διαπροσωπικός. Δεν μιλά κανείς στον εαυτό του. Η παρουσία ενός άλλου προσώπου είναι απαραίτητη. Ο προφορικός λόγος συγκινεί. Η φωνή και ο ήχος είναι δονήσεις που αγγίζουν το σώμα του ακροατή... Κι αν μου επιτρέπεται μια ποιητική παρατήρηση, θα έλεγα ότι στη λέξη «αφήγηση» ακούγεται η λέξη «αφή». Δεν λέμε άλλωστε: «Τα λόγια του με άγγιξαν»;
— Γιατί επιλέγετε να αφηγείστε κυρίως έπη και αρχαιοελληνικούς μύθους;
Για τον απλούστατο λόγο ότι είμαι Ελληνίδα και δεν μπορώ να μιλήσω για τίποτε άλλο πέρα από αυτό που είμαι και πέρα από αυτό που γνωρίζω. Άλλοι αφηγητές αφηγούνται ιστορίες από άλλους τόπους κι άλλους χρόνους, τους οποίους κοιτούν μέσα από εντελώς δικά τους κοινωνικοπολιτισμικά κάτοπτρα κι αυτό οδηγεί σε λανθασμένες εκτιμήσεις. Αυτό εγώ το αποκαλώ «τουριστική αφήγηση». Η Ελληνική Μυθολογία, πάντως, όπως υποστηρίζει και ο Καστοριάδης, είναι η μόνη αληθινή διότι δεν παρέχει πληροφορίες αλλά γνώση. Το έπος είναι ένας λόγος ουσιαστικός για μια κοινωνία, και κατά τη γνώμη μου είναι το Έβερεστ της ανθρώπινης πνευματικής δημιουργίας. Είναι ένα λογοτεχνικό είδος που εξιστορεί γεγονότα άξια αφήγησης για μια κοινωνία.
— Έχετε πραγματοποιήσει εργαστήρια για παιδιά με ειδικές ανάγκες, σε γηροκομεία και φυλακές. Τι προσφέρει η αφήγηση σε αυτές τις πιο ευαίσθητες ομάδες;
Μια άλλη κατανόηση της ζωής. Τη συναίσθηση ότι δεν είναι μόνος του κανείς. Οι ιστορίες δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σωρό ανθρώπινες εμπειρίες. Μια μέρα αφηγούμουν σε κάποιους κρατουμένους τον μύθο του Ηρακλή, που θέτει το απλό όσο και συγκλονιστικό ερώτημα του αν μπορεί κάποιος να γιατρευτεί από τα ίδια του τα λάθη. Στο τέλος, ένας από τους κρατουμένους μου είπε: «Εγώ δεν είχα όρεξη ν' ακούσω παραμύθια και ήρθα για ν' αποφύγω μια αγγαρεία. Όμως σας ευχαριστώ, γιατί τώρα νομίζω ότι καταλαβαίνω τη ζωή μου λίγο διαφορετικά». Νομίζω πως αυτό το περιστατικό μιλάει από μόνο του.
— Είστε Ελληνίδα, εργάζεστε στη Γαλλία. Έχει διαφορά η αφήγηση από τη μια γλώσσα στην άλλη;
Οι γλώσσες δεν «μιλούν» με τον ίδιο τρόπο, αλλά μπορούν να πουν τα ίδια πράγματα. Όταν ένας αφηγητής λέει μια ιστορία, λέει ταυτόχρονα ποιος είναι και αυτό που είναι δεν αλλάζει, όσο διαφορετικές γλώσσες κι αν μιλά.
Ιnfo:
Αφήγηση Έπους «Διγενής Ακρίτας» | Μάγδα Κοσσίδα
Από 19 Νοεμβρίου 2016 έως 8 Απριλίου 2017
Ώρα: 19.00
Εισ: € 8-10
Πληροφορίες 210 3418550, www.mcf.gr