Για άλλη μια φορά, στο σομόν βασίλειό της. Χωρίς την πίεση μιας συνέντευξης ή ενός γυρίσματος. Έτσι, χωρίς λόγο. Την ακούω να ψιθυρίζει από μέσα το αγαπημένο της τραγούδι, το νανούρισμα από τη «Νεράιδα και το Παλικάρι».
Μου πρότεινε μια προσωπική ξενάγηση στο ανακαινισμένο σπίτι της. Πριν από λίγες μέρες είχαμε κάνει την τηλεοπτική συνέντευξη μαζί με τη μητέρα της Έμυ στην εκπομπή μου στον ΑΝΤ1, αλλά τότε όλα έγιναν πολύ βιαστικά. Έφυγα γρήγορα.
Έχω ήδη στα χέρια μου τις ανέκδοτες φωτογραφίες που της τράβηξε ένα χειμωνιάτικο απόγευμα του 1978 ο αγαπημένος της φίλος και σπουδαίος φωτογράφος Βασίλης Κυριαζής.
«Όταν είχε τα κέφια της ‒μου έλεγε‒ με φώναζε στη Στησιχόρου και τραβούσα κάποιες πόζες. Μετά με έβαζε να απαντήσω στα χιλιάδες γράμματα των θαυμαστών της. Ήμουν τότε και φωτογράφος του θρυλικού περιοδικού "Κατερίνα", που της άρεσε πολύ, κι ένα πορτρέτο από εκείνο το απόγευμα το κάναμε εξώφυλλο».
• • •
«ΚΟΙΤΑ ΔΡΟΣΙΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ!»
Κρατώντας με μ' εκείνο το χαρακτηριστικό κοριτσίστικο αγκαζέ της, ξεκινάμε από τα διαμερίσματα του τέταρτου ορόφου για να φτάσουμε μέχρι την αποθήκη του γκαράζ. Το σπίτι διατηρεί πολλά από τα στοιχεία της διακόσμησης του τέλους της δεκαετίας του '70. Η θέση του γραφείου, πάντα εκεί, μπροστά από την μπαλκονόπορτα. Δεν ήθελε να το αποχωριστεί στην τελευταία ανακαίνιση. Το ίδιο και το παλιό ρολόι. Τα είχε ως συνοδοιπόρους στην «καλή» τύχη των επιτυχιών της σκηνής.
Κρατάει αρχείο με όλα τα κείμενα που ανεβάζει και τα μελετά σε αυτό το γραφείο. Ανοίγει και μου τα δείχνει. Ιδιόχειρες καλλιγραφικές σημειώσεις της θεατρίνας δίπλα στους μεγάλους ρόλους. Μου λέει πως θα ήθελε μια μέρα να μιλάνε γι' αυτήν, για τον τρόπο που μελετάει.
Φέτος, στη "Μελωδία", πραγματικά εκπλήσσομαι με τον κόσμο που έρχεται στο θέατρο και μετά το τέλος της παράστασης έρχεται στο καμαρίνι ‒ όλοι βλέπουν την παλιά Αλίκη του Φίνου και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Ρίχνω, λοιπόν, κλεφτά ματιές –ξέρεις, στον καθρέφτη έξω από το καμαρίνι– και λέω: "Μπα, Αλίκη, μην τους πιστεύεις".
Με οδηγεί στα ιδιαίτερα δωμάτια. Εντυπωσιακή τάξη. Οι ντουλάπες είναι γεμάτες από τα καθημερινά της ρούχα. Καλά και ακριβά πρόχειρα. Τελειομανής κι εδώ. Χωριστά τα φορέματα, χωριστά τα παντελόνια, χωριστά οι βραδινές τουαλέτες, αλλού οι μπλούζες, αλλού τα κλασικά, αλλού τα καθημερινά, εκατοντάδες παπούτσια, τσάντες και τσαντάκια για κάθε περίσταση.
«Ο χρυσός του παλατιού», μου λέει, «είναι πια σε θυρίδες». Είναι πολύ λυπημένη από τη ληστεία εξαιρετικών κομματιών της συλλογής κοσμημάτων της στο Meridien του Συντάγματος, όπου διέμενε τον καιρό που ανακαινιζόταν το σπίτι. Μου δείχνει την καινούργια κρεβατοκάμαρα. Μόνο ο καθρέφτης έχει μείνει από την παλιά εποχή.
«Μετά από πολλά χρόνια αλλάζω κρεβάτι. It's a new life and I am feeling...»
Παύση. Είναι η περίοδος που με τον Σπυρόπουλο κάνουν ένα break. Είναι πληγωμένη και δεν μπορεί να είναι μόνη. «Δεν μπορώ να κοιμάμαι μόνη, ρε παιδάκι μου» μου λέει.
Έχει μπει σε μια περίοδο που υποφέρει από άγριες αϋπνίες. Της συστήνουν να πάρει ήπια υπνωτικά.
«Τα φοβάμαι» λέει.
Κοιμάται πάντα αφού ξημερώσει.
Είναι πιο όμορφη από ποτέ. Περνώντας από τον καθρέφτη, ανανεώνει στους καρπούς της το άρωμά της. «Miss Dior».
«Φοράω το ίδιο άρωμα σχεδόν σαράντα χρόνια...»
Κατεβαίνουμε στην αποθήκη, κούτες, κούτες, κούτες. Όλη της η ζωή. Φωτογραφίες από την παιδική ηλικία, από τη σχολή του Εθνικού, το θέατρο, τον Θεολόγο, τον Γιάννη, τον Παπαμιχαήλ, τον Βλάση, τον «μυστικό γάμο». Ρούχα παλιά, κινηματογραφικά κοστούμια.
Το μάτι μου πέφτει στην πρώτη της αφίσα. Την καμαρώνει.
«Κοίτα δροσιά αυτό το κορίτσι, Σεμίνα μου».
Μιλάει για τον εαυτό της στο τρίτο πρόσωπο. Ανοίγοντας μιαν άλλη κούτα, αναφωνεί:
«Η αμαρτία μου...» – την ξανακλείνει.
Ανοίγει άλλη κούτα. Μου δείχνει μια παλιά μπομπίνα. Γράφει επάνω «ALIKI». Μόνο εδώ υπάρχει πια. Το ένα και μοναδικό. Η αγγλόφωνη ταινία της. 1962. Μουσική Μάνου Χατζιδάκι, στίχοι Νίκου Γκάτσου. Όλα τα δικαιώματα και της μουσικής και της ταινίας σε χαμένους πια παραγωγούς.
«Κοινή συναινέσει με τον Φίνο την κατεβάσαμε. Δεν με ήθελε τότε ο κόσμος μελαχρινή» –υπονοεί την παράσταση «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» στο Rex έναν χρόνο πριν, το 1961, όπου ο κόσμος έψαχνε την Αλίκη ανάμεσα στους ηθοποιούς της παράστασης, γιατί ως μελαχρινή Κλεοπάτρα δεν την αναγνώριζε κανείς– «ούτε ομιλούσα την αγγλικήν». Βάζει τα γέλια.
Τη θυμάμαι στην Επίδαυρο. «Αντιγόνη». Η παράσταση έχει μόλις ένα λεπτό που 'χει αρχίσει και είναι σοκαρισμένη. Πρώτη φορά βγαίνει στη σκηνή και ο κόσμος δεν χειροκροτά αμέσως. Πάει στο βάθος, στην ορχήστρα. Πλάτη. Πετάει μέσα από το μαντίλι ένα τσουλούφι από το χρυσό της μαλλί. Γυρίζει. Ο κόσμος σηκώνεται όρθιος. Παραληρεί. Ο Βολανάκης, έξαλλος.
Η «χαμένη ταινία» της Αλίκης, «Αliki, my love», πωλείται σε μυστικά παλαιοπωλεία, στο Μοναστηράκι σήμερα, από πειρατική αντιγραφή σε DVD, έναντι πενήντα ευρώ. Παίζει να είναι και το πιο «ακριβό» DVD που πωλείται στην Ελλάδα. Από μια μοναδική κόπια που είτε χάθηκε σε κάποια μετακόμιση, είτε κάποιο χέρι –εκτός οικογένειας– την πήρε για να την αξιοποιήσει εμπορικά, είτε κάποιος πιέστηκε πολύ και την πούλησε, είτε... είτε...
• • •
Η ΜΑΛΒΙΝΑ, Ο ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ
Ιανουάριος 1996. Ο συγγραφέας Μάνος Λαμπράκης μου εμπιστεύεται την παρακάτω κουβέντα του με την Αλίκη, μέρος της οποίας περιέχεται στο βιβλίο μου «Κίτρινο Υποβρύχιο» των εκδόσεων Πατάκη.
Της λέει:
«Δεν το πιστεύω ότι πραγματικά θα μπορούσες να κρατηθείς μακριά από τη σκηνή για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που λες».
«Αλήθεια σου λέω, περνάω πάρα πολλές ώρες τον τελευταίο καιρό στην κρεβατοκάμαρά μου και το απολαμβάνω! Θέλω λίγο να χαζέψω έξω στον δρόμο, να φλερτάρω, να δω φίλους, να ταξιδέψω, να ασχοληθώ λίγο με την πάρτη μου».
«Κι ο κόσμος σου τι θα κάνει;»
«Να του λείψω λιγάκι, να με επιθυμήσει, καλό θα του κάνει».
«Ελπίζω όχι για πολύ. Στ' αλήθεια θέλεις να μετακομίσεις από τη Στησιχόρου, μετά από τέτοια ανακαίνιση;»
«Ξέρεις πόσο το αγαπώ αυτό το σπίτι. Τον τελευταίο καιρό όμως, πραγματικά, κάτι δεν μου κάθεται καλά... εκτός από την κρεβατοκάμαρα. Αλλά θέλω κοντά μου τη Νότα και τη Νίτσα και καταλαβαίνεις πως ένα τέτοιο σπίτι θέλει πολύ ψάξιμο. Ίσως τώρα, που θα έχω χρόνο, να το πάρω απόφαση. Τον τελευταίο καιρό έχω μια τάση προς τη θάλασσα. Βάρκιζα, Γλυφάδα, κατεβαίνω με τον Κωστάκη συχνά...»
«Έχει ενδιαφέρον αυτό που κάνεις με τον καθρέφτη και τους ανθρώπους».
«Ποιο»;
«Να, δηλαδή όταν κάθεσαι εδώ, σου αρέσει να τους μιλάς μέσα από τον καθρέφτη, σπάνια τους κοιτάς μέσα στα μάτια. Σαν να έχεις ανάγκη να ελέγχεις απόλυτα το είδωλό σου μέσα από τον καθρέφτη εκείνη την ώρα».
«Δεν το έχω σκεφτεί αυτό! Τώρα που το λες, μπορεί να έχεις δίκιο».
«Το κάνεις και στην κρεβατοκάμαρα;»
«Μου αρέσει πολύ όταν ξυπνάω να μπορώ εύκολα να έχω πρόσβαση σε αυτό που λέμε εικόνα...»
«... που κρύβεις καλά φυλαγμένη εκεί μέσα. Θυμάμαι πάντα αυτή την "εικόνα" σου, μεσημέρι, με φαρδιά, διάφανη πουκαμίσα στην κουζίνα, χωρίς μακιγιάζ. Δεν θυμάμαι να έχεις αφήσει άνθρωπο να δει αυτό το "είδωλο του καθρέφτη" ν' ανοίγει τα πρωινά βλέφαρά του στο φως της μέρας».
«Κοίτα... αυτό το κρατάς πάντα δώρο για εκείνον μόνο που σε παίρνει αγκαλιά και σε αποκοιμίζει γλυκά με ένα τραγούδι τα βράδια».
«Ποιο τραγούδι;»
«Τα "Ήσυχα Βράδια" βέβαια!»
«Ερωτευμένη;»
«Δεν έχω απαντήσει ποτέ στον εαυτό μου αν υπήρξα ερωτευμένη. Πέρασα και περνάω καλά. Για την ακρίβεια, ερωτευμένη έχω υπάρξει πραγματικά μόνο με τη σκηνή, την πρόβα, τα φώτα – πολλές φορές. Φέτος, στη "Μελωδία", πραγματικά εκπλήσσομαι με τον κόσμο που έρχεται στο θέατρο και μετά το τέλος της παράστασης έρχεται στο καμαρίνι ‒ όλοι βλέπουν την παλιά Αλίκη του Φίνου και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Ρίχνω, λοιπόν, κλεφτά ματιές –ξέρεις, στον καθρέφτη έξω από το καμαρίνι– και λέω: "Μπα, Αλίκη, μην τους πιστεύεις". Η Αλίκη αυτή έχει μεγαλώσει και της αρέσει που έχει μεγαλώσει. Αφήστε τη να μεγαλώσει και πείτε της πως τώρα που μεγάλωσε σας αρέσει πιο πολύ».
«Λες ψέματα!»
«Αλήθεια λέω. Νομίζω καμιά φορά πως έχω κάνει ένα πολύ μεγάλο λάθος στη ζωή μου...»
«Ποιο;»
«Το κοριτσάκι με τα σπίρτα δεν μεγάλωσε... Δεν το άφησα να μεγαλώσει...»
«Μα το κοριτσάκι με τα σπίρτα...»
«... πέθανε (χτυπάει ξύλο). Δεν θα το πιστέψεις αυτό που θα σου πω κι εύχομαι να μην είναι αλήθεια. Όταν φεύγω από τη σκηνή φέτος και κατεβαίνω κάτω στον κόσμο κατά τη διάρκεια της παράστασης –εκεί που η Μαρία δηλαδή φεύγει από το σπίτι–, δύο πράγματα με ενοχλούν: τα αδιάκριτα εξεταστικά εκείνα βλέμματα που ρωτούν την ηλικία μου, που μετρούν τις ρυτίδες μου, και μια αλλόκοτη καμιά φορά αίσθηση...»
«Τι αίσθηση;»
«Δεν ξέρω... ότι θα φύγω, ότι φεύγω, άσ' το».
Ο Μάνος την παρακολουθεί να τηλεφωνεί στην Αλέκα στο ταμείο∙ είναι εκνευρισμένη γιατί καθυστερούν να της δώσουν πρώτο κουδούνι, περιμένουν ένα πούλμαν με θεατές από τη Θήβα. Η πλατεία γεμάτη, ζητάει τσιγάρο.
«Δεν τον κατεβάζω» απολογείται.
Τραβάει την επιδερμίδα στις άκρες των αυτιών.
«Έχω χαλαρώσει εδώ λιγάκι, ε; Δεν φαίνεται;»
«Δεν φαίνεται».
«Πώς δεν φαίνεται;»
«Κάτω στην πλατεία δεν φαίνεται...»
Κλείνει τα μάτια λίγο, μπαίνει η Νότα, λέει στην Άντα να δώσουν πρώτο κουδούνι – δεν της αρέσει να περιμένει ο κόσμος στην πλατεία τόση ώρα.
«Δες πάλι την παράσταση, μη φύγεις! Μείνε να επιστρέψουμε μαζί μετά σπίτι».
Βγαίνει στη σκηνή. Τα χειροκροτήματα φτάνουν μέσα. Ο Μάνος πάει και τη χαζεύει από μια γωνία του σκηνικού του Πάτσα. Φώτα. Η κυρία Αλίκη του Φίνου και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ επί σκηνής. Μπαινοβγαίνει στο καμαρίνι. Αλλάζει. Στον διάδρομο διορθώνει κάτι στο κοστούμι του Γαλανού. Χαϊδεύει το κεφάλι της Άριελ Κωνσταντινίδη. Η παράσταση τελειώνει. Έξω από το καμαρίνι μαμάδες και παιδιά. Πολλά παιδιά. Αγόρια και κορίτσια. Η Άντα, υπομονετικά πίσω από το «Αλικάκι τους», μοιράζει τα τυπωμένα αυτόγραφα πάνω στις φωτογραφίες του Κλεισθένη. Περνάει η Ελευθερία Ντεκώ. Για ένα «γεια».
Διώχνει τη Νότα σπίτι. Παίρνει αγκαζέ τον Μάνο κι ανηφορίζουν προς την πλατεία Κολωνακίου. Περασμένα μεσάνυχτα. Στην πλατεία συναντούν τη Μαλβίνα Κάραλη:
«Θα σε πάρω τηλέφωνο, φιλενάδα, αύριο. Έρχεται ο Διονύσης από το βουνό. Βιάζομαι τώρα...»
«Φοβάται το καημένο...»
Το κινητό στην τσάντα χτυπάει: ο Κώστας, δεν απαντάει.
«Στους άντρες δεν πρέπει να δίνεις πολύ αέρα, κακομαθαίνουν».
Τα βλέμματα θαμώνων της πλατείας καρφώνονται επάνω της. Βγάζει από την τσέπη το κομπολογάκι. Του δείχνει με χαρά μικρού παιδιού στη βιτρίνα τις γόβες που παρήγγειλε.
«Έχεις, πάντως, ένα φετίχ με τα παπούτσια!»
«Είναι κακό, γιατρέ μου;». Βλέπει τον Λευτέρη Βογιατζή, που, ανεβασμένος πάνω στο παπί του, χαζεύει τις βιτρίνες της Πατριάρχου Ιωακείμ. Του φωνάζει:
«Λευτέρη... Λευτέρη!»
«Α! Αλίκη! Δεν σε γνώρισα. Καλέ, άρχισα να έχω μυωπία!» λέει ο Βογιατζής.
«Να πας να κοιταχτείς. Χρυσό μου (του πιάνει τρυφερά το μάγουλο), εσένα σε αγαπάω πολύ. Το ξέρεις, ε;»
«Κι εγώ σε αγαπάω, Αλίκη!»
«Και ξέρεις ότι σε περιμένω...»
«Μη με τσακίζεις τώρα...»
«Εγώ αλήθεια σου λέω».
«Θα 'ρθω, θα 'ρθω. Πάω τώρα, γιατί με περιμένουν κι έχω αργήσει».
«Να προσέχεις, χρυσό μου!»
Ο Λευτέρης Βογιατζής φεύγει. Γλιστράει με το μηχανάκι δίπλα σε ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο. Του παίρνει τον καθρέφτη.
Κάπου κάποιος φωνάζει δυνατά: «Πρόσεχε, μαλάκα!». Η Αλίκη βάζει τα γέλια. «Αυτός ο άνθρωπος είναι τεράστιο ταλέντο – αλλά μην το πεις πουθενά. Αυτός, ο αληθινά τρελός» (χτυπάει το τηλέφωνο πάλι, το απενεργοποιεί).
«Είπα αύριο... το αύριο είναι αύριο! Δεν αλλάζει».
Την πλησιάζει ένα αγοράκι με χαρτομάντιλα∙ του δίνει ένα πεντακοσάρικο.
«Να πας να φας λουκουμάδες, εντάξει;»
Ο μικρός τής βγάζει τη γλώσσα και χάνεται τρέχοντας στην Καψάλη.
Από τη βεράντα της Λούλας Αναγνωστάκη και του Γιώργου Χειμωνά ακούγεται Νίνα Σιμόν, «Wild is the wind».
«Ξέρεις τι θα ήθελα τώρα;»
«Τι;»
«Να ήξερα πραγματικά πόσο διαρκεί ένα αύριο...»
«Μόνο εσύ μπορείς ν' απαντήσεις, Αλίκη!»
Στέκεται μπροστά σε μια βιτρίνα. Κοιτάει πάλι το είδωλο αντικατοπτριζόμενο. «Πρώτη φορά στη ζωή μου δεν έχω αποφασίσει ακόμα τι ρόλο θα παίξω του χρόνου...»
«Καλά, εσύ δεν έλεγες...»
«... θα ξεκουραστώ. Ναι, αλλά...»
«Να πας το ταξίδι».
«Ναι... (χαμογελάει). Να έρθω απόψε να κοιμηθώ σπίτι σου;»
σχόλια