Οση ώρα φωτογραφιζόταν, καθόμουν στο καφέ του Μουσείου Ακρόπολης με τον σύντροφό της Οτάρ, έναν ψηλό, ευθυτενή, με ευγενικά χαρακτηριστικά νέο άντρα, που είναι τενόρος. Προσπαθούσε να μου εξηγήσει την πολιτική κατάσταση της Γεωργίας. Όχι, δεν υπάρχει διαφθορά, ούτε μαφία, επέμενε. Κυβερνάει το κόμμα του «Γεωργιανού Ονείρου» του δισεκατομμυριούχου Μπιτζίνα Ιβανισβίλι και γίνονται μεγάλες προσπάθειες για την ανόρθωση της χώρας. Η Ανίτα είχε διαφορετική άποψη.
Στον λεκτικό μου αστεϊσμό, αν το όνειρο το ζει η πατρίδα της ή εκείνη, σχολίασε: «Η κυβέρνησή μας απέχει πολύ από το όνειρο. Εγώ ζω όντως ένα όνειρο, αλλά καθόλου αυτονόητο. Είμαι τυχερή που κάνω τη δουλειά που αγαπάω περισσότερο απ' οτιδήποτε. Είναι πράγματι ένα όνειρο, γιατί δεν μπορούν να κάνουν όλοι αυτό που αγαπάνε. Οι τραγουδιστές της όπερας είμαστε τυχεροί, ταξιδεύουμε παντού, βλέπουμε καινούργια μέρη, αυτό πιθανόν να είναι το σημαντικότερο κέρδος» μου λέει και το πρόσωπό της φωτίζεται από ένα μεγάλο χαμόγελο.
Η πληθωρική Γεωργιανή σούπερ-σταρ της διεθνούς όπερας Ανίτα Ραχβελισβίλι εμφανίζεται σε λίγες μέρες στο Ηρώδειο, ερμηνεύοντας για πολλοστή φορά την Κάρμεν, τον ρόλο που την καθιέρωσε παγκοσμίως από την πρώτη στιγμή που την επέλεξε ο Μπαρενμπόιμ για την παραγωγή της Σκάλας του Μιλάνου το 2009.
Η πληθωρική Γεωργιανή σούπερ-σταρ της διεθνούς όπερας Ανίτα Ραχβελισβίλι εμφανίζεται σε λίγες μέρες στο Ηρώδειο, ερμηνεύοντας για πολλοστή φορά την Κάρμεν, τον ρόλο που την καθιέρωσε παγκοσμίως από την πρώτη στιγμή που την επέλεξε ο Μπαρενμπόιμ για την παραγωγή της Σκάλας του Μιλάνου το 2009. Αλλά πριν συμβεί αυτό το απίστευτο δώρο για ένα εικοσιπεντάχρονο, τότε, κορίτσι από μια πρώην σοβιετική δημοκρατία, είχε διανύσει μια δύσκολη πορεία και κυρίως πάρα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια.
Της ζητάω να θυμηθεί τα παιδικά της χρόνια και ξεκινάει: «Όλη μου η γενιά μεγάλωσε δύσκολα. Τα '90s ήταν τρομακτικά στη Γεωργία, ζούσαμε πάρα πολύ άσχημες καταστάσεις. Πόλεμος, δεν υπήρχε ρεύμα, θέρμανση, τρόφιμα, πόσιμο νερό. Μεγαλώσαμε κάτω από τις χειρότερες συνθήκες. Χρειαζόταν να περπατάμε χιλιόμετρα για να φέρουμε καθαρό νερό στο σπίτι, κουβαλώντας το με τα χέρια. Πολλά παιδιά πέθαναν ή σκοτώθηκαν.
»Θυμάμαι νύχτες που δεν υπήρχε καθόλου ηλεκτρικό, όλη η οικογένεια να κάθεται μέσα στο ίδιο δωμάτιο γύρω από μία και μοναδική εστία ζέστης για να αντιμετωπίσουμε το κρύο. Οι γονείς μου, η αδελφή μου, εγώ, η θεία μου και η γιαγιά μου, αλλά και γείτονες που ερχόντουσαν για να μοιραστούμε το βραδινό. Εκείνες τις νύχτες μάς κρατούσε η μουσική! Οι γονείς μου είναι μουσικοί, η μητέρα μου παίζει πιάνο και ο πατέρας μου κιθάρα μπάσο. Τραγουδούσαμε και χορεύαμε όλοι μαζί κι αυτό έκανε τη ζωή μας λίγο καλύτερη. Μάθαινα και η ίδια πιάνο από τα έξι μου».
Σκέφτομαι ότι και η σπουδαία Ελληνίδα υψίφωνος Μαρία Κάλλας μεγάλωσε στην Αθήνα της Κατοχής, επίσης μέσα στη φτώχεια και τις στερήσεις. Το πρόσωπο της Ανίτας φωτίζεται ακόμα περισσότερο: «Οι τρομερά δύσκολες καταστάσεις που μετατρέπουν την επιβίωση σε αγώνα σε κάνουν πάρα πολύ δυνατό. Είμαι σίγουρη ότι οι στερήσεις θωράκισαν την Κάλλας, η οποία ήταν μια δυνατή γυναίκα. Έχω διαβάσει τα πάντα για τη ζωή και την καριέρα της, μεγάλωσα μαζί της. Μου φαίνεται ότι ήταν πάρα πολύ δυνατή, αλλά συγχρόνως εύθραυστη και ερωτευμένη, όπως κάθε γυναίκα. Και, φυσικά, υπήρξε η σημαντικότερη τραγουδίστρια του 20ού αιώνα».
«Πώς είναι δυνατόν κατά τη διάρκεια ενός πολέμου να μπορείς να ονειρεύεσαι οτιδήποτε άλλο πέρα από την επιβίωση;» ρωτάω. «Ονειρεύεσαι ακόμα πιο δυνατά. Το να μην είσαι μέρος της Δυτικής Ευρώπης κάνει τα πάντα πολύ πιο δύσκολα. Το γεωργιανό διαβατήριο δεν σε βοηθάει να ταξιδεύεις στο εξωτερικό και, φυσικά, το ότι είμαστε μια πολύ φτωχή χώρα τα κάνει όλα πολύ πιο δύσκολα. Πιστεύω ότι οι Γεωργιανοί είναι ταλαντούχοι, δουλεύουν σκληρά και έχουν προσφέρει πολλά στη διεθνή κοινότητα. Θέλουν να έχουν στόχους και να κάνουν αυτό που αγαπάνε» συμπληρώνει για την πατρίδα της, μια χώρα που βρίσκεται σε διαρκή ρήξη με την κεντρική εξουσία της Μόσχας.
«Μας παίρνουν εδάφη, μετακινούν τα σύνορα όλη την ώρα χωρίς να ενημερώνουν. Οι άνθρωποι που ζουν κοντά στα σύνορα πέφτουν να κοιμηθούν και το επόμενο πρωινό ξυπνάνε σε άλλη χώρα, σε ρωσικά ή οσετικά εδάφη. Είναι τρομερό, γιατί είναι σαν να μπαίνω σπίτι σου και σου λέω "φύγε, είναι δικό μου". Οι άνθρωποι τραβάνε πολλά, χάνουν τα σπίτια τους, τη γη τους, χάνουν κάθε ελπίδα να ζήσουν στον τόπο τους».
Η Ανίτα Ραχβελισβίλι ερμηνεύει Κάρμεν στη Σκάλα του Μιλάνου.
Παρατηρώ ότι όλα όσα μου λέει για την πατρίδα της είναι αυτά που θίγει ο Βρετανός σκηνοθέτης Στίβεν Λάνγκριτζ, που ανεβάζει για δεύτερη φορά την Κάρμεν του Μπιζέ στο Ηρώδειο για τη Λυρική Σκηνή, με φόντο μια Ευρώπη με εκρηκτικά προβλήματα, όπως η φτώχεια, τα κλειστά σύνορα, η μετακίνηση πληθυσμών, η προσφυγιά.
Η Ανίτα δηλώνει ενθουσιασμένη με αυτήν τη σκηνοθετική προσέγγιση: «Θίγει όλα τα προβλήματα της εποχής μας, γι' αυτό και μου αρέσει αυτή η παραγωγή. Ο Λάνγκριτζ φέρνει στην επιφάνεια όλα όσα συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή. Πριν από λίγες μέρες μου έλεγε ότι όταν την πρωτοέκανε φοβόταν πως μέσα σε 3-4 χρόνια θα φαινόταν παρωχημένη. Σήμερα διαπιστώνει ότι μας απασχολούν τα ίδια θέματα, ακόμα πιο έντονα. Η χορωδία, η οποία τραγουδάει καταπληκτικά, υποδύεται οικογένειες που χωρίζουν καθώς διασχίζουν τα σύνορα. Δηλαδή, όλα αυτά για τα οποία μαθαίνουμε καθημερινά από τις ειδήσεις».
«Όπως στη Γεωργία, που μου 'λεγες πριν» της επαναλαμβάνω. «Ακριβώς! Βλέπεις ανθρώπους που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα, έχοντας αποδράσει από επικίνδυνες περιοχές. Τα έχει εντάξει όλα αυτά στην παράσταση ο σκηνοθέτης. Βάζει γυναίκες να χωρίζονται από τα παιδιά τους και τους άντρες τους και να ξεμένουν στην εμπόλεμη ζώνη. Είναι σημαντικό να τα βλέπουμε.
» Η Κάρμεν είναι μια γυναίκα που δεν την απασχολούν τα σύνορα, αποτελεί πρότυπο ελευθερίας του λόγου, των επιλογών, ζητάει να είναι μια ελεύθερη γυναίκα, κάτι που τον 19ο αιώνα, όταν έγραφε το μυθιστόρημά του ο Προσπέρ Μεριμέ και ο Ζορζ Μπιζέ την όπερα, ήταν αδύνατον: μια γυναίκα ελεύθερη ήταν κάτι αδιανόητο. Οπότε είναι ένα μήνυμα για τον σύγχρονο κόσμο. Γιατί, βέβαια, είναι τελείως λάθος να βλέπεις την Κάρμεν σαν μια πόρνη. Είναι μια ελεύθερη γυναίκα που θέλει να επιλέγει τον τρόπο ζωής της».
Καθώς βρισκόμαστε απέναντι από την Ακρόπολη και μέσα σε ένα μουσείο, τη ρωτάω τι γνωρίζει για τον ελληνικό πολιτισμό. Επανέρχεται το φωτεινό της χαμόγελο και αφηγείται: «Όπως έλεγα και νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στο μουσείο, μεγάλωσα μαθαίνοντας στο σχολείο ελληνική μυθολογία. Ως παιδί λάτρευα να διαβάζω και να μαθαίνω την ελληνική ιστορία. Φυσικά, μεγαλώνοντας έμαθα ότι επρόκειτο για μύθους, αλλά ήταν ωραίο να βλέπεις τη ζωή και το παρελθόν μέσα από αυτό το πρίσμα».
«Θα πρέπει να ερμηνεύσεις μερικές οπερατικές ηρωίδες βασισμένες σε ελληνικά πρότυπα» της λέω. «Για την Κάλλας ένας εμβληματικός ρόλος ήταν η Μήδεια. Η Μήδεια ήταν από τη Γεωργία. Η Κολχίδα ήταν μέρος της. Αυτό το κάνει ακόμα πιο συναισθηματικό για μένα. Η Μήδεια είναι ο ρόλος που συνδέει την Ελλάδα με τη Γεωργία. Ελπίζω να ερμηνεύσω όλους αυτούς τους "ελληνικούς" ρόλους μια μέρα».
Η Κάλλας, από την άλλη, δεν τόλμησε ποτέ να ερμηνεύσει επί σκηνής την Κάρμεν, παρά μόνο δισκογραφικά. Για την Ανίτα Ραχβελισβίλι είναι ο ρόλος που ερμηνεύει σταθερά τα τελευταία χρόνια.
Το έχει κάνει άπειρες φορές στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, στην Deutsche Oper του Βερολίνου, στη Bavarian State Opera του Μονάχου, στην Όπερα του Σιάτλ και του Σαν Φρανσίσκο, στο Βασιλικό Θέατρο στο Τορίνο, στην Canadian Opera Company και στην Arena di Verona, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, όπου την έχουν ζητήσει. Είναι ο ρόλος που την έχει κάνει διάσημη στα πέρατα του κόσμου.
«Την έχεις ερμηνεύσει σε πολλές διαφορετικές εκδοχές, με διάφορους σκηνοθέτες. Ποια ξεχωρίζεις;» ρωτάω. «Έπαιξα πάρα πολλές φορές, 30-40 φορές, την εκδοχή της Μετροπόλιταν από τον Ρίτσαρντ Έιρ (Richard Eyre), εν μέρει παραδοσιακή, εν μέρει μοντέρνα. Τη βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα και την ξεχωρίζω. Εκείνη που αγαπώ και λατρεύω είναι η πρώτη μου στη Σκάλα, που δεν είναι ούτε κλασική ούτε μοντέρνα, κάτι εντελώς διαφορετικό. Από τις μοντέρνες, αυτή που ξεχωρίζω είναι εκείνη της La Fura dels Baus, πολύ αυθεντική και πολύ ενδιαφέρουσα. Μέσα από τις παραγωγές που επαναλαμβάνεις ανακαλύπτεις όλο και περισσότερα καινούργια πράγματα να κάνεις. Συνδέομαι όλο και πιο πολύ μαζί της».
Η Ανίτα Ραχβελισβίλι ερμηνεύει το "Summertime" του Gershwin.
Εχοντας παρατηρήσει ότι είναι συνεχώς σε οπτική σύνδεση με τον Οτάρ, ρωτάω, απευθυνόμενος και στους δύο: «Είσαστε σε συνεχή μετακίνηση. Πού είναι η βάση σας, Νέα Υόρκη ή Ιταλία;» Απαντάει, φυσικά, η Ανίτα: «Όχι, στην Τιφλίδα. Έχουμε μια μεγάλη οικογένεια στη Γεωργία και, παρότι η ζωή είναι δύσκολη εκεί, νομίζω ότι είναι σημαντικό να παραμείνουμε στην πατρίδα. Πάρα πολλοί Γεωργιανοί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα τους. Νομίζω ότι είναι το χειρότερο παράδειγμα που μπορείς να δώσεις. Οι καιροί είναι πάρα πολύ δύσκολοι και αν όλοι αρχίσουν να εγκαταλείπουν τη χώρα, θα είναι ό,τι χειρότερο».
Καθώς είναι δημόσιο πρόσωπο διεθνούς κύρους στην πατρίδα της, τη ρωτώ αν θίγει δημοσίως πολιτικά θέματα. «Συνεχώς ασκώ κριτική για προβλήματα, δεν μπορώ να παραμένω σιωπηλή. Βέβαια, μπαίνουν στο μέιλ μου, λαμβάνω φακέλους στο ταχυδρομείο που έχουν ανοιχτεί, προσπαθούν να μου πουν να βγάλω τον σκασμό, αλλά μιλάω μόνο για λογικά πράγματα που πρέπει να γίνουν στη χώρα».
«Ποιο είναι το μεγαλύτερό σας πρόβλημα σήμερα;» ρωτάω, αφού μοιάζει να έχει ανεπτυγμένη την πολιτική της συνείδηση. Λέει: «Το εκπαιδευτικό σύστημα. Έχουμε ολόκληρες γενιές που δεν μπορούν να διαβάσουν, δεν ξέρουν Ιστορία, δεν ξέρουν τίποτα. Αν έχεις μια αμόρφωτη κοινωνία, έχεις τεράστιο πρόβλημα ως χώρα. Η παιδεία είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα και μετά η έλλειψη συνδικαλισμού. Δεν υπάρχει κανείς να υπερασπιστεί αυτούς που εργάζονται, τα εργατικά τους δικαιώματα. Άνθρωποι πεθαίνουν, οικογένειες καταστρέφονται εξαιτίας αυτού, κανείς δεν τους υπερασπίζεται μετά τον θάνατό τους. Υπάρχουν πολλά προβλήματα».
«Εσύ η ίδια έχεις κάνει κάτι για να ενισχύσεις τη μουσική παιδεία;» ρωτάω και μου απαντάει: «Δίνω υποτροφίες ή κάνω συναυλίες για να συγκεντρωθούν χρήματα για παιδιά με ταλέντο». Έχοντας κατακτήσει τη συμπάθειά της, τολμώ να τη ρωτήσω αν νιώθει ενοχές, όποτε επιστρέφει, μετά από τόση επιτυχία και λάμψη που ζει στις μητροπόλεις της Δύσης, στα προβλήματα.
Μου λέει: «Όχι, καταρχάς γιατί βοηθάω. Κάνω πολλά, ιδιαίτερα για την οικογένειά μου και για τους οικείους μου. Ειλικρινά, κάνω ό,τι μπορώ, αλλά το να ταξιδεύεις, κάνοντας αυτήν τη δουλειά, δεν είναι πολυτέλεια. Είναι πολύ σκληρή δουλειά. Δεν υπάρχει λάμψη, μετά την πρεμιέρα είσαι εξοντωμένος. Πρέπει να βρεθείς με τους συνεργάτες σου, να μιλήσεις μαζί τους, να ξοδέψεις μερικές ώρες μετά το δείπνο μαζί τους».
«Πόσο σκληρός είναι ο κόσμος της όπερας; Πόσο ανταγωνιστικός;» επιμένω. «Είναι ανταγωνιστικός. Πάντα είναι, όπου και να τραγουδάς. Κοίτα, πρέπει να είσαι πάντα καλός και εργατικός, ευγενικός με τους συναδέλφους σου, σεμνό και προσγειωμένο άτομο. Να κάνεις τη δουλειά σου. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά στην Αμερική. Αν εργάζεσαι σκληρά και είσαι σωστός συνάδελφος, δεν δημιουργείς φασαρίες, τίποτα δεν θα το ανατρέψει αυτό».
Θέλοντας να επανέλθω σε θέματα πιο ελαφριά, τη ρωτάω ποια είναι η σχέση της με το χιούμορ. «Έχω κάνει Ιταλίδα στο Αλγέρι και Γάμους του Φίγκαρο στην Ακαδημία στη Σκάλα. Η κωμωδία είναι μέρος της ζωής μου! Φυσικά, μου αρέσει, είναι πολύ σημαντικό να γελάς πολύ στη ζωή. Να γελάς και να είσαι θετικός, αλλιώς η ζωή είναι πολύ δύσκολη».
Φτάνοντας στο τέλος του μισαώρου που είχα στη διάθεσή μου, της ζητάω να μου πει πώς της φαίνεται η Αθήνα μετά από μία εβδομάδα προβών και την παρακαλώ να μην κάνει κομπλιμέντα. «Το πρώτο που ένιωσα είναι ότι μου θυμίζει την πατρίδα μου, όπως και οι Έλληνες τους συμπατριώτες μου. Το λέμε συνεχώς με τον Οτάρ. Το να εμφανίζομαι στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στο Ηρώδειο, όπου πρωτόπαιξε η Κάλλας, όλα αυτά αποτελούν την εκπλήρωση ενός ονείρου».
«Ξέρεις, έχουμε πολλούς Γεωργιανούς εδώ» της λέω και πριν προλάβω να ολοκληρώσω, με προλαβαίνει. «Ναι, καλούς και κακούς Γεωργιανούς, αλλά παντού, σε όλες τις εθνικότητες, υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι. Δεν έχει σημασία από πού προέρχεσαι. Νομίζω ότι οι Έλληνες παθιάζονται, όπως και οι Γεωργιανοί, είναι το ίδιο συναισθηματικοί. Το παρατηρώ σε όλους και μου αρέσει πολύ, γιατί είναι σαν να βρίσκομαι σπίτι μου. Πέρα από τα γνωστά, ο πολιτισμός, ο ήλιος, ο ουρανός και η ομορφιά του τόπου μάς κάνουν πραγματικά να νιώθουμε σαν να είμαστε στον τόπο μας. Δεν θα απέκλεια το ενδεχόμενο μια μέρα να αποκτήσω σπίτι στην Αθήνα».
Info:
Ζορζ Μπιζέ, Κάρμεν
Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία: Στίβεν Λάνγκριτζ
Σκηνικά - κοστούμια: Γιώργος Σουγλίδης
Βίντεο - σχεδιασμός βιντεοπροβολών: Silbersalz Film GmcH - Τόμας Μπέργκμαν
Φωτισμοί: Τζ. ντι Ιόριο
Κινησιολογία: Φ. Νικολάου
Διεύθυνση χορωδίας: Αγ. Γεωργακάτος
Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Κ. Πιτσιάκου
Ερμηνεύουν:
Ανίτα Ραχβελισβίλι, Κέιτ Όλντρις, Πάβελ Τσέρνοχ, Δημήτρης Πακσόγλου, Διονύσης Σούρμπης, Δημήτρης Τηλιακός, Μαρία Μητσοπούλου, Μυρσίνη Μαργαρίτη, Τάσος Αποστόλου, Πέτρος Μαγουλάς, Γιάννης Σελητσανιώτης, Νίκος Κοτενίδης, Χρύσα Μαλιαμάνη, Δανάη Κοντόρα, Άρτεμις Μπόγρη, Χάρης Ανδριανός, Νίκος Στεφάνου, Χρήστος Κεχρής
Με την ορχήστρα, τη χορωδία, το μπαλέτο και την παιδική χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της αποστολής.
Εθνική Λυρική Σκηνή
Ωδείο Ηρώδου Αττικού
27/7 έως 29/7 & 31/7, 21:00
σχόλια