Το περασμένο καλοκαίρι έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη στην αυλή του θεάτρου Ακαδημία Πλάτωνος, αλλά έπαιξε και για πρώτη φορά στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στον «Ορέστη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα. Έπειτα από 15 χρόνια στο θέατρο Επί Κολωνώ, δίπλα στην Ελένη Σκότη, παίζοντας μόνο σε ξένα έργα, ο Δημήτρης Λάλος αναζητεί την ελληνική ταυτότητα, σκηνοθετώντας άλλο ένα ελληνικό έργο, τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
— Όλα τα προηγούμενα χρόνια σε είχαμε συνδέσει με το θέατρο Επί Κολωνώ. Τι έγινε και άλλαξες στέγη; Υπήρξε ρήξη ή πρόκειται για το «σύνδρομο» των μελών μιας ομάδας που κάποια στιγμή ακολουθούν σόλο καριέρα;
Τα πράγματα κινούνται και προχωράνε. Το ένα έφερε το άλλο, ήσυχα και φυσιολογικά. Υπάρχουν στάδια, ζυμώσεις, μεταβάσεις. Και έτσι πρέπει, κατά τη γνώμη, να συμβαίνει, γιατί αλλιώς ο καλλιτέχνης βαλτώνει. Βέβαια, σε μεγάλο βαθμό οι εξελίξεις συνδέονται με συναντήσεις με ανθρώπους που ανοίγουν νέες προοπτικές. Αυτό συνέβη μ’ εμένα όταν άρχισα να διδάσκω υποκριτική πριν από ενάμιση χρόνο – τότε ήταν σαν να έκλεισε ένας κύκλος που είχε ανοίξει όταν άρχισα τα μαθήματα υποκριτικής με την Ελένη Σκότη. Είναι η δασκάλα μου, από αυτήν εμπνεύστηκα όλα τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά ήρθε η στιγμή που αποφάσισα να προχωρήσω σε πράγματα που δεν θα μπορούσα να κάνω στο Επί Κολωνώ.
Κάθε άνθρωπος έχει τα πάντα μέσα του, αναπτυγμένα σε διαφορετικά επίπεδα και διαφορετικές αναλογίες. Η εκπαίδευση του ηθοποιού αφορά καταρχάς το να αναγνωρίσει όλα τα στοιχεία που τον συνθέτουν, να δει τι «μπορεί» και τι όχι και να αρχίσει να τα αναπτύσσει.
— Ήθελες να γίνεις ηθοποιός από μικρός ή προέκυψε τυχαία;
Όλα ξεκίνησαν το 1998-9, από μια παράσταση στον Φούρνο, το «Suburbia» του Έρικ Μπογκοσιάν, με νέους ηθοποιούς που παρακολουθούσαν το εργαστήριο υποκριτικής της Σκότη. Τα πρόσωπα του έργου ήταν νέοι που έψαχναν να δουν τι θα κάνουν στη ζωή τους. Κι εγώ σε μια τέτοια φάση ήμουν, τους ίδιους προβληματισμούς είχα και, παρακολουθώντας την παράσταση, ταυτίστηκα σε όλα τα επίπεδα.
— Nα η δύναμη του τυχαίου, εκεί που δεν το περιμένεις, ανοίγει μια πόρτα κι αποκαλύπτεται ένας καινούργιος κόσμος.
Ναι, μια παράσταση άνοιξε για μένα έναν δρόμο ζωής. Κι αυτό από μόνο του αποδεικνύει τη δύναμη του θεάτρου. Μετά παρακολούθησα εντατικά τα μαθήματα της Σκότη, το πρώτο έτος το έκανα τρεις φορές, τα ξεκοκάλισα όλα. Η εκπαίδευσή μου διήρκεσε συνολικά 10 χρόνια – ταυτόχρονα, βέβαια, έπαιζα. Έκανα μάθημα με την Ελένη μέχρι και πριν από δύο χρόνια, γιατί πιστεύω ότι η εκπαίδευση του ηθοποιού δεν τελειώνει ποτέ. Πέραν της υποκριτικής, ωστόσο, στο Επί Κολωνώ έμαθα πώς λειτουργεί το θέατρο συνολικά. Χτίζαμε το θέατρο επί ενάμιση χρόνο, προτού ξεκινήσει να λειτουργεί το 2000 με το «Αγαπητή Ελένα». Στον ενάμιση χρόνο έκανα μια αντικατάσταση στο «Αγαπητή Ελένα» και έπειτα από 4 χρόνια ερμήνευσα τον πρώτο κανονικό μου ρόλο, στο «Bug», σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη.
— Από μαθητής, δάσκαλος κι από ηθοποιός, σκηνοθέτης. Επιπλέον, από το μικρό, κλειστό, ψυχολογικό θέατρο που έπαιζες επί χρόνια στο Επί Κολωνώ, βρέθηκες να παίζεις στην Επίδαυρο με μάσκα! Να υποθέσω ότι βρίσκεσαι σε φάση αλλαγών και επαναπροσδιορισμού;
Βλέπω ότι υπάρχουν ηθοποιοί που έχουν κατακτήσει κάποια πράγματα, νιώθουν ασφάλεια σ’ αυτά κι έχουν επενδύσει όλη τους τη ζωή σ’ έναν ερμηνευτικό τρόπο. Δεν κάνουν ένα βήμα παραπέρα. Φοβούνται και, ενώ κάποια στιγμή ήταν οι πρώτοι, παλιώνουν. Δεν θέλω να συμβεί σ’ εμένα αυτό. Γι’ αυτό και ως ηθοποιός τον τελευταίο καιρό έχω δοθεί στο θέατρο που κάνει ο Σίμος Κακάλας, με τον οποίο δούλεψα μαζί στον «Ορέστη», πρώτα τον χειμώνα σε παράσταση κλειστού χώρου και το καλοκαίρι στην Επίδαυρο. Μαζί του προχωράω σε άλλα μονοπάτια, εκτός ασφάλειας, προσπαθώντας να κατακτήσω ένα είδος θεάτρου (με μάσκα!) που είναι εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι έχω κάνει στη μέχρι τώρα πορεία μου. Το ρεαλιστικό θέατρο το κατέχω, νομίζω, πολύ καλά, αλλά να φορέσω μάσκα και να μπω σε φόρμα, και μέσα από τη φόρμα να βρω αυτό που είναι κοινό και στον έναν τρόπο και στον άλλο (την αλήθεια, ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η λέξη), αυτό είναι πράγματι μια δημιουργική πρόκληση. Η μάσκα, επειδή είναι αρχετυπικό στοιχείο, συνδεδεμένο και με τη θρησκευτική λατρεία, μπορεί να προκαλέσει στον ηθοποιό ένα συγκλονιστικό ξέσπασμα − δεν εκφράζεται μόνο ένας άνθρωπος αλλά όλοι οι άνθρωποι που είναι σαν κι αυτόν.
— Στην Επίδαυρο παίξατε με μικρόφωνα;
Δεν κάνουμε γερμανικό θέατρο (γέλια)!
— Η δική σου μέθοδος, αυτή που διδάχθηκες και διδάσκεις, ποια είναι;
Στην ουσία είναι η μέθοδος Στανισλάφσκι, μία προσέγγιση του ρόλου από μέσα προς τα έξω. Ψάχνεις να βρεις εσένα και πώς μέσα από σένα θα προκύψει το δραματικό πρόσωπο. Κάθε άνθρωπος έχει τα πάντα μέσα του, αναπτυγμένα σε διαφορετικά επίπεδα και διαφορετικές αναλογίες. Η εκπαίδευση του ηθοποιού αφορά καταρχάς το να αναγνωρίσει όλα τα στοιχεία που τον συνθέτουν, να δει τι «μπορεί» και τι όχι και να αρχίσει να τα αναπτύσσει. Να αυτοαναλυθεί και σιγά-σιγά να θεραπευτεί από τις εμπλοκές του ώστε, ελεύθερος πια, να αντλήσει από τα δικά του προσωπικά βιώματα για να καταθέσει στη σκηνή. Ο ρόλος είναι σαν νυστέρι για να κάνει ο ηθοποιός μια τομή, όπως λέει ο Γκροτόφκσι.
— Δηλαδή, αναλύουμε πρώτα τον ρόλο και βλέπουμε πού αυτή ανάλυση προβάλλεται μέσα μας, σε δικά μας στοιχεία, ή βάσει των δικών μας στοιχείων προσεγγίζουμε τον ρόλο;
Το κρίσιμο που συνέλαβε, και εφάρμοσε, ο Στανισλάφσκι είναι το μαγικό «εάν», πώς θα ήταν εάν ο ηθοποιός βρισκόταν στην κατάσταση του ανθρώπου που ερμηνεύει στο έργο.
— Πώς πετυχαίνει ο ηθοποιός την ταύτιση με το δραματικό πρόσωπο, όταν ο ρόλος π.χ. αφορά ένα τέρας, έναν άνθρωπο που είναι η προσωποποίηση του κακού;
Το ζήτημα είναι αφυπνίσεις τη φαντασία του ηθοποιού, ώστε να δει τον εαυτό του ακόμη και σε μια συνθήκη ή κατάσταση ξένη προς αυτόν τον ίδιο. Αυτό συμβαίνει με τη χρήση του μαγικού «εάν» ως μοχλού που φέρνει στο φως τα σκοτεινά και καταχωνιασμένα. Σου λέει, λοιπόν, ο Στανισλάφσκι: «Τι θα έκανες εάν είχες μπροστά σου έναν επικίνδυνο κακοποιό;». Δεν λέει «έχεις μπροστά σου έναν επικίνδυνο κακοποιό», ακριβώς για να αποφύγει ο ηθοποιός τις περιγραφές. Το «εάν» διεγείρει μια συγκεκριμένη λειτουργία που ενεργοποιεί και απελευθερώνει τη φαντασία τόσο, ώστε να μπορείς να παίξεις καλύτερα το κτήνος απ’ ό,τι αν ήσουν πράγματι κτήνος. Τότε μπορείς να παίξεις τα πάντα. Έτσι, ας πούμε, δούλεψα αυτό τον απαίσιο τύπο που υποδυόμουν στο «Ροτβάιλερ», που δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που είμαι εγώ. Πάνω στη σκηνή, όμως, μπορώ να γίνω.
— Πας να δεις μια παράσταση και θεωρείται «προαπαιτούμενο», ιδίως από τους νεότερους σκηνοθέτες, οι θεατές να έχουν διαβάσει το έργο. Αν δεν το γνωρίζουν, δεν θα καταλάβουν την προσέγγισή τους. Σου φαίνεται σωστό;
Μπορεί ο σκηνοθέτης να πάρει διάφορες ελευθερίες ως προς το τι ορίζει το έργο, αλλά, εντάξει, θεωρώ ότι το κοινό πρέπει να μπορεί να καταλαβαίνει την ιστορία. Ας πούμε, σκηνοθέτησα το «Τάβλι» του Κεχαΐδη και, αντί για ελληναράδες που θέλουν να φέρουν μαύρους από την Αφρική για να τους εκμεταλλευτούν και να πιάσουν την καλή, εγώ βάζω δύο Έλληνες μαύρους. Μπορεί κάποιος να πει ότι η επιλογή μου δεν συνάδει με αυτά που ορίζει ο συγγραφέας. Ωστόσο, πρόκειται για επιλογή που δεν εμποδίζει την ιστορία να φτάσει στο κοινό, να γίνει κατανοητή. Αν το βασικό κίνητρο του σκηνοθέτη είναι να προκαλέσει, τότε, ναι, υπάρχει ζήτημα.
— Νομίζω ότι το πρόβλημα ξεκινάει από το ότι πολλοί σκηνοθέτες εννοούν τον εαυτό τους λες και ασχολούνται με τα εικαστικά, αντιμετωπίζουν τη θεατρική παράσταση ως προσωπική δημιουργία που καθένας από τους θεατές μπορεί να ερμηνεύσει όπως θέλει και μπορεί.
Μπορεί, ωστόσο, το καινούργιο που έχει να προτείνει καθένας, ακόμη και αν βρίσκεται σε εμπόλεμη σχέση με το έργο, να γεννήσει κάτι καινούργιο. Δεν ξέρω. Εγώ, πάντως, ανήκω σ’ αυτούς που ακολουθούν τον συγγραφέα, ξεκινούν και στηρίζονται στο κείμενο. Είμαι σκηνοθέτης ηθοποιών, δεν μ’ ενδιαφέρουν οι εντυπωσιακές σκηνικές εικόνες αλλά η ερμηνεία του λόγου και οι σχέσεις των ανθρώπων.
— Ξεκίνησες ως σκηνοθέτης, πρώτα με Κεχαΐδη, και συνεχίζεις με τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Καμπανέλλη. Κάτι λένε αυτές οι πρώτες σου επιλογές για το θέατρο με το οποίο θέλεις να ασχοληθείς;
Στα 15 χρόνια που ασχολούμαι με το θέατρο, το μόνο ελληνικό έργο στο οποίο έπαιξα ήταν το «Πέναλτι» του Γιώργου Παλούμπη. Πάντα ήμουν ο Τζον, ο Μαρκ, ο Νικ. Μου είχε λείψει η ελληνική ιθαγένεια στη σκηνή. Πέρσι βρεθήκαμε με τον Σαμουήλ Ακίνολα στο Παρίσι για τις παραστάσεις του έργου «Στη δυτική αποβάθρα» του Κολτές που σκηνοθέτησε ο Λουντοβίκ Λαγκάρντ στο Εθνικό Θέατρο. Ήμασταν και οι δύο ξένοι, Έλληνες σε ξένη χώρα, δεν μιλούσαμε και τη γλώσσα, μόνο που εγώ ήμουν λευκός κι εκείνος μαύρος. Και τότε σκέφτηκα ότι κάπως πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτή την αποκαλυπτική αίσθηση. Κι έτσι μου ήρθε η ιδέα να κάνω το «Τάβλι» με μαύρους Έλληνες ηθοποιούς, τον Σαμουήλ και τον Στέφανο Μουαγκιέ. Είναι και οι δύο σπουδαίοι στο έργο του Κεχαΐδη – που, παρεμπιπτόντως, είναι έτσι γραμμένο ώστε να μην μπορεί να παιχτεί από ανθρώπους που δεν μιλούν, και δεν νιώθουν, την ελληνική ως μητρική τους γλώσσα. Όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε το «Τάβλι» και πέφταμε σε οδούς και τοπωνύμια περιοχών που βρίσκονται εδώ παρακάτω, ένιωσα κάτι να κινείται μέσα μου που δεν το ένιωσα ποτέ μιλώντας για πράγματα που συμβαίνουν στο Μπέρμιγχαμ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποια ξένη πόλη. Ήταν σαν να άνοιξα ένα μπαούλο και να βρήκα θησαυρό. Θέλω να δω τι συμβαίνει με το ελληνικό έργο, θέλω να ασχοληθώ και να το ψάξω. Δεν με ενδιαφέρει το φολκλόρ, εννοείται.
— Και από το «Τάβλι» πώς οδηγήθηκες στη «Στέλλα»;
Είχα διαπιστώσει ότι το έργο του Καμπανέλλη δεν έχει σχέση μ’ αυτό που βγαίνει από την ταινία του Κακογιάννη. Η ταινία δείχνει μια ωραιοποιημένη πραγματικότητα. Το μαγαζί όπου δουλεύει η Στέλλα, για να σου πω ένα παράδειγμα, δεν είναι γεμάτο κόσμο – κινδυνεύει να κλείσει. Επιπλέον, είναι ένα έργο που έχει παρουσιαστεί ελάχιστα στο θέατρο. Εννοείται πως αν πας να το ανεβάσεις ακολουθώντας την ταινία, με το φολκλόρ της εποχής και τις ηθοποιούς να αλλάζουν φουστάνια και κομμώσεις, το αδικείς κατάφωρα. Αλλά δεν χρειάζεται και να βάλω πινακίδα κάπου στη σκηνή που να γράφει «Κρίση» για να κάνω το έργο «μοντέρνο» και «επίκαιρο». Τα πράγματα, όταν τ’ αφήσεις ήσυχα, φωτίζονται. Όταν ο συγγραφέας είναι σπουδαίος, και ο Καμπανέλλης είναι, προκύπτουν όλα φυσικά, δεν χρειάζεται να υπογραμμίσω εγώ κάποια στοιχεία. Ο κόσμος του είναι πολύ σύγχρονος, θίγει θέματα όπως τι σημαίνει ισότητα, τι σημαίνει όμοιο και τι ίσο. Τι σημαίνει να είσαι γυναίκα και τι άνδρας τη σημερινή εποχή. Ο Καμπανέλλης αντιστρέφει το αρχέτυπο, είναι η γυναίκα που δεν θέλει να παντρευτεί αλλά να ασχοληθεί με την καριέρα της, να ζήσει ελεύθερα τη ζωή της. Και είναι ο άνδρας που θέλει να παντρευτεί, αυτός είναι ο εγκλωβισμένος στο καλούπι της κοινωνίας.
— Τη διαφορά μεταξύ όμοιου και ίσου πώς την εννοείς;
Οι άνδρες και οι γυναίκες είναι ίσοι στα δικαιώματα, ανόμοιοι στη φύση. Είναι αυτό που λέει ο Πλάτωνας ως προς το γένος και το είδος. Ως προς το γένος είμαστε άνθρωποι, ως προς το είδος είμαστε διαφορετικοί. Η γυναίκα θέλει να είναι ίση με τον άνδρα, αλλά δεν μπορεί να είναι όμοια – κι εκεί αρχίζει το πρόβλημα, γιατί στο όνομα της (κοινωνικής) ισότητας δεν μπορούν να ισοπεδώνονται οι διαφορές στη φύση των δύο φύλων. Η γυναίκα θέλησε τόσο πολύ να είναι «ίση», που πήγε ενάντια στη φύση της – εν τέλει έβαλε τρικλοποδιά στον εαυτό της, προκάλεσε συγκρίσεις από τις οποίες μόνο χαμένη μπορεί να βγει.
— Με δεδομένο ότι έξι από τους εννιά ηθοποιούς που παίζουν στην παράσταση είναι νέοι που παρακολουθούν το εργαστήριο υποκριτικής σου, η σύνθεση του θιάσου ανταποκρίνεται στη διανομή που θέλει ο συγγραφέας;
Ένας μεγάλος ζωγράφος, όταν τον ρώτησε ένας μαθητής πώς έφτιαξε ένα συγκεκριμένο χρώμα, απάντησε ότι το εν λόγω χρώμα προέκυψε από τα άλλα δίπλα. Το ζήτημα είναι οι ιδιοσυγκρασίες των ηθοποιών να δημιουργούν την παλέτα των χρωμάτων που έχει ανάγκη το έργο. Η σωστή αίσθηση βγαίνει από την αντίθεση, το χρώμα από τη σύνθεση. Μένω πιστός στην ηλικιακή παλέτα, ενώ όλοι οι ηθοποιοί είναι νέοι, αλλά μόχθησα πολύ για να βρω τους τρεις που χρειαζόμουν (με οντισιόν στην οποία προσήλθαν 1.260 άτομα). Μη φανταστείς ότι στόχος μου είναι η Στέλλα να είναι μια νέα Μελίνα Μερκούρη. Θα ήταν χαμένο το παιχνίδι. Έτσι όπως έχω διαμορφώσει την ομάδα, δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές. Το έργο θα μπορούσε να λέγεται «Ταβέρνα η Μαρία».
Ιnfo:
Θέατρο Ακαδημία Πλάτωνος
Σπύρου Πάτση & Μαραθωνομάχων 8,
Βοτανικός (έναντι Λεωφόρου Αθηνών)
Κείμενο: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λάλος
Σκηνογραφία: Μιχάλης Σαπλαούρας
Κοστούμια: Άννα Παπαθανασίου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κρίστελ Καπερώνη
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης
Art Direction Φωτογραφιών: Άννα Παπαθανασίου
Παίζουν: Ξένια Αλεξίου, Γιώργος Γερονιμάκης, Τάσος Δέδες, Νατάσα Εξηνταβελόνη, Χριστίνα Μαριάννου, Πάνος Νάτσης, Γιάννα Τζερμιά, Γιώργος Τριανταφυλλίδης, Ουσίκ Χανικιάν
Παραστάσεις
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.15 & Κυριακή στις 20.15
Είσοδος 12 ευρώ κανονικό & 8 ευρώ μειωμένο | Διάρκεια 120'