Σήμερα ο Τσέχοφ θεωρείται ένας μεγάλος κλασικός. Διαβάζοντας τη ζωή του δε μπορεί κανείς παρά να σημειώσει ένα σωρό ενδιαφέροντα περιστατικά και λεπτομέρειες, οι οποίες δίνουν αρκετές απαντήσεις για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τους ήρωές του.
Στο έργο του οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που χάνονται μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ρώσικης επαρχίας, που ο ίδιος τόσο καλά γνώρισε όντας γιατρός. Ενώ το πρώτο του θεατρικό έργο, ο Γλάρος έχει ήδη κάνει επιτυχία από τον Στανισλάφσκι στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας το 1898 –αυτό ήταν το δεύτερο ανέβασμα, στο πρώτο ανέβασμα το έργο είχε αποτύχει παταγωδώς-, ο Τσέχοφ εγκαθίσταται το 1892 στο Μελίχοβο της Ουκρανίας, όπου ως γιατρός εξυπηρετεί 26 χωριά και 7 εργοστάσια. Προηγουμένως, έχει επισκεφτεί τη νήσο Σαχαλίνη, μελετώντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των καταδίκων.
Είναι όλοι τρελοί, εκνευριστικοί, αστείοι και ερωτεύσιμοι. Μία γελάνε μία κλαίνε, κυνηγούν ανεκπλήρωτους έρωτες, πέφτουν στην φωτιά σαν τις νυχτερινές πεταλούδες ξέροντας ότι αυτό θα είναι η καταστροφή τους, έχουν τον φόβο της απόρριψης και την ίδια στιγμή τον φόβο της αποδοχής
Ενώ ζει μια ζωή μέσα σε ασθενείς, όντας και ο ίδιος θύμα της φυματίωσης, είναι ενεργός πολίτης με κοινωνική συνείδηση, αντιστάσεις – ο ίδιος παραιτείται από μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας, διαμαρτυρόμενος για την ακύρωση της εκλογής του Γκόρκι – στα έργα του η αδράνεια είναι εξαπλωμένη παντού. Πολλές φορές ακούς ότι στα έργα του δε συμβαίνει τίποτα. Οι ήρωες του, έχουν θυσιάσει τη ζωή τους σ’ έναν σκοπό, που αρνείται να δικαιώσει την ύπαρξή τους. Αποδέχονται ειρωνικά τη ζωή, αυτοσαρκάζονται ως παράγοντες του κωμικού και ταυτόχρονα τραγικού στοιχείου που διαπνέει τα έργα του.
Ο Τσέχωφ διαφωνούσε με την καθιερωμένη δραματουργία της εποχής του, μια ιστορία που αρχίζει, εξελίσσεται, κορυφώνεται και τελειώνει. «Στη ζωή τα πράγματα δε συμβαίνουν έτσι», δηλώνει. Κηρύσσει το πιστεύω του μέσα από τα λόγια του Τρέπλιεβ στο «Γλάρο».«Χρειαζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης. Χρειαζόμαστε νέους τρόπους, κι αν δεν μπορούμε να τους δημιουργήσουμε καλύτερα να μην κάνουμε τίποτα»
Από το 1932 που πρωτοπαρουσιάσθηκε στην Ελλάδα ο Γλάρος από το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, μέχρι σήμερα, το έργο έχει ανέβει δεκάδες φορές. Οι σκηνοθέτες πάντα επιχειρούν να ερμηνεύσουν τον εξαιρετικά απλό μύθο του έργου, τις σκηνές της καθημερινής ζωής χωρίς αλληλουχία, τον ασύνδετο διάλογο των προσώπων. Οι συνομιλίες τους δεν είναι διάλογοι, αλλά μοιάζουν μονόλογοι που διασταυρώνονται.
«Ο Τσέχωφ ειδικά στον «Γλάρο» μιλάει για τις σχέσεις, το ανεκπλήρωτο, την ζωή και τον θάνατο, την απελπισία και την ελπίδα με τόσο σύγχρονο τρόπο που γίνεται επίκαιρος» λέει ο σκηνοθέτης Κώστας Φιλίππογλου, ο οποίος σκηνοθετεί το Γλάρο στο θέατρο Θησείον. «Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον σήμερα είναι ότι το κάνει με τόσο μαεστρία, γίνεται τόσο υπονομευτικός που το σοβαρό γίνεται αστείο και το αστείο τραγικό. Δημιουργεί χαρακτήρες και καρικατούρες με τέτοια ευκολία που στο τέλος ανατρέπει τις πεποιθήσεις σου για το ποιος ήρωάς του είναι βαθύς και ποιος επιφανειακός και μετά στο ανατρέπει και πάλι και καταλαβαίνεις πόσο πόνο και πόσο μανιακή χαρά κουβαλούν οι ήρωές του. Οι χαρακτήρες του είναι για γέλια και για κλάματα την ίδια στιγμή. Σαρκάζει το ανθρώπινο είδος και ταυτόχρονα αυτοσαρκάζεται με τρόπο απολαυστικό».
Ο Τσέχωφ λέει ότι «Εμείς οι Ρώσοι λατρεύουμε το παρελθόν μας, μισούμε το παρόν και φοβόμαστε το μέλλον”. Αντικατοπτρίζεται αυτό, στους χαρακτήρες του μέσα σε μια σχέση πλήξης την ίδια στιγμή που βιώνουν το δράμα της ζωής, το δράμα της φθοράς.
«Τα νιώθουν όλα αυτά με την αβάσταχτη ελαφρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και μερικές φορές δρουν, ερωτεύονται και βιώνουν την ζωή σαν ζόμπι, αλλά με εκρηκτική σωματική ενέργεια, συνεχίζει ο Κώστας Φιλίππογλου. « Είναι όλοι τρελοί, εκνευριστικοί, αστείοι και ερωτεύσιμοι. Μία γελάνε μία κλαίνε, κυνηγούν ανεκπλήρωτους έρωτες, πέφτουν στην φωτιά σαν τις νυχτερινές πεταλούδες ξέροντας ότι αυτό θα είναι η καταστροφή τους, έχουν τον φόβο της απόρριψης και την ίδια στιγμή τον φόβο της αποδοχής. Γενικά τους διακρίνει μια έντονη διπολικότητα. Θέλουν να ζήσουν ευτυχισμένοι, αλλά έχω την αίσθηση ότι αν τα καταφέρουν θα πεθάνουν από ανία. Για αυτό και προτιμούν την μανία».
Τα πρόσωπα στο «Γλάρο» αγωνίζονται να επικοινωνήσουν αλλά δεν τα καταφέρνουν. Ίσως το ότι βλέπουμε μέσα τους ένα alter ego μας, τη δραματική πορεία μέσα μας, στην εσωτερική μας ζωή, περισσότερο από όσο σε εξωτερικά γεγονότα, ίσως επειδή όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας «Οι άνθρωποι που ζουν μοναχική ζωή, πάντα έχουν κάτι στο μυαλό τους για το οποίο ανυπομονούν να μιλήσουν” μας κάνουν να επανερχόμαστε και να ξαναβλέπουμε τα έργα του με την περιέργεια της πρώτης φοράς, την ανάγκη να λύσουμε τους κρυμμένους γρίφους της δικής μας ύπαρξης.
Φωτογραφίες του Πάρι Ταβιτιάν για τη LIFO, από τις πρόβες του Γλάρου στο θέατρο Θησείον
O Γλάρος του Τσέχωφ ανεβαίνει στο θέατρο Θησείον από τις 5 Νοεμβρίου.
Η ταυτότητα της παράστασης:
Μετάφραση: Χαρά Σύρου, Aπόδοση – Σκηνοθεσία: Κώστας Φιλίππογλου, Σκηνικά – κοστούμια: Κένυ Μακλέλαν, Κίνηση – καλλιτεχνική συνεργασία:Φρόσω Κορρού, Μουσική: Lost Βodies, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Βίντεο – Φωτογραφίες - βοηθός σκηνογράφου: Όλγα Μπρούμα, Creative manager: Ελένη Καψαμπέλη, Βοηθός σκηνοθέτη: Εριφύλη Στεφανίδου
Ερμηνεύουν: Ναταλία Τσαλίκη, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Γιάννης Στεφόπουλος, Σοφία Γεωργοβασίλη,
Ίριδα Μάρα, Γιάννης Καραούλης
σχόλια