Ένας συγγραφέας, «μέτριος», όπως παραδέχεται στη συνομιλία του με έναν συνάδελφό του, που όμως τον τοποθετεί πολύ πιο πάνω από εκείνον, μόλις έχει επιστρέψει από κηδεία τρίτου προσώπου, επίσης συγγραφέα, που χάρη σε διάφορες και άσχετες από το μέγεθος του ταλέντου του και τη σημασία του έργου του καταστάσεις έτυχε μιας σκανδαλωδώς μεγαλειώδους κηδείας.
Στον απολαυστικό και σπαρταριστό μονόλογό του ο ήρωας, μέσα από τη συνομιλία του με έναν ομότεχνό του που ούτε βλέπουμε ούτε ακούμε –μόνο μέρος των σχολίων του μαθαίνουμε, καθώς ο ηθοποιός τα επαναλαμβάνει επί σκηνής–, αποκαλύπτει όλο το παρασκήνιο για το πώς έφτασε ο παντελώς ατάλαντος, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, αποθανών να γίνει πρώτη είδηση στην τηλεόραση και η γκράντε κηδεία του να συγκεντρώσει πλήθος περίεργων, προκαλώντας όχι μόνο την έκπληξη αλλά και την οργή του!
Όσα λέει στην πορεία ναι ακόμα πιο ξεκαρδιστικά. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, που έγραψε τον μονόλογο αυτό το 1992 και του έδωσε το τίτλο «Επικήδειος», κάτι θα είχε στο μυαλό του, ειδικά σε μια χώρα όπου τόσο εύκολα μυθοποιούμε και συχνά δοξάζουμε πρόσωπα που δεν το πολυαξίζουν.
Για την ακρίβεια, δεν είναι δύσκολο να σκεφτούμε περιπτώσεις που θα τον έκαναν να εξοργιστεί και να οδηγηθεί στη συγγραφή ενός αντίστοιχου μονολόγου. Ιδίως συγγραφείς που όχι μόνο δεν είναι αναγνωρισμένοι αλλά αυταπατώνται ως προς την πραγματική τους αξία, πιστεύοντας ότι είναι μεγάλοι, κορυφαίοι, ανεπανάληπτοι. Εκείνο που ουσιαστικά πετυχαίνει το κείμενο είναι να αναδείξει, πέρα από την απύθμενη ανθρώπινη ματαιοδοξία και τις μικρότητες της καθημερινότητας, τους ψευτοανταγωνισμούς που προκαλούν οι ανόητες παρεξηγήσεις και παρανοήσεις.
Ο μονόλογος είναι αξεπέραστος παρόλο που έχουν περάσει περισσότερα από εξήντα χρόνια απ' όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, και ο Χατζηπαναγιώτης καταφέρνει να συγκινήσει το κοινό, να συγκλονίσει όσους πορεύονται μόνοι στη ζωή και δεν έχουν κανέναν να τους ράψει ένα τρύπιο –ίσως το μοναδικό τους– παντελόνι.
Βρέθηκα στο ανοιχτό δημοτικό θέατρο της Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής», όπου ο γνωστός και πολύ αγαπητός, κυρίως από την τηλεόραση –αλλά όχι μόνο– πρωταγωνιστής Χρήστος Χατζηπαναγιώτης ερμήνευσε τον μονόλογο αυτό και ήταν μια ευχάριστη αποκάλυψη.
Δεν έχει σημασία το ότι γράφτηκε τριάντα χρόνια πριν, γιατί είναι σαν να διαδραματίζεται σήμερα, σαν να αναφέρεται σε όλους όσοι αγωνιούν περισσότερο για την υστεροφημία τους, για μια καθυστερημένη αναγνώριση και αποδοχή, όπως δεν έχει σημασία και το αν γράφτηκε για παλιότερους ανθρώπους των γραμμάτων (και «των πνευμάτων», όπως άκουσα κάποιον κάποτε να λέει) και όχι για τους σημερινούς. Γιατί δεν διαφέρουν σε τίποτα!
Ο Χατζηπαναγιώτης, ένας ηθοποιός μεγάλης γκάμας και με μεγάλη πορεία στην κωμωδία τόσο στο θέατρο όσο και στη μικρή οθόνη, σκηνοθετημένος από τον Μάνο Καρατζογιάννη με οικονομία και υπολογισμένη κινησιολογία, κατέκτησε τον ρόλο σε τέτοιο βαθμό που κάθε ανάσα και κάθε παύση, κάθε στιγμή έκπληξης ή αγανάκτησης μέσα από την ερμηνεία του αποκτούσε μια λαμπερή και καθάρια υπόσταση.
Ο Χατζηπαναγιώτης ήταν ο ήρωας του Καμπανέλλη πέρα για πέρα, με όλη την ωριμότητα και την αίσθηση του κωμικού που έχει αποκτήσει μέσα στα χρόνια στη σκηνή αλλά και στη ζωή. Και ο Καμπανέλλης ο ίδιος θα είχε απολαύσει την ερμηνεία του κι ας έχει αντικατασταθεί το παλιό, συμβατικό τηλέφωνο των αθηναϊκών σπιτιών με ακουστικά hands free που έδιναν την ελευθερία στον ηθοποιό να κινηθεί και να εκφραστεί σωματικά σε όλη την έκταση του λιτού μεν αλλά υπολογισμένου με ακρίβεια σκηνικού του Δημήτρη Καντά.
Αν η ερμηνεία του στον «Επικήδειο» είναι κάτι που επιβεβαιώνει στο κοινό του τη μεγάλη κωμική στόφα του, το δεύτερο μέρος του προγράμματος με κοινό τίτλο «Αυτός, ο άλλος και το παντελόνι του», το «Αυτός και το παντελόνι του», ένα από τα πλέον εμβληματικά έργα που ο Καμπανέλλης έγραψε για το Θέατρο Τέχνης και ερμήνευσε το 1957 ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ήταν μια πραγματική έκπληξη.
Ο μονόλογος ενός εργένη, ενός μεροκαματιάρη που επιβιώνει στη μεγάλη ανώνυμη πόλη χωρίς οικογένεια, μάνα, σύζυγο, παιδιά, ξεκινάει με αρκετή δόση χιούμορ και καταλήγει σπαρακτικό. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού ο μεσήλικος άντρας αποδεικνύεται αδύναμος απέναντι σε μια μικρή ατυχία που όμως τον ξεπερνάει τελικά. Το μοναδικό παντελόνι που έχει για να πηγαίνει στη δουλειά του σκίζεται και αδυνατεί να το επιδιορθώσει.
Ένα τόσο μικρό γεγονός τον φέρνει αντιμέτωπο με τη μηδαμινότητα, με την απειλή των γηρατειών, με την απουσία της μάνας – ποιος ξεπερνάει ποτέ την απώλειά της; Και τα βάζει με τους γείτονες, με το παντελόνι και τα έπιπλα, με τον ίδιο του τον εαυτό που έμεινε μαγκούφης – η μοναξιά είναι αδυσώπητη, δεν παλεύεται. Ο μονόλογος είναι αξεπέραστος, παρόλο που έχουν περάσει περισσότερα από εξήντα χρόνια απ' όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, και ο Χατζηπαναγιώτης καταφέρνει και πάλι να συγκινήσει το κοινό, να συγκλονίσει όσους πορεύονται μόνοι στη ζωή, χωρίς κανέναν να τους ράψει ένα τρύπιο –ίσως το μοναδικό τους– παντελόνι.
Ήταν μια βραδιά μεγάλης θεατρικής συγκίνησης, μια παράσταση αντάξια της μνήμης του σπουδαίου συγγραφέα που φέτος τιμούμε, μια ερμηνεία που ανανεώνει τόσο τα δύο υπέροχα κείμενα του νεοελληνικού θεάτρου όσο και τη σχέση του συγγραφέα με όσους κάποτε τον γνώρισαν μέσα από μνημειώδεις παραστάσεις όπως η «Αυλή των Θαυμάτων», το «Μεγάλο μας τσίρκο», η «Γειτονιά των αγγέλων», τα «Τέσσερα πόδια του τραπεζιού» και ταινίες όπως η «Στέλλα» του Κακογιάννη ή ο «Δράκος» του Κούνδουρου.
Η παράσταση της Ηλιούπολης αποτέλεσε την αθηναϊκή πρεμιέρα και θα ακολουθήσει μίνι περιοδεία που θα κάνει στάση και στη Νάξο, γενέτειρα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, όπου θα παιχτεί στις 11 Αυγούστου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Πύργου Μπαζαίου, πριν επιστρέψει στην πρωτεύουσα. Ελπίζω να είμαι εκεί, να το ξαναδώ.
«Αυτός, ο άλλος και το παντελόνι του» του Ιάκωβου Καμπανέλλη
Σκηνοθεσία:Μάνος Καρατζογιάννης
Σκηνικά:Δημήτρης Καντάς
Κοστούμια:Βασιλική Σύρμα
Μουσική:Αντώνης Παπακωνσταντίνου
Ερμηνεύει ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης