Δέκα χρόνια το σκεπτόταν και τώρα το όνειρο πραγματοποιείται με τον ιδανικό θίασο (παίζουν ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, ο Άρης Λεμπεσόπουλος, η Μάγια Λυμπεροπούλου, η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, ο Χρήστος Στέργιογλου, ο Όμηρος Πουλάκης, η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδη). «Στην παράσταση που θα δείτε τα πρόσωπα ζωντανεύουν όχι μόνο από καλούς ηθοποιούς αλλά από ηθοποιούς που ταιριάζουν με τους ρόλους. Επιπλέον, συνέβη το εξαιρετικό, να είναι όλοι τους πολύ ευχαριστημένοι -αυτό το μαγικό οφείλεται στον Έλιοτ, δεν χρειάστηκε να τους πείσω για κάτι» λέει η σκηνοθέτης. Το κοινό ανταποκρίθηκε άμεσα: τα εισιτήρια έχουν σχεδόν εξαντληθεί.
Η Βαρβάρα Μαυρομάτη έχει αδυναμία στο θέατρο όπου ο λόγος πρωταγωνιστεί. «Αγαπώ τους ποιητές» λέει. «Από μικρή αυτό το είδους λόγου ήταν το αγαπημένο μου. Ο πεζός λόγος μού φαίνεται εγκεφαλικός, ο λόγος της ποίησης είναι ο λόγος των αισθήσεων. Έπειτα, όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη κατάσταση, σε μεγάλη λύπη, όλοι γινόμαστε λίγο ποιητές - εκεί θαρρείς οι λέξεις λιγοστεύουν». Ήταν φυσικό, όταν την απορρόφησε το θέατρο, το ενδιαφέρον της να στραφεί στους ποιητές που έχουν γράψει και θέατρο. «Μ' αρέσει σ' αυτούς που δεν είναι τόσο "έντεχνοι", αν και στο Κοκτέιλ Πάρτι αυτό δεν ισχύει. Ο Έλιοτ περνάει στη δομή του έργου την αγάπη του για τις λαϊκές μορφές του θέατρου, το μπουλβάρ και το μιούζικ χολ - ειδικά στο πρώτο μέρος, οι αλλεπάλληλες είσοδοι και έξοδοι των προσώπων θυμίζουν καθαρά μπουλβάρ. Μόνο που ο Έλιοτ αντικατέστησε τις απλοϊκές ατάκες του μπουλβάρ με λόγο άλλης ποιότητας και "μεταμόρφωσε" τις συγκρούσεις σε συγκρούσεις ιδεών».
Το έργο αρχίζει και τελειώνει μ' ένα πάρτι. Στο πρώτο η σύζυγος έχει μόλις εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία. Στο δεύτερο έχει επιστρέψει. Εκείνος είναι ο «άνδρας που δεν μπορεί να αγαπήσει», εκείνη η «γυναίκα που δεν έχει αγαπηθεί». Το δεδομένο δεν είναι τα συναισθήματα ανάμεσά τους αλλά ο γάμος. «Γιατί να μιλάμε γι' αγάπη; Είχαμε συνηθίσει ο ένας τον άλλον, ήμασταν κάτι δεδόμενο» λέει ο σύζυγος. Ο ίδιος, σε μια στιγμή αυτογνωσίας, θα πει: «Σήμερα το πρωί είδα τον εαυτό μου σαν έναν άνδρα μέσης ηλικίας, αυτή είναι η χειρότερη στιγμή, όταν νιώσεις ότι δεν επιθυμείς ό,τι επιθυμούσες άλλοτε, ότι δεν αρκεισαι σ' αυτό που μπορείς να επιθυμείς και δεν ξέρεις ακόμη τι σου απομένει να επιθυμείς». «Κι αυτό που λέει, εν τέλει, ο Έλιοτ είναι ότι οι επιλογές που έχουμε δεν είναι απεριόριστες, βασικά είναι δύο: ή θα ζήσεις στον κόσμο, που σημαίνει ότι θα δεχθείς τη λογική και την ηθική του ή, στην αντίθετη περίπτωση, η αναχώρηση είναι η μόνη λύση. Στο έργο ο γάμος, ως σύμβολο των αξιών της κοινωνίας, διασώζεται, το ζευγάρι δεν χωρίζει, άρα ο ποιητής καταλήγει στη ζωή εντός του κόσμου» λέει η Βαρβάρα Μαυρομάτη.
Στο «η Κόλαση είναι οι άλλοι» του Σαρτρ ο Έλιοτ απαντά ότι η Κόλαση είναι ο εαυτός μας. «Η Κόλαση είναι άδεια κι ό,τι υπάρχει μέσα της είναι δικές μας προβολές. Τα πρόσωπα είναι τεράστια Εγώ, κανείς δεν ακούει τον άλλον. Απλώς στέκονται σε λέξεις -ο ένας αρπάζει τη λέξη του άλλου και απαντά σ' αυτήν και όχι στο συνολικό νόημα (όπως συμβαίνει με τις συζητήσεις των πολιτικών). Υποστηρίζουν πολύ σοβαρά το εγώ τους, στην υπερβολή, αλλά τον άλλο δεν μπαίνουν στο κόπο να τον ακούσουν. Είναι όπως στο θέατρο, όταν η ματιά ή οι απόψεις κάποιων θεατών δεν συμφωνούν μ' αυτές της παράστασης και βγαίνουν έξω και λένε "Μπα, δεν είναι έτσι το έργο". Δηλαδή πώς είναι, και γιατί αυτό που νομίζεις εσύ είναι πιο σωστό απ' ό,τι πιστεύω εγώ - είναι πουθενά γραμμένο; Μπορεί να μη σ' ενδιαφέρει η δική μου ματιά, αυτό το σέβομαι. Άλλος βρίσκει μία παράσταση συγκλονιστική, κι άλλος εφετζίδικη - προφανώς έχουν διαφορετικές διαδρομές. Θέλω να πω λέξεις ζωντανεύουμε κι αυτό κάποτε έχει άσχημες συνέπειες». Λέει πως σέβεται το λόγο και αποφεύγει εξτρίμ σκηνοθετικές προσεγγίσεις γιατί ο σκηνοθέτης είναι ερμηνευτής, δεν είναι δημιουργός. «Για μένα η τέχνη ήταν επιλογή ζωής. Αυτό αγαπούσα κι ήθελα να κάνω, παρ' ότι ήξερα ότι δεν θα ήταν εύκολο. Αυτή την «εφηβεία» την κρατάω ακόμη, κάνω ό,τι αγαπάω. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι δεν είμαι επαγγελματίας, γιατί μετά από μια παράσταση χάνομαι για κάποιο διάστημα. Αλλά έχω ρυθμίσει έτσι τη ζωή μου και τις ανάγκες μου, ώστε, αντί της τακτικής παρουσίας του επαγγελματία, να μπορώ να προτείνω τον έρωτα του καλλιτέχνη».
σχόλια