Κανένας, ούτε καν ο κραταιός και πάσι κλεινός Οιδίπους, δεν αντέχει να πορευθεί στο σκοτάδι ολομόναχος. Κι ας έχει στο πλευρό του την Ιοκάστη· εκείνη πολεμάει τους δικούς της δαίμονες και χάνεται, αφήνοντας τον σύζυγό της, ορφανό πλέον, να συνεχίσει την κάθοδό του στην κόλαση.
Μονάχα ο Χορός μένει δίπλα του από την αρχή ως το τέλος. Ο Χορός, που στρέφεται αρχικά γεμάτος απελπισία στον Οιδίποδα ως σωτήρα, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι ο πολυαγαπημένος βασιλιάς του, ο ευφυέστερος των θνητών, είναι αυτός που χρειάζεται πρώτος σωτηρία.
Η ταύτιση με τους χτυπημένους από τον λοιμό κατοίκους της Θήβας φανερώνεται από την πρώτη στιγμή, όταν ο τύραννος ομολογεί –και όλα δείχνουν πως το εννοεί– ότι «περισσότερο γι' αυτούς πονάω παρά για τον εαυτό μου». Οι Θηβαίοι με τη σειρά τους επιδεικνύουν αδιάσειστη αφοσίωση προς το πρόσωπό του, αδυνατώντας να ξεχάσουν το καλό που τους έκανε κάποτε αυτός ο άνδρας, όταν έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας.
H αδιαπραγμάτευτη απλότητα, η εντυπωσιακή σαφήνεια και συνοχή της παράστασης αποδεικνύονται σημαντικοί σκηνοθετικοί στόχοι που επιτυγχάνονται με ταπεινά και πολύτιμα υλικά, χωρίς ίχνος επιδεικτικού πνεύματος, αλλά, αντιθέτως, με διακαή διάθεση μετάδοσης της τραγικής ιστορίας του Οιδίποδα μέσω μιας συνεχούς και άμεσης επικοινωνίας με το κοινό.
Ο Χορός των γερόντων κάνει έκκληση στους θεούς, προτείνει να ζητηθεί η συμβουλή του Τειρεσία, θυμώνει όταν ο μάντης κατηγορεί τον βασιλιά του, απορεί, σοκάρεται, εξανίσταται, τάσσεται όμως σταθερά υπέρ του Οιδίποδα και όταν ενοχλείται από την άδικη συμπεριφορά του τελευταίου προς τον Κρέοντα. Ακόμα σπουδαιότερο, ενθαρρύνει τον ήρωα στην επώδυνη αναζήτηση της αλήθειας, τον στηρίζει ολόψυχα, αδιασάλευτα, με μια προσκόλληση συγκινητική και γνήσια. Αντιμέτωπος με το φρικώδες θέαμα του καταρρακωμένου και τυφλωμένου άνακτα, τέλος, ο Χορός επιδεικνύει πρωτοφανή συμπόνια απέναντι στο μαρτύριό του, προκαλώντας την έκπληξη μέχρι και του ίδιου του Οιδίποδα, που αναφωνεί άναυδος: «Ιώ, φίλε καλέ, ακόμη συμπαραστάτης πιστός μένεις;».
Επιμένω εδώ στην ανάλυση της σχέσης αυτής, επειδή είναι ίσως η πρώτη φορά, στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, που την είδα να αναδύεται με τόση καθαρότητα και συνέπεια.
Πότε ως ομάδα ευσεβών Θηβαίων και πότε ως ατόφιο λυρικό όργανο, ο Χορός (Μ. Αφολαγιάν, Δ. Γεωργαλάς, Δ. Καραβιώτης, Κ. Κοράκης, Αλκ. Μαγγόνας, Δ. Μαύρος, Β. Παπαδημητρίου, Γ. Πολιτάκης, Γ. Τσουρής. Β. Ψωμάς) είναι εδώ, παρών, σε επίπεδο ουσιαστικό – πάντοτε συναγωνιστής του Οιδίποδα και ουδέποτε διακοσμητικός. Κι αυτό επιτυγχάνεται κυρίως χάρη στον τρόπο με τον οποίο τα χορικά παράγονται «ζωντανά» και πλέκονται αβίαστα μέσα στα επεισόδια: γίνονται ένα σώμα αρμονικό, χωρίς «ραφές», ένα αδιάσπαστο όλον που χαίρεσαι να το ακούς και να το βλέπεις. Δεν υπάρχει πουθενά η συνήθης αίσθηση ενός τυποποιημένου «διαλείμματος» μεταξύ διαλογικών μερών. Υπάρχει αντιθέτως μια οργανική, εύρυθμη ενότητα, την οποία τίποτα δεν μοιάζει ικανό να υπονομεύσει.
Μαζί στη χαρά, μαζί στην αγωνία, μαζί και στον όλεθρο: το κυρίαρχο συναίσθημα του κάθε στάσιμου μετατρέπεται σε τραγούδι με νόημα για τον σημερινό θεατή. Το μέλος συμπυκνώνει και αναδεικνύει τη διάνοια. Αυτό κατόρθωσε ο Μίνως Μάτσας με τη μουσική του, αντλώντας τεχνηέντως έμπνευση από τη δεξαμενή της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής και νοηματοδοτώντας με ζωογόνο οίστρο το πιο σκοτεινό ταξίδι αυτογνωσίας που γέννησε ο δυτικός πολιτισμός.
Ανάμεικτες παραδοσιακές αναφορές χαρακτηρίζουν επίσης τα κοστούμια του Πάρη Μέξη, τα οποία θα απέδιδαν ικανοποιητικότερα αισθητικά αποτελέσματα αν ο ενδυματολόγος φρόντιζε να τους εξασφαλίσει μεγαλύτερη σύνδεση με το σήμερα. Ελαφριά σύγχυση προκάλεσε η εμφάνιση της Ιοκάστης, κάτι μεταξύ γκέισας και μινωικής θεάς των όφεων, με τα στήθη της υπερτονισμένα και τις βελόνες-κεραίες να εξέχουν από την πλούσια κόμη της, προκαλώντας αδιόρατα τη θυμηδία του θεατή.
Όσο για τα πήλινα μωρά (του ιδίου συνεργάτη), τα οποία ο Χορός «σπείρει» προσεκτικά στην ορχήστρα, αυτά προσδίδουν ένα σαγηνευτικό grand guignol στοιχείο στο εγχείρημα, έτσι όπως κείτονται μεταξύ παρωδίας και τρόμου, στη σφαίρα του γκροτέσκου και του ανοίκειου δηλαδή, εκεί όπου κατοικεί εν μέρει ο ίδιος ο Οιδίπους.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης αγωνίζεται να πλάσει τον σοφόκλειο ήρωα με πάθος και γνώση. Η υποδειγματική άρθρωσή του, η βαθιά, υποβλητική φωνή του, το απόλυτο δόσιμό του στον ρόλο που ερμηνεύει είναι αδιαμφισβήτητα. Η πορεία του ήρωα χτίζεται αριστοτεχνικά, όλα τα στάδια που διανύει καθίστανται ευδιάκριτα και ο οίκτος μας δεν αργεί να εγερθεί, καθώς τον βλέπουμε να χώνεται σαν ανήμπορο παιδί στην αγκαλιά της Ιοκάστης ή να κοιμάται κουβαριασμένος στο χώμα τον εφιαλτικό ύπνο του. Κάπου στο τέλος, όμως, μετά την τύφλωση, τον χάνουμε. Η εκτόξευση δεν έρχεται. Σαν κάτι να μένει ανολοκλήρωτο, σαν ο κύκλος του πόνου να κόβεται ή να σβήνει ξέπνοος – κι εμείς μένουμε μετέωροι.
Ευσυνείδητη και πρόθυμη, η Αμαλία Μουτούση φέρει εις πέρας την αποστολή της ως Ιοκάστη με ζέση – θα χρειαστεί να σκάψει πιο βαθιά, όμως, για να συναντήσει την τραγική φλέβα της ηρωίδας της.
Κουκουλοφόρος και μυστηριώδης, απρόσωπος εκπρόσωπος ενός άλλου κόσμου, ο Τειρεσίας του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη είναι ένας παράξενος μεσαιωνικός Χάρος που ψιθυρίζει φριχτές αλήθειες στα ώτα ενός άψυχου μωρού, σε μία από τις πιο γοητευτικές σκηνές της παράστασης.
Οι αναζωογονητικές παρουσίες του Γιώργου Ζιόβα (Κορίνθιος Άγγελος) και του Γιώργου Ψυχογιού (Θεράπων Λαΐου) φέρνουν την αναγκαία κωμική ανάσα λίγο πριν από το δυσβάσταχτο τέλος.
Εν κατακλείδι, η αδιαπραγμάτευτη απλότητα, η εντυπωσιακή σαφήνεια και συνοχή της παράστασης αποδεικνύονται σημαντικοί σκηνοθετικοί στόχοι που επιτυγχάνονται με ταπεινά και πολύτιμα υλικά, χωρίς ίχνος επιδεικτικού πνεύματος, αλλά, αντιθέτως, με διακαή διάθεση μετάδοσης της τραγικής ιστορίας του Οιδίποδα μέσω μιας συνεχούς και άμεσης επικοινωνίας με το κοινό.
Τα μωρά που δεν κλαίνε, αλλά πάντα διεκδικούν, η μουσική που πυρακτώνει τις γωνίες, η σπείρα που διαγράφεται στο χώμα από τις υδάτινες χοές, τα κουδουνάκια που ηχούν ως βουκολικές υπομνήσεις μιας ανέφικτης ειδυλλιακότητας, η βροντερή και επείγουσα φωνή του Γιωργή Τσουρή, η ασθμαίνουσα ανάσα του Οιδίποδα που τρυπάει τα πνευμόνια του Χορού, το εορταστικό τσάμικο της Ιοκάστης που σέρνει από το χέρι τον άνδρα και υιό της, νομίζοντας για μια στιγμή πως νίκησε τη Μοίρα, συνθέτουν μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της παράστασης.
Και, φυσικά, η ποιητικότερη ίσως όλων, η σκηνή όπου ο τυφλωμένος Οιδίπους ψηλαφεί απονενοημένος τα θρύψαλλα του βρέφους που μόλις έσπασε με τα ίδια του τα χέρια: ένα εγκαταλελειμμένο παιδί που αδυνατεί να συλλάβει για ποιον λόγο έγινε το παιχνίδι του χίλια κομμάτια, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιεί ότι δεν θα συναρμολογηθούν ποτέ ξανά· και κάτι από τη ζωή του χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Info:
Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος
Μετάφραση: Γιάννης Λιγνάδης
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Σκηνογραφία-Κοστούμια: Πάρις Μέξης
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Κίνηση: Κική Μπάκα
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Βοηθοί σκηνοθέτη: Δήμητρα Δερμιτζάκη, Έλενα Σκουλά
Βοηθός μουσικού συνθέτη: Δήμητρα Αγραφιώτη
Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Λιγνάδης, Αμαλία Μουτούση, Νίκος Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιώργος Ζιόβας, ΓιώργοςΨυχογιός, Νικόλας Χανακούλας
Χορός: Μιχάλης Αφολαγιάν, Δημήτρης Γεωργαλάς, Δημήτρης Καραβιώτης, Κώστας Κοράκης, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Δημήτρης Μαύρος, Βασίλης Παπαδημητρίου, Γιάννης Πολιτάκης, Γιωργής Τσουρής, Βαγγέλης Ψωμάς
Επόμενοι σταθμοί περιοδείας
26/7: Κοζάνη, 27/7: Οινιάδες, 28-29/7: Πάτρα, 31/7-1/8: Χανιά, 2-3/8: Ηράκλειο, 4/8: Ρέθυμνο, 6/8: Αρτέμιδα, 10/8: Άνδρος, 17/8: Αρχαία Ολυμπία, 18-19/8: Καλαμάτα, 20/8: Σπάρτη, 21/8: Πρέβεζα, 22/8: Άργος, 26/8: Ηλιούπολη (Δημοτικό Θέατρο Άλσους), 29/8: Νίκαια (Κατράκειο Θέατρο), 3/9: Βύρωνας (Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη), 5/9: Πετρούπολη (Θέατρο Πέτρας), 9/9: Παπάγου (Κηποθέατρο), 10/9: Πειραιάς (Βεάκειο Θέατρο).
σχόλια