Τον περασμένο Γενάρη κυκλοφόρησε στη Γερμανία ξανά, έπειτα από 70 χρόνια, το πολυσέλιδο βιβλίο του Αδόλφου Χίτλερ «Ο Αγών μου», σε μια «επιστημονική», εξαντλητικά σχολιασμένη έκδοση του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου (με 3.700 υποσημειώσεις που κατευθύνουν τη «σωστή» ανάγνωση των 2.000 σελίδων του). Λίγους μήνες πριν, τον Σεπτέμβριο του 2015, έκανε πρεμιέρα στο Kunstfest της Βαϊμάρης η παράσταση θεάτρου-ντοκουμέντο των Rimini Protokoll, «Adolf Hitler: Mein Kampf, vol. 1&2» που θα δούμε σε λίγες μέρες και στην Αθήνα (Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών).
Δεν τους πρόλαβε το γεγονός. Αντιθέτως, η Helgard Haug και ο Daniel Wetzel προετοίμασαν το πλαίσιο στο οποίο θα εξελισσόταν αργότερα το debate για το αν και κατά πόσο είναι θεμιτή η άρση της απαγόρευσης επανέκδοσης και διανομής του βιβλίου, μετά τη λήξη του copyright, 70 χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα. Πρόθεσή τους ήταν να διερευνήσουν τον «μύθο» ενός βιβλίου που είναι σύμβολο μιας «καταραμένης» εποχής και εργαλείο συγκεκριμένης πολιτικής ιδεολογίας. Ο Χίτλερ το έγραψε το 1924, έγκλειστος στη φυλακή του Λάντσμπεργκ, όπου εξέτιε ποινή για εσχάτη προδοσία ως επικεφαλής του αποτυχημένου Πραξικοπήματος της Μπιραρίας (1923). Μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το «Mein Kampf» είχε κυκλοφορήσει σε 12,5 εκατομμύρια αντίτυπα – είναι μία από τις πολλές πληροφορίες που παρέχει η παράσταση των R.P., η οποία «απαντά» στο γνωστό επιχείρημα των Γερμανών ότι αγνοούσαν την εγκληματική φύση και τις ειδεχθείς πρακτικές του ναζιστικού καθεστώτος.
Αν ρωτήσεις ειδικούς από εξτρεμιστικές ακροδεξιές ομάδες ποια σημεία του βιβλίου "εμπνέουν" τους νεοναζί, θα σου απαντήσουν ότι αυτά δεν αφορούν τις αντισημιτικές ιδέες του Χίτλερ αλλά τα σημεία όπου αμφισβητεί ή γελοιοποιεί το δημοκρατικό πολίτευμα και τον κοινοβουλευτισμό.
Πρόθεσή τους ήταν να ερευνήσουν ποια ήταν η τύχη του βιβλίου από το 1945 μέχρι σήμερα στη Γερμανία και στον υπόλοιπο κόσμο, πιστεύοντας ότι η ανοιχτή και απαλλαγμένη από προκατασκευασμένες απόψεις εξερεύνηση του βιβλίου είναι ο καλύτερος τρόπος απομυθοποίησής του και «αδειάσματος» της συμβολικής του «αξίας». Παρά τις απαγορεύσεις στη Γερμανία, το «Mein Kampf» μπορούσε να το βρει όποιος ήθελε να το διαβάσει – κυκλοφορεί, άλλωστε, ελευθέρα σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο (και στην Ελλάδα). Κλείνοντας τα μάτια, υποστηρίζουν οι R.P., δεν εξαφανίζεις το πρόβλημα – πάντα η καλύτερη στρατηγική είναι να το εξετάζεις με τόλμη, δίνοντας καθαρές απαντήσεις που αφυπνίζουν τη συνειδητή, υπεύθυνη στάση των πολιτών.
Είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι το «Mein Kampf» έχει μολυσματική δύναμη, λέει ο Wetzel (Spiegel on line, 8.01.2016). Η ανάγνωσή του βοηθά να κατανοήσουμε την Ιστορία, δεν δημιουργεί νέους ναζί. Και η Haug προσθέτει: «Δεν χρειάζεται να διαβάσεις το "Mein Kampf" για να βάλεις φωτιά σ' έναν καταυλισμό προσφύγων ή να υποδαυλίσεις το μίσος με τον δημόσιο λόγο σου. Αν ρωτήσεις ειδικούς από εξτρεμιστικές ακροδεξιές ομάδες ποια σημεία του βιβλίου "εμπνέουν" τους νεοναζί, θα σου απαντήσουν ότι αυτά δεν αφορούν τις αντισημιτικές ιδέες του Χίτλερ αλλά τα σημεία όπου αμφισβητεί ή γελοιοποιεί το δημοκρατικό πολίτευμα και τον κοινοβουλευτισμό. Εκεί εντοπίζεται σήμερα ο κίνδυνος κι ένας τρόπος υπάρχει για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά: η μελέτη των εννοιών και της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Όταν το Pegida (σ.σ. στα γερμανικά Patriotische Europäer gegen die Islamisierung des Abendlandes, Ευρωπαίοι Πατριώτες κατά του εξισλαμισμού της Δύσης, ακροδεξιό κίνημα που ιδρύθηκε στη Δρέσδη το 2014 και διεκδικεί αυστηρούς νόμους για τη μετανάστευση, ιδίως για τους μουσουλμάνους) αναζωπυρώνει μίση μιλώντας για "ΜΜΕ που ψεύδονται", είναι πολύ κοντά σ' αυτά που έλεγε ο Χίτλερ για τις "εφημερίδες-σκουπίδια"».
Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα που εξετάζει η παράσταση των R.P. είναι τι θα απαντήσουν τα δικαστήρια σε περίπτωση καταγγελιών ότι το βιβλίο υποκινεί το μίσος. Μέχρι σήμερα δεν υπήρχε σχετική απόφαση ανώτατου δικαστηρίου. Κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις ανθρώπων που οδηγήθηκαν στο δικαστήριο επειδή πωλούσαν (παράνομα) το βιβλίο σε παζάρια απορρίφθηκαν με το σκεπτικό ότι το ισχύον Σύνταγμα είναι μεταγενέστερο της έκδοσης του «Mein Kampf», άρα δεν μπορεί να το παραβιάζει.
Όπως και στις άλλες παραστάσεις τους, οι R.P. στηρίζουν την παράστασή τους στην κατάθεση «ειδικών» που συνδέονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με το θέμα τους και δίνουν την προσωπική μαρτυρία τους. Εδώ συμμετέχουν έξι περφόρμερ: η νομικός, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης με ειδικότητα στα ανθρώπινα δικαιώματα, Sibylla Flügge, η επίσης νομικός Anna Gilsbach, ως ειδικός στη νομοθεσία για τα πνευματικά δικαιώματα και στη ρητορική του μίσους, ο Matthias Hageböck, που είναι συντηρητής βιβλίων στη Herzogin Anna Amalia Bibliothek της Βαϊμάρης, ο τυφλός ραδιοφωνικός παραγωγός Christian Spremberg που διαβάζει αποσπάσματα από το «Ο Αγών μου» από μια έκδοση του βιβλίου σε σύστημα Μπράιγ, ο μουσικός Volkan Türeli, τουρκικής καταγωγής ράπερ στη Γερμανία που μέσα από τα τραγούδια του προσπαθεί να αντιμετωπίσει το ακροδεξιό μίσος, ο δικηγόρος Alon Kraus, γιος επιβιώσαντος από το Ολοκαύτωμα που μένει στο Τελ-Αβίβ (και χαρίζει ευπρόσδεκτο γέλιο στο κοινό αφηγούμενος πώς προσπαθεί να γοητεύσει νεαρές Γερμανίδες τουρίστριες, διαβάζοντάς τους αποσπάσματα ρατσιστικού περιεχομένου από το ναζιστικό «ευαγγέλιο»).
Σε βίντεο εμφανίζεται ο Othmar Plöckinger που εργάστηκε για την καινούργια, σχολιασμένη έκδοση του «Mein Kampf», καταθέτοντας σε βίντεο τη δική του ειδική μαρτυρία, των ιστορικών που επί μακρόν υποστήριζαν την ανάγκη μιας τέτοιας έκδοσης με το σκεπτικό ότι θα στερήσει από το βιβλίο τη γοητεία του παράνομου και θα απομυθοποιήσει το περιεχόμενό του, σε μια εποχή που στο Διαδίκτυο μπορεί να βρει κάποιος πολλές διαφορετικές εκδόσεις του. Σημειωτέον ότι ακόμη και ο επικεφαλής του Κεντρικού Εβραϊκού Συμβουλίου της Γερμανίας, Josef Schuster, δήλωσε στο Associated Press πως δεν έχει αντίρρηση για μια κριτικά σχολιασμένη έκδοση που απαντά επιστημονικά στις ρατσιστικές θεωρίες του Χίτλερ. Παρ' όλα αυτά, δεν ήταν λίγες οι φωνές που αντιμετώπισαν την έκδοση με σοβαρές αμφιβολίες, μιλώντας για βιβλίο-τρόπαιο στις βιβλιοθήκες των νεοναζί.
Mε αφορμή την επανέκδοση στη Γερμανία του «Μein Kampf, vol. 1 & 2» και την παράσταση των Rimini Protokoll
Ακολουθώντας το παράδειγμα των Rimini Protokoll, θέσαμε τρεις ερωτήσεις σε τέσσερις Έλληνες «ειδικούς», τον Σεραφείμ Σεφεριάδη (αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), τον συγγραφέα Σάββα Μιχαήλ, την Πέπη Ρηγοπούλου (καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών) και τον Πολυμέρη Βόγλη (αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας).
Oι ερωτήσεις:
Ι.
Ήταν σωστή η επί δεκαετίες απαγόρευση της έκδοσης του βιβλίου του Χίτλερ; Εκτός συμβολικού πλαισίου, δικαιολογεί η επανέκδοση του βιβλίου προβληματισμό και ανησυχία, σε μια περίοδο που σημειώνεται άνοδος των εθνικιστικών/ρατσιστικών ιδεών και των ακροδεξιών κομμάτων στη Γερμανία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες;
ΙΙ.
Τίθεται ζήτημα προστασίας της δημοκρατίας; Πού τελειώνουν τα (θεσπισμένα από το δημοκρατικό πολίτευμα) δικαιώματα ανθρώπων/πολιτών που δεν τη σέβονται, και των οποίων ο λόγος διακηρύσσει την αμφισβήτηση και εν τέλει την κατάλυσή της;
ΙΙΙ.
Από την άλλη, οι σύγχρονες δημοκρατίες αντιδρούν σπασμωδικά (ψηφίζονται νόμοι που επαναφέρουν λογικές λογοκρισίας, όπως ο νόμος Γκεσό, και περιστέλλουν θεμελιώδεις ελευθερίες, μεταξύ άλλων και της καλλιτεχνικής έκφρασης) σε μια εποχή που ζούμε την τρομακτική ελευθερία του Διαδικτύου. Ποια πιστεύετε ότι είναι η σωστή στάση των προοδευτικών πολιτών αυτή την περίοδο απορρύθμισης και επανεξέτασης βασικών αξιών του δυτικού κόσμου;
Σεραφείμ Σεφεριάδης
Ι.
Η επί δεκαετίες απαγόρευση της επανέκδοσης στη Γερμανία αντανακλούσε μια απολύτως εύλογη συλλογική ανάγκη καταδίκης του ναζισμού, και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Η εγκληματική φύση του φασισμού αποτελεί ιστορικά βιωμένη παρακαταθήκη της ανθρωπότητας, και όποιος, έργω ή λόγω, παραγνωρίζει ή σχετικοποιεί αυτή την παράμετρο δεν προωθεί κάποιον δήθεν «πλουραλισμό της άλλης άποψης» αλλά εισηγείται έναν γνωστικό παλιμπαιδισμό στον οποίο πρέπει να αντισταθούμε. Όμως η πραγματικότητα αυτή ενείχε (και ενέχει) και τον κίνδυνο της μυθοποίησης του εν λόγω, ιδιαιτέρως κακογραμμένου, βιβλίου. Στο θέμα αυτό απαιτείται νηφαλιότητα. Δεν γίνεται κάποιος φασίστας, διαβάζοντας το «Mein Kampf» – ασφαλώς και όχι. Όμως το ζήτημα του συμβολισμού της έκδοσης δεν είναι διόλου αμελητέο: μπορεί κάποιος να θεωρήσει πως αποτελεί έμμεση νομιμοποίηση της εγκληματικής ναζιστικής δοξασίας στη χώρα όπου γεννήθηκε και πως, με την έννοια αυτή, ανοίγει και πάλι, στην ιδιαίτερα φορτισμένη σημερινή συγκυρία, συζήτηση για τις φασιστικές ιδέες και πρακτικές. Πιστεύω πως ο εξονυχιστικός κριτικός υπομνηματισμός της έκδοσης του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου αντιμετωπίζει με επάρκεια τον κίνδυνο αυτό και εύχομαι η επανέκδοση να προστεθεί σε έργα όπως το «Lying about Hitler» (Basic Books, 2002) του αγαπητού μου φίλου, ιστορικού στο Cambridge, Richard J. Evans, όπου απαντώνται καίρια οι πρακτικές των αρνητών του Ολοκαυτώματος αλλά και συνολικότερα του μεθοδολογικά ανεπίγνωστου σχετικισμού που τα τελευταία χρόνια καταδυναστεύει τις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Βέβαια, το ποια ακριβώς θα είναι η υποδοχή και η επίδραση της επανέκδοσης θα κριθεί από τα κοινωνικά και πολιτικά ισοζύγια. Διεξάγεται καθημερινά ένας διαρκής πόλεμος σημασιοδοτήσεων, στον οποίο δεν συμμετέχουν μόνον εκδόσεις και διανοούμενοι, αλλά κυρίως οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Δείτε, λ.χ., πώς η εξακολουθητική ανεπάρκεια της κυβερνώσας «Αριστεράς» στην Ελλάδα νεκρανάστησε τον πιο χυδαίο ιδεολογικό νεοφιλελευθερισμό και πώς απειλεί περαιτέρω να ενδυναμώσει τον φασισμό. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και οι ευθύνες τεράστιες.
Θα έλεγα πως η σύντονη, μαχητική και αποτελεσματική εναντίωση σε πρακτικές που αποσκοπούν στη διαιώνιση της κυριαρχίας της φαύλης μειονότητας (ανθρώπων σαν κι αυτούς που πρωτοστατούν στα Panama Papers) που στις μέρες μας διαφεντεύει το μέλλον του πλανήτη δεν αποτελεί μόνο δικαίωμα αλλά και την ύπατη δημοκρατική υποχρέωση.
ΙΙ.
Στη δημοκρατία οι πολίτες έχουν ελευθερία λόγου και αυτό πρέπει να προστατεύεται, όπως, όμως, πρέπει να προστατεύεται και η ίδια η δημοκρατία. Στις μέρες μας τείνουμε εσφαλμένα να συρρικνώνουμε την έννοια της δημοκρατίας στις θεσμοθετημένες εκφορές της, που όμως, όχι σπάνια, αντιβαίνουν βάναυσα στο πνεύμα της δημοκρατικότητας που κατά τα άλλα διατείνονται πως εξυπηρετούν. Όμως δημοκρατία δεν είναι ό,τι προστατεύει τους θεσμούς αλλά ό,τι ενδυναμώνει τον δήμο: και μόνο ένας ισχυρός δήμος είναι σε θέση να διαμορφώσει πραγματικά δημοκρατικούς θεσμούς. Αυτό πρέπει να εγγράφεται στους θεσμούς (κάτι που, δυστυχώς, δεν γίνεται ή γίνεται απολύτως στρεβλά).
Μια έκδοση δεν απειλεί τη δημοκρατία – η δημοκρατία απειλείται εκεί όπου οι εντολές των εκλεγμένων αντιπροσώπων παραποιούνται και παραβιάζονται· εκεί όπου οι κατ' όνομα λογοδοτούντες θεσμοί παύουν να λογοδοτούν· εκεί, τελικά, όπου ο πλούτος που η κοινωνία συλλογικά παράγει διασπαθίζεται και συρρικνώνεται διότι ιδιοποιείται ατομικά. Μπορεί η απάντησή μου να φαίνεται κάπως «μακρινή» ως προς το ζήτημα της έκδοσης του «Mein Kampf», αλλά δεν είναι. Αν δεν εντάξουμε τον προβληματισμό μας στο πλαίσιο αυτό (τι είναι «δημοκρατία» και «δημοκρατικό» και πώς αυτό μπορεί να εκφραστεί θεσμικά), φοβάμαι πως ό,τι και να πούμε θα είναι μετέωρο και αθεμελίωτο. Η υποδοχή της έκδοσης θα συντελεστεί σε ένα, ούτως ή άλλως, πολιτικά φορτισμένο τοπίο. Οι αντιλήψεις με τις οποίες το τοπίο αυτό διαμορφώνεται θα κρίνουν και το πώς θα γίνει η ανάγνωσή της.
ΙΙΙ.
Αν είναι κάτι που χαρακτηρίζει τη στάση των σύγχρονων «δημοκρατιών» της ολοένα συρρικνούμενης δημοκρατίας, αυτό είναι η «χωρίς αρχές σπασμωδικότητα». Όταν η περιστολή των ελευθεριών δεν είναι στρατηγικά σχεδιασμένη (που, ας μην αμφιβάλλουμε, πρόκειται για τον κανόνα) αντανακλά μια εννοιολογική αφέλεια που επιμένει να φέρνει κάτω από τη στέγη της ίδιας λέξης ολότελα διαφορετικά νοήματα.
Πολύ καλό παράδειγμα αποτελεί η «εχθροπάθεια» του νόμου Γκεσό, με τον οποίο στηλιτεύεται και ποινικοποιείται η έντονη εναντίωση αδιακρίτως, «απ' όπου κι αν προέρχεται». Το ερώτημα που στο πλαίσιο του σκεπτικού του νόμου αυτού δεν τίθεται (λόγω ιδεολογικής ιδιοτέλειας και επιστημονικής ανεπάρκειας) είναι το μείζον: «εχθροπάθεια» απέναντι σε ποιον και σε τι; Πίσω από μια αφελή και επιστημονικά έωλη γενίκευση εξομοιώνονται ο θύτης και το θύμα, το άσπρο και το μαύρο ή, με αριστοτελικούς όρους, το Α και το -Α. Πρόκειται για κλασική περίπτωση παραλογισμού που πλήττει την προοδευτική σκέψη (και τη συναφή της καλλιτεχνική δημιουργία). Για να αντιμετωπιστεί, αρκούν μερικά απλά, κυριολεκτικά ρητορικά, ερωτήματα: Απαγορεύεται κανείς να επιτίθεται σε πρακτικές που τεκμηριωμένα έχουν οδηγήσει σε αιματοχυσίες, όπως ο φασισμός; Αν πρόκειται για τα πρόσφατα εγκλήματα του ISIS, οι συντάκτες ασφαλώς θα υποστήριζαν, και εν τοις πράγμασι υποστηρίζουν, πως όχι, δεν απαγορεύεται (άρα ο νόμος δεν ισχύει!). Αν όμως τους ρωτούσαμε περί του αν ο ορισμός τους αφορά και «εχθροπάθεια» ενάντια σε πολιτικές που προκάλεσαν τη γιγάντωση του φαινομένου ISIS ή εισηγήθηκαν τον μαζικό επαναπατρισμό προσφύγων σε περιοχές-κολαστήρια, ή αν περιλαμβάνει και την «εχθροπάθεια» απέναντι σε όσους προκαλούν νέες χρηματοπιστωτικές φούσκες και, με την παρατεταμένη λιτότητα που εισηγούνται και επιβάλλουν, οδηγούν ολόκληρες κοινωνίες στον όλεθρο, τότε θα υποστήριζαν πως ναι, αυτού του είδους η «εχθροπάθεια» εκ του νόμου απαγορεύεται. Είναι, άλλωστε, φανερό ότι εναντίον αυτού του είδους «εχθροπάθειας» είναι που βάλλουν και αυτήν έχουν κυρίως στο μυαλό και τις επιδιώξεις τους. Πρόκειται για στάση που, αν δεν είχε τόσο τραγικές επιπτώσεις για τόσο πολλούς ανθρώπους, θα ήταν απλώς φαιδρή.
Το Διαδίκτυο βοηθά σε μεγάλο βαθμό να αντιμετωπιστεί αυτή η αθλιότητα, όμως σε καμιά περίπτωση δεν αρκεί. Απαιτείται, πριν και πάνω απ' όλα, μεθοδολογική και πολιτική θεμελίωση (και πολιτική ενεργοποίηση) και αυτά εξακολουθούν στις μέρες μας να αποτελούν ζητούμενο αλλά και ευθύνη όλων όσοι συνδιαμορφώνουμε τη δημόσια σφαίρα. Εν κατακλείδι, θα έλεγα πως η σύντονη, μαχητική και αποτελεσματική εναντίωση σε πρακτικές που αποσκοπούν στη διαιώνιση της κυριαρχίας της φαύλης μειονότητας (ανθρώπων σαν κι αυτούς που πρωτοστατούν στα Panama Papers) που στις μέρες μας διαφεντεύει το μέλλον του πλανήτη δεν αποτελεί μόνο δικαίωμα αλλά και την ύπατη δημοκρατική υποχρέωση.
Σάββας Μιχαήλ
Ι.
Δεν θεωρώ ότι ο φασισμός κι ο ναζισμός αντιμετωπίζονται με απαγορεύσεις, οι οποίες έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα: ηρωοποιούν τους φασίστες, προκαλούν τεχνητό ενδιαφέρον για τις αντιδραστικές ανοησίες τους, ενώ, ταυτόχρονα, οι σχετικές απαγορεύσεις συνήθως χρησιμοποιούνται κατά της Αριστεράς, ιδιαίτερα της επαναστατικής Αριστεράς, στο όνομα της υποκριτικής αρχής της πάταξης των «δύο άκρων». Αλλά ούτε πρέπει να αρκεστούμε σε αφηρημένες φιλελεύθερες συνηγορίες αγνόησης της φασιστικής-ναζιστικής προπαγάνδας ή τις διάδοσης, καλυμμένης ή απροκάλυπτης, των ψευτοθεωριών τους. Χρειάζεται διαρκής ανάλυση της μορφής και του περιεχομένου των ιδεολογικών τους κατασκευών, ένας αληθινός Kulturkampf και Kulturkrieg, αγώνας και πόλεμος στην αρένα της κουλτούρας από τη μεριά του «αντίπαλου δέους» – προπαντός από τους μαρξιστές, που δεν πρέπει να αρκούνται να αναμασούν τσιτάτα του παρελθόντος.
Ας θυμηθούμε ότι πριν από τη χούντα, το «Mein Kampf» του Χίτλερ είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά με πρόλογο του ηγέτη της ΕΔΑ Ηλία Ηλιού. Αυτό ούτε προώθησε ούτε εμπόδισε, φυσικά, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 του παλιού συνεργάτη των ναζί και πράκτορα της CΙΑ Γ. Παπαδόπουλου και των συνεργατών του. Άλλα ήταν τα λάθη πολιτικής, και μάλιστα πάλι από την ηγεσία της Αριστεράς, που υποτίμησαν τον ολοφάνερο κίνδυνο μετά το 1965.
ΙΙ.
Οι σημερινές αστικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες βρίσκονται σε βαθιά παρακμή, αυξανόμενη αναξιοπιστία και κρίση νομιμοποίησης λόγω της βαθιάς δομικής και συστημικής κρίσης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, ιδιαίτερα μετά το 2007-2008. Στο όνομα της υπεράσπισής τους κηρύσσονται «καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή εξαίρεσης» που η ίδια η συνταγματική τάξη, ενώ, υποτίθεται διατηρείται, αυτοκαταργείται σε καίρια τμήματά της, ανοίγοντας τον δρόμο, όπως συνέβη στη Γερμανία το 1933, στον ίδιο τον ναζισμό.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την ισλαμοφοβία που έχει εκδηλωθεί σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Η στοχοποίηση ανθρώπων που στην πλειονότητά τους είναι πολίτες αυτών των χωρών (απόγονοι δεύτερης ή τρίτης γενεάς μεταναστών, συχνά περιθωριοποιημένοι κοινωνικά και αντιμέτωποι με διαρκή κρατικό, παρακρατικό και ακροδεξιό ρατσισμό) καλλιεργεί το έδαφος για κάθε είδους διαιώνιση των «πολιτικών ταυτότητας» που παρουσιάζονται ως στρατηγικές επιβίωσης σε εχθρικό περιβάλλον. Ποιες εγκατεστημένες πολιτικές των κυβερνήσεων, των κρατών, της Ε.Ε., της ίδιας της ιμπεριαλιστικής «πολιτισμένης Δύσης», πια ταξικά συμφέροντα ευθύνονται για τη γένεση και συντήρηση τεράτων όπως το Ισλαμικό Κράτος; Η «μαντήλα» φταίει για τη Λεπέν; Ή η περιτομή των Εβραίων για τον αντισημιτισμό της ναζιστικής Χρυσής Αυγής;
Δεν πρόκειται για την αποτυχία του άλλοτε πολυδιαφημισμένου από την Ε.Ε. «πολυπολιτισμού» και ούτε, φυσικά, για την ανόητη και υπεραντιδραστική φαντασίωση κάποιου «πολέμου των πολιτισμών», σαν αυτή που κατασκεύασε ο μακαρίτης ο Σάμιουελ Χάντιγκτον ως δικαιολόγηση της διάλυσης της πολυεθνικής, πολυθρησκευτικής Γιουγκοσλαβίας. Πρόκειται για τα παθολογικά συμπτώματα από το αδιέξοδο του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
ΙΙΙ.
Οι «σπασμωδικές αντιδράσεις των σύγχρονων δημοκρατιών» για τις οποίες γίνεται λόγος στο ερώτημα αποτελούν εκδηλώσεις ακριβώς αυτού του καθεστώτος «εξαίρεσης» που γίνεται πλέον ο κανόνας, όπως είχε προειδοποιήσει και ο Walter Benjamin.
Συμφωνώντας σ' αυτό το σημείο με τον Γάλλο φιλόσοφο Alain Badiou, θα έλεγα ότι ο λεγόμενος «δυτικός κόσμος» ΔΕΝ είναι ο κόσμος των ανθρώπων συνολικά, θυμάτων και θυτών, αλλά ο μικρόκοσμος των Κυρίαρχων στις Μητροπόλεις των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Οι «αξίες» του δεν είναι οικουμενικές και υπεριστορικές, ίσα-ίσα, βρίσκονται πλέον στα ιστορικά τους όρια και αποκαλύπτουν τον πεπερασμένο και υποκριτικό τους χαρακτήρα, τον υποταγμένο πάντα στο αγοραίο κριτήριο του ιδιωτικού κέρδους.
Αντί να φετιχοποιούμε, λοιπόν, τις λεγόμενες «δυτικές αξίες», που πνίγονται κάθε μέρα στο Αιγαίο μαζί με τους πρόσφυγες, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τι εννοούσε ο Νίτσε όταν μιλούσε για την ανάγκη «μετουσίωσης των αξιών» ενάντια στον «ευρωπαϊκό μηδενισμό». Μια στάση στο ύψος των ανθρώπινων αναγκών είναι εκείνη που προωθεί στην πράξη και στη θεωρία την καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση, την απελευθέρωση από όλους εκείνους τους ιστορικούς κοινωνικούς όρους στους οποίους ο άνθρωπος γίνεται ένα ον καταπιεσμένο, ταπεινωμένο, αποκλεισμένο, αντικείμενο εκμετάλλευσης και αγριανθρωπισμού.
Η αναγνώριση του Άλλου ως του πλησίον –για να χρησιμοποιήσω τον βιβλικό όρο– και όχι η δαιμονοποίησή του είναι η αναγκαία συνθήκη για την ανακάλυψη αυτού που ονομάζουμε Εαυτό. Είμαι μαρξιστής και συνεπώς αντίπαλος κάθε κληρικαλισμού, χριστιανικού, εβραϊκού ή μουσουλμανικού, που πάντα δαιμονοποιεί την ετερότητα και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του Άλλου. Οι θρησκευτικές προλήψεις ή εμμονές δεν ξεπερνιούνται με απαγορεύσεις και νόμους των κρατούντων αλλά με την αλλαγή των υλικών όρων που τις γεννούν.
Η χειραφέτηση των καταπιεσμένων θα είναι έργο των ίδιων των καταπιεσμένων, όπως έγραφε και ο Μαρξ στο πρόγραμμα της Πρώτης Διεθνούς.
Πέπη Ρηγοπούλου
Ι.
Θυμάμαι, το 2010 στο Παρίσι, το σεμινάριο του φίλου ψυχαναλυτή Hervé Hubert για τον Χίτλερ σχετικά με τα αμφιλεγόμενα βιογραφικά του στοιχεία (την ενδεχόμενη εβραϊκή του καταγωγή) και την κριτική που έκανε στην εύκολη άποψη ότι ο Χίτλερ ήταν απλώς ένα παρανοϊκός, άποψη που σε μια δίκη θα ήταν υπέρ του, αποδίδοντάς του το ακαταλόγιστο. Στη Γαλλία το «Μein Kampf» κυκλοφορούσε σε παλαιοβιβλιοπωλεία και παζάρια, όπου μπορούσαν να το βρουν όσοι είχαν ειδικό ιστορικό ή ιδεολογικό ενδιαφέρον. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, το βιβλίο του Χίτλερ δεν έπαψε να κυκλοφορεί ως κάτι το παράνομο, άρα το πλέον επιθυμητό, απτό τεκμήριο κάποιου που έκανε πράξη τα γραφόμενά του, ενός μακελάρη του κόσμου, της πλέον ειδεχθούς προσωπικότητας της Ιστορίας του 20ού αι. Για τους οπαδούς της ναζιστικής ιδεολογίας δεν υπάρχει διαφορά. Εκεί ήταν ο «Αγών μου», εκεί θα είναι και πάλι μετά την επανέκδοσή του στη Γερμανία.
Η ανησυχία για την επανέκδοση του βιβλίου του Χίτλερ συνδέεται με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στη Γερμανία και στην Ευρώπη. Ο κίνδυνος δεν αφορά τους οπαδούς νεοναζιστικών ιδεών οι οποίοι μπορούν να το χαρίζουν στους ομοϊδεάτες τους ή να το διαβάζουν (αν το διαβάζουν, γιατί είναι και πολύ μεγάλο και αναφέρεται σε δεδομένα μιας άλλης εποχής) αλλά το κατά πόσο το βιβλίο αυτό μπορεί να καλύψει κάποιο κενό στους νέους Γερμανούς, που να ανταποκρίνεται σε παλαιότερα στερεότυπα, όπως αυτά επιβιώνουν σήμερα (τηρουμένων πάντα των αναλογιών που ορίζουν οι σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες). Μιλώ για τη σχέση των Γερμανών με τον ξένο, τα υψηλά ποσοστά των νεοναζί στην τέως Ανατολική Γερμανία, για το πώς αντιμετωπίζεται σήμερα η έννοια της καθαρότητας, πώς γίνεται αντιληπτή η ασφάλεια και ποια είναι η αντίληψη για το προσφυγικό/μεταναστευτικό. Τι είναι για τους Γερμανούς συμβολικά και πολιτικά το ψυχικό, το ευρωπαϊκό και εθνικό τους σύνορο και ποιος είναι ο στόχος των συνεχών απειλών περί αποπομπής ως αποδιοπομπαίων τράγων μικρότερων χωρών από την Ε.Ε.; Είδαμε ότι ο ελληνικός λαός χτυπήθηκε όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτισμικά από τη γερμανική προπαγάνδα των Μέσων. Στον βαθμό, με άλλα λόγια, που ευρύτερα παιχνίδια οικονομικής τρομοκρατίας βασίζονται σε στοιχεία πολιτισμικής διαφοράς, βιβλία σαν το «Ο Αγών μου» προσφέρουν σε κάποιες ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες άλλοθι και «επιχειρήματα».
Μπορεί το κακό να επαναλαμβάνεται; Όλα δείχνουν ότι μπορεί. Ότι το κακό είναι κοινότοπο. Μένει σ' εμάς να γίνουμε φύλακες της κιβωτού της ζωής.
ΙΙ.
Η δημοκρατία είναι το πλέον εύθραυστο των πολιτευμάτων και το υπό συνεχή εύρεση. Δεν είναι εύκολο και καθησυχαστικό πολίτευμα. Γιατί πρέπει να σκέφτεσαι και να δρας με ευθύνη, της οποίας οφείλεις να πληρώνεις και το κόστος. Τα όρια εδώ είναι ένα διαρκές ζήτημα. Το θεσπισμένο κομμάτι των δικαιωμάτων που πάντα συνοδεύεται και από το αντίστοιχο των υποχρεώσεων – και όταν λέω «υποχρεώσεις», δεν εννοώ να πληρώνεις απλώς δυσβάσταχτους ή λιγότερο δυσβάσταχτους φόρους αλλά το να αναλαμβάνεις την ευθύνη όταν γίνεται κακή χρήση του δικαιώματος εις βάρος του άλλου. Τα δικαιώματα δεν είναι μόνο ποσοτικά μετρήσιμα. Υπάρχει και η ποιοτική μέτρηση της σκέψης και της πράξης. Η δημοκρατία είναι δυνάμει ένα συνολικό έργο τέχνης. Και λέω δυνάμει, γιατί το συνολικό έργο τέχνης έχει κάτι από την ουτοπία: τείνει στη συνολική ελεύθερη έκφραση ενός λαού, αλλά η πραγμάτωσή του δεν είναι εφικτή με τους όρους εξουσίας που έχει γνωρίσει μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα.
Ο λόγος εναντίον της υπάρχουσας μορφής της δημοκρατίας, ένας λόγος που μοιράζονται με διαφορετικούς σκοπούς διαφορετικές ιδεολογίες, στοχεύοντας στην απαξίωσή της, στηρίζεται στις πολεμικές και οικονομικές επεμβάσεις εναντίον λαών που γίνονται στο όνομά της. Γι' αυτό κι εδώ τα θεσπισμένα όρια προστασίας της πρέπει να τηρούνται με γνώμονα την αίσθηση ενός ουσιαστικού δικαίου που έχει σήμερα, την εποχή της μέγιστης αδικίας, ανάγκη ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Οι σπασμωδικές αντιδράσεις που διαπιστώνουμε συνδέονται, νομίζω, σε μεγάλο βαθμό με την απορρύθμιση για την οποία μιλάτε. Μια σειρά ερωτημάτων απαιτούν την απάντησή τους: Ποιος είναι ο κόσμος μας σήμερα; Ποιος είναι ο δυτικός κανόνας, ποια η ιστορία του και ποια τα όριά του; Η παρακμή της Δύσης, για την οποία μίλησε στο βιβλίο του ο Σπένγκλερ ήδη το 1918, τι σημαίνει σήμερα; Πώς αλλάζουν οι λέξεις σημασίες και σε ποιον βαθμό μπορούμε να επανεξετάσουμε το νόημά τους ή, αντιθέτως, να τις αφήσουμε να παίζουν με τη ζωή μας; Μήπως υπάρχει κούραση μέσα στον πολιτισμό, έτσι όπως τον διαχειρίζονται αυτοί που ασκούν σήμερα την εξουσία, οι εκπρόσωποι του χρηματοπιστωτικού συστήματος που έχουν υποκαταστήσει τις κυβερνήσεις των πιο αδύναμων κρατών; Το μοντέλο ανάπτυξης των ισχυρών εις βάρος των αδυνάτων μπορεί να συνεχιστεί; Και αν η πραγματικότητα του πλανήτη τείνει να μοιάζει με τον κόσμο των κόμικς επιστημονικής φαντασίας (με τις δύο αντιμαχόμενες τάξεις, τους πλούσιους και τις συμμορίες των φτωχών), ποιος είναι ο χώρος/ρόλος που απομένει στον κόσμο της τέχνης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τη δημοκρατία, για το δίκιο; Είναι ο κόσμος μας μια παράσταση και πόσο ευάλωτος είναι στον επόμενο ηγέτη που θα αποφασίσει να εκφράσει τη «βούληση» ενός λαού, να ξαναφέρει, μεταμφιεσμένο ή μεταμορφωμένο, το κακό που έσπειρε στην ανθρωπότητα ο ναζισμός ;
Μπορεί το κακό να επαναλαμβάνεται; Όλα δείχνουν ότι μπορεί. Ότι το κακό είναι κοινότοπο. Μένει σ' εμάς να γίνουμε φύλακες της κιβωτού της ζωής.
Πολυμέρης Βόγλης
Ι.
H απαγόρευση κυκλοφορίας του βιβλίου «Ο Αγών μου» του Χίτλερ στη Γερμανία για δεκαετίες οφείλεται σε έναν λόγο, στις καταστροφικές επιπτώσεις που είχε η άνοδος του ναζισμού στη συγκεκριμένη χώρα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, λόγω του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της εξόντωσης των Εβραίων. Άρα, σχετίζεται με το ιδιαίτερα βεβαρημένο παρελθόν της Γερμανίας τον 20ό αιώνα, γι' αυτό άλλωστε απαγορεύεται και η ίδρυση κομμάτων που παραπέμπουν στον εθνικοσοσιαλισμό. Η ιστορική ιδιαιτερότητα της Γερμανίας εξηγεί και την αυξημένη ευαισθησία σε ό,τι συνδέεται με το ναζιστικό παρελθόν. Η πρόσφατη επανέκδοση του βιβλίου του Χίτλερ συνοδεύεται από εκτεταμένο κριτικό σχολιασμό από ιστορικούς με στόχο ακριβώς να αποφευχθούν οι αυθαίρετες ερμηνείες του κειμένου, να υποδειχθούν οι διαστρεβλώσεις της αλήθειας από τον Χίτλερ αλλά και για να γίνει κατανοητό το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο της εποχής εντός του οποίου γράφτηκε το βιβλίο. Άρα, δεν θα ανησυχούσα από την επανέκδοση του βιβλίου. Πολύ πιο επικίνδυνες είναι οι συγκαλυμμένες ρατσιστικές και εθνικιστικές αντιλήψεις που κυκλοφορούν ευρέως στη Γερμανία αλλά και αλλού στην Ευρώπη.
ΙΙ.
Η δημοκρατία κινδυνεύει πολύ περισσότερο από τη λογοκρισία, από τη δυσανεξία απέναντι στη διαφορετική άποψη, όπως έχουμε διαπιστώσει επανειλημμένως και στην Ελλάδα. Νομίζω ότι το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης πρέπει να θεωρείται αδιαπραγμάτευτο, ακόμα και για τους εχθρούς της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Εάν υπάρχει ένα όριο, αυτό αφορά τον λόγο που υποκινεί και προτρέπει σε εγκλήματα φυλετικού, θρησκευτικού ή άλλου μίσους. Σ' αυτήν την περίπτωση, αυτό που προέχει είναι η προστασία της ομάδας που στοχοποιείται από τον μισαλλόδοξο λόγο. Πάντως, γενικότερα, το ζήτημα της προστασίας της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων έχει τεθεί ξανά με επιτακτικό τρόπο στην Ευρώπη λόγω της ισλαμικής τρομοκρατίας. Η αποτυχία του πολυπολιτισμικού μοντέλου στην Ευρώπη, η διάλυση των καθεστώτων στη Μέση Ανατολή (εξαιτίας και της παρέμβασης των δυτικών δυνάμεων) και η άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού έχουν δραματικές συνέπειες όχι μόνο για τους λαούς της Μέσης Ανατολής αλλά και για τους πολίτες της Ευρώπης. Ο κίνδυνος είναι άμεσος και υπαρκτός: το εύλογο αίτημα για περισσότερη ασφάλεια και προστασία απέναντι στις τρομοκρατικές επιθέσεις ισλαμιστών μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για τον περιορισμό των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων, μετατρέποντάς τους σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Η γνώμη μου είναι ότι θα πρέπει να κινηθούμε σε μια εντελώς διαφορετική λογική: να υπερασπιστούμε το δικαίωμα του ελεύθερου λόγου όλων εκείνων που πιστεύουν στην ελευθερία της έκφρασης για όλους και να σκεφτούμε την ελευθερία ως πεδίο επικοινωνίας και διεκδίκησης όσων την υπερασπίζονται πέρα από εθνικούς, θρησκευτικούς ή άλλους διαχωρισμούς.
ΙΙΙ.
Θα πρότεινα να μη θεωρούμε τις «βασικές αξίες του δυτικού κόσμου» αυτονόητες και δεδομένες, αλλά κάτι που διαμορφώθηκε ιστορικά. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που ονομάζουμε «δυτικό κόσμο» έχει ένα πολύ βεβαρημένο παρελθόν βίας, προκαταλήψεων, διώξεων και εκμετάλλευσης, ενώ και στο παρόν, σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι απόψεις που κερδίζουν έδαφος τα τελευταία χρόνια είναι οι συντηρητικές, μισαλλόδοξες και ξενοφοβικές. Από την άλλη πλευρά, σε ένα μεγάλο τμήμα του μουσουλμανικού κόσμου παρατηρείται η αναδίπλωση σε μια επινοημένη παράδοση ή η επιδίωξη αναβίωσης ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος. Το ενδιαφέρον είναι ότι η επιστροφή στο παρελθόν συνδυάζεται με τη γνώση και χρήση των νέων τεχνολογιών (ειδικά του Διαδικτύου) που μεταφέρουν το «μήνυμα» σε μια παγκόσμια δημόσια σφαίρα, ένα «μήνυμα» βίας, φανατισμού και καταπίεσης. Η εύκολη απάντηση σε αυτή την κατάσταση είναι η επιβολή ελέγχου και περιορισμών σε όσα γράφονται ή λέγονται και θεωρούνται «επικίνδυνα» ή «απειλητικά». Καταλαβαίνουμε όλοι τι κίνδυνοι ελλοχεύουν σε μια τέτοια προοπτική. Η γνώμη μου είναι ότι θα πρέπει να κινηθούμε σε μια εντελώς διαφορετική λογική: να υπερασπιστούμε το δικαίωμα του ελεύθερου λόγου όλων εκείνων που πιστεύουν στην ελευθερία της έκφρασης για όλους και να σκεφτούμε την ελευθερία ως πεδίο επικοινωνίας και διεκδίκησης όσων την υπερασπίζονται πέρα από εθνικούς, θρησκευτικούς ή άλλους διαχωρισμούς.
Info:
Rimini Protokoll [Haug & Wetzel]
Adolf Hitler: Mein Kampf, Volumes 1 & 2
21/4 -24/4
20:30
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
Συγγρού 107
Κεντρική Σκηνή
Είσοδος: €5- 36