Μένει στην Πλάκα. Σε όλη της τη ζωή αναζητούσε σπίτια με θέα που τα λούζει το φως γιατί, όπως της αρέσει να αστειεύεται: «Έχω περάσει τη μισή μου ζωή σε υπόγεια και σκοτάδια».
Δουλεύει ασταμάτητα εδώ και πέντε δεκαετίες, αλλά πλέον προτιμά να κρατά τα καλοκαίρια για τον εαυτό της. Θα ήθελε να έχει ταξιδέψει περισσότερο. Ονειρεύεται τη Νέα Υόρκη και μια ακόμα επίσκεψη στην Αίγυπτο.
Απεχθάνεται τις συγκρούσεις και τους καβγάδες, φρίττει με τη νοσταλγία, λυγίζει από τις απώλειες, δεν ξιπάστηκε ποτέ. Δεν διανοήθηκε να εγκαταλείψει παράσταση και υπήρξε ένας θησαυρός στα χέρια των σημαντικότερων Ελλήνων σκηνοθετών.
Η Ρένη Πιττακή, αυτή η σπάνιας πειθαρχίας και ευγένειας γυναίκα, μπορεί να μην αποδέχεται εύκολα τις φιλοφρονήσεις, αλλά τουλάχιστον ξέρει πως είχε ένα αδιανόητο υποκριτικό ταλέντο που ελάχιστα σπατάλησε.
Μεγάλωσε ως μοναχοπαίδι, αφού ο δίδυμος αδερφός της πέθανε μόλις έξι μηνών. «Ο μπαμπάς μου ήταν στρατιωτικός με ένα ανεκπλήρωτο ταλέντο ζωγράφου. Του άρεσε να χρησιμοποιεί έντονα χρώματα για να φτιάχνει νεκρές φύσεις και τοπία σαν αυτό της Ύδρας, που αγαπούσε. Όμως, είχε πνίξει κάθε επιθυμία για ζωγραφική.
Είχε έρθει με την οικογένειά του από τη Σμύρνη σε μικρή ηλικία. Ο αδερφός του, που έπαιζε βιολί, αυτοκτόνησε. Έτσι, εκείνος έμεινε προστάτης της οικογένειάς του και επέλεξε την επιβίωση. Ακόμα κι όταν αποστρατεύτηκε, είχε γίνει τόσος ο ψυχαναγκασμός του επαγγέλματος, που δεν κατάφερε να ξαναπιάσει την παλιά του αγάπη.
Αγαπούσε, επίσης, την οπερέτα. Ενώ η μητέρα μου, που της άρεσε η ποίηση, άκουγε ρεμπέτικα. Ο θάνατός της, τα πρώτα χρόνια που βγήκα στο θέατρο, με τσάκισε, αλλά με θωράκισε με τα πρώτα αντισώματα στις απώλειες...».
Φιλτράρεται η ζωή μου μέσα από τους ρόλους. Βλέπω τα πάντα μέσα από το πρίσμα της τέχνης. Δεν έχω μάθει αλλιώς. Αν είχα τη δυνατότητα να ήμουν τυχοδιώκτρια, λίγο πιο απατεώνισσα ή αδίστακτη, αν είχα κάνει δέκα γάμους, ληστείες και φόνους, δεν θα είχα ανάγκη το θέατρο.
Η πρώτη της μεγάλη ερμηνεία ήρθε το 1967, στον Γυρισμό του Χάρολντ Πίντερ. Ο Κάρολος Κουν, γοητευμένος από τις τολμηρές και σύγχρονες ευαισθησίες του Βρετανού θεατρικού συγγραφέα, ουσιαστικά τον σύστηνε στο ελληνικό κοινό και η Ρένη Πιττακή κατηφόριζε στο Υπόγειο, παλεύοντας με την ανασφάλεια της άγουρης νιότης της.
«Εκείνη η πρώτη φορά έμοιαζε με κλοτσιά που μου έδωσε ο Κουν και με προσγείωσε στη σκηνή. Κάποια στιγμή, στην παράσταση, κρατούσα ένα ποτήρι νερό. Έτρεμα τόσο που κανένα βράδυ δεν το μετέφερα χωρίς να ρίξω λίγο έξω».
Έκτοτε, κοίταζε στα μάτια τους απαιτητικότερους ρόλους του ελληνικού και παγκόσμιου ρεπερτορίου και πιο πολύ απ' όλους λάτρεψε αυτόν της Βάσως στη Νίκη της Λούλας Αναγνωστάκη.
Εδώ και μερικές μέρες τριγυρίζει ξανά σε γειτονιές που σημάδεψαν τη ζωή της: στο Θέατρο Τέχνης της Φρυνίχου. Το σκηνικό που επέλεξε για τους Βρικόλακές του ο Δημήτρης Καραντζάς παραπέμπει σε μουσείο.
Στις προθήκες του εκτίθενται λειψές ζωές, συναισθηματικές αναπηρίες, κάτι ψίθυροι επιθυμιών, ένας γάμος από συμφέρον, ένας μεγάλος νεανικός έρωτας που δεν ευτύχησε, το αμείλικτο δίλημμα της ευθανασίας, η προτεσταντική ηθική και, κυρίως, σκόρπια απωθημένα. Και στο κέντρο μία μόνο πολυθρόνα, σαν θρόνος, για εκείνη.
Γύρω από μια παγιδευμένη γυναίκα που δεν άνθησε ποτέ ούτε ως ερωμένη, ούτε ως σύζυγος, ούτε καν ως μητέρα, ο Ίψεν έστησε ένα ψυχογράφημακέντημα για να διερευνήσει το δικαίωμα του ανθρώπου στην ευτυχία σε μια κοινωνία υποταγμένη σε απαρχαιωμένες ηθικές.
Και η Ρένη Πιττακή, στη δεύτερη συνεργασία της με τον νεαρό σκηνοθέτη, προσθέτει σε αυτό το «ιλιγγιώδες» βιογραφικό την αναμέτρηση με μια ακόμα μεγάλη θεατρική ηρωίδα, την κυρία Άλβινγκ.
— Έχετε περάσει περιόδους σαν της κυρίας Άλβινγκ, που τη ζωή σας όρισαν οι κοινωνικές προσταγές;
Κοιτάξτε, έχω ζήσει σε εποχές όπου τα πρέπει ήταν πολύ διαφορετικά από τα σημερινά. Υπήρχαν στεγανά και ένας καθωσπρεπισμός τον οποίο δεν μπορούσες να αγνοήσεις. Ήρθα σε ρήξη με το περιβάλλον μου για το θέατρο. Όταν μπήκα στη Σχολή του Καρόλου Κουν, εγώ κι άλλη μια κοπέλα φοιτούσαμε εν γνώσει των γονιών μας. Οι υπόλοιποι είτε ήταν τσακωμένοι είτε έρχονταν κρυφά.
Στις παραστάσεις, φανταστείτε, δεν κρατούσαμε θέσεις για τους δικούς μας, γιατί οι συγγενείς που παρακολουθούσαν ήταν ελάχιστοι. Δεν είναι όπως τώρα, που οι γονείς σπρώχνουν τα παιδιά τους στη δημοσιότητα, σχεδόν βγάζοντάς τα στο κλαρί. Δεν μπορώ να πω ότι οι δικοί μου αντέδρασαν βίαια, γιατί ήταν ήπιοι άνθρωποι. Μια-δυο φορές να άκουσα τη φράση «έπρεπε να σε είχα παντρέψει».
Ξέρετε, δεν θεωρούσαν το θέατρο «βρόμικη» δουλειά, αλλά ένιωθαν ότι έφυγα από τον έλεγχό τους και μπήκα σε έναν χώρο που δεν τους ήταν οικείος.
— Η κ. Άλβιγκ έχει μεγάλη αίσθηση του καθήκοντος.
Την κατανοώ, αλλά δεν ταυτίζομαι μαζί της. Είναι μια γυναίκα πιστή, υποταγμένη, αφοσιωμένη σε καθήκοντα που της επιβλήθηκαν. Εγώ επέλεξα μόνη μου τα καθήκοντά μου.
— Μετανιώσατε για την αφοσίωση που δείξατε;
Πώς να μετανιώσω για όσα μου δίνουν επί χρόνια οξυγόνο; Η σκηνή με ταξιδεύει, οι ψευδαισθήσεις ενίοτε είναι ευεργετικές. Φιλτράρεται η ζωή μου μέσα από τους ρόλους. Βλέπω τα πάντα μέσα από το πρίσμα της τέχνης. Δεν έχω μάθει αλλιώς.
Αν είχα τη δυνατότητα να ήμουν τυχοδιώκτρια, λίγο πιο απατεώνισσα ή αδίστακτη, αν είχα κάνει δέκα γάμους, ληστείες και φόνους, δεν θα είχα ανάγκη το θέατρο. Το σανίδι ήταν ο τρόπος μου να γνωρίσω τον κόσμο και να ζήσω στα άκρα. Επειδή στην πραγματικότητα δεν μπορούσα να γίνω μια άλλη, έγινα με τους ρόλους χίλιες άλλες γυναίκες.
— Με τους προσωπικούς του βρικόλακες ο καθένας τι πρέπει να κάνει; Να συμφιλιωθεί ή να τους εξοντώσει;
Να κάνει αυτό που αντέχει. Μπορείς να τους παλέψεις, να τους αποκοιμίσεις, να τους ελέγξεις, να μην τους αφήσεις να θεριέψουν.
Η κ. Άλβινγκ τους συντηρεί για χρόνια και όταν αλλάζει ιδέες, δεν μπορεί πια να τους νικήσει. Το κρυμμένο, σκοτεινό παρελθόν της αποδεικνύεται πολύ πιο πραγματικό από τις φωτισμένες ιδέες που κέρδισε με τα διαβάσματά της.
Εγώ, από την άλλη, μόχθησα όλη μου τη ζωή να μην κυριαρχήσουν πάνω μου, διότι, όπως λέει και ο Ίψεν, οι βρικόλακες απλώνονται σαν την άμμο της θάλασσας.
— Είναι το εύκολο χρήμα ένα από τα φαντάσματα με τα οποία παλέψατε;
Είναι άλλο πράγμα να κάνεις εκπτώσεις στην τέχνη σου με σκοπό να πλουτίσεις ‒κάτι που δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου‒ και άλλο να φτάνεις μετά από 50 χρόνια δουλειάς να μετράς το παραμικρό έξοδο.
Σκέφτεσαι ποια είναι, τέλος πάντων, η ανταμοιβή από όλη αυτήν τη προσπάθεια. Δεν μιλάμε για ακρότητες, διότι ποτέ δεν έκανα, ούτε καταναλωτική υπήρξα. Μιλάω για τα απλά πράγματα, όπως να δειλιάζεις να πραγματοποιήσεις ένα μεγάλο ταξίδι ή να μην είσαι σε θέση να τραπεζώσεις σε καλό εστιατόριο πέντε φίλους.
Αλλιώς είχα υπολογίσει αυτά τα χρόνια, πριν έρθει η λαίλαπα της κρίσης. Μια μεγάλη πληγή αυτής της μακρόχρονης κρίσης είναι που οι άνθρωποι δεν μπορούν να ησυχάσουν και να μεγαλώσουν όπως είχαν ονειρευτεί στην ακμή τους.
— Όντως δεν κάνατε ακρότητες;
Προσωπικά, δεν τολμώ να προβώ σε τέτοιες αποκαλύψεις! Επαγγελματικά, το πιο ακραίο ήταν η συνεργασία μου με τον Γιώργο Μαργαρίτη στον Αγαπητικό της βοσκοπούλας στο Παλλάς. Εκτίμησα το ήθος του αλλά και το διασκέδασα.
— Υπηρετήσατε, λοιπόν, την εικόνα της «καλής μαθήτριας» που εξαρχής σάς χρέωσαν.
Ναι, αλλά το να είσαι καλός μαθητής δεν σημαίνει ότι στερείσαι κριτικής σκέψης ή ταλέντου. Είχα μια αυστηρότητα στις επιλογές μου κι έκανα λίγες αρπαχτές.
Δεν θέλω να υποδύομαι την οσιομάρτυρα: είχα την οικονομική άνεση να το κάνω. Για κάποια χρόνια μπορούσα να απορρίπτω ό,τι δεν μου ταίριαζε, να μην κάνω εκπτώσεις. Ποτέ δεν αγχώθηκα για το αν θα υπάρχει δουλειά τον Σεπτέμβρη.
— Να υποθέσω ότι δεν σηκώσατε ποτέ τηλέφωνο να διεκδικήσετε ρόλο.
Ελάχιστες φορές διεκδίκησα οτιδήποτε στο θέατρο και ποτέ δεν παράτησα δουλειά στη μέση. Μόνο ο Λευτέρης Βογιατζής αποτέλεσε εξαίρεση. Είναι ο μόνος άνθρωπος που του ζήτησα να ετοιμάσουμε κάτι μαζί (εν προκειμένω το Τέφρα και Σκιά του Πίντερ) και ο μόνος που κόντεψα να εγκαταλείψω όταν κάναμε πρόβες στις Δούλες, διότι η πίεσή του πήγε να με τρελάνει.
— Παλιότερα είχατε παραδεχτεί πως ως μοναχοπαίδι μεγαλώσατε «σαν βασίλισσα». Μπαίνοντας στο θέατρο, προσγειωθήκατε απότομα;
Όχι, καθόλου, διότι και στο θέατρο μου φέρονταν σαν βασίλισσα. Κατάλαβα από το πρώτο λεπτό ότι ο Κουν με ξεχώρισε. Ευτυχώς, δηλαδή, διότι ήμουν τόσο συνεσταλμένη κι εσωστρεφής, που, αν δεν έπαιρνα μια στάλα επιβεβαίωσης, δεν θα κατάφερνα να αρθρώσω λέξη ποτέ.
Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή που κάναμε πρόβα μια σκηνή από τον Ματωμένο Γάμο και άκουσα τη φωνή του, πίσω από ένα τοιχαλάκι απ' όπου παρακολουθούσε κρυφά, να λέει «μπράβο».
— Άρα ταίριαξε η εσωστρέφειά σας με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Σίγουρα, διότι τότε η κοινωνική συνθήκη μπορεί να απείχε μίλια από τη βικτοριανή ηθική της Άλβινγκ, ωστόσο επέβαλλε μια γενικότερη οριοθέτηση.
Ακόμα και η στάση του σώματος έπρεπε να είναι σχετικά κόσμια. Δεν μπορούσα να κάθομαι χυμένη σε καρέκλες, να σέρνομαι πάνω σε καναπέδες. Ήταν ζητούμενο η ευπρέπεια.
Σήμερα, από τη μια είναι κατάκτηση για την αυτοδιάθεσή μας η ισοπέδωση των τύπων, από την άλλη η επικρατούσα αντίληψη ότι καταργώ κάθε όριο, διασχίζω και πατάω πάνω σε ανθρώπους αν χρειαστεί, δεν είναι ελευθερία. Δεν λέω να ζεις με τη δαμόκλειο σπάθη της ιεραρχίας. Αλλά κι αυτή η έπαρση, πια, και η ευκολία των νέων καλλιτεχνών λίγο με ξενίζει.
— Στο Θέατρο Τέχνης δεν είχατε τέτοια ελευθερία;
Μα, τι λέτε; Όχι, βέβαια. Και δεν εννοώ να ξεστομίσεις ότι θα κάνεις δική σου ομάδα αλλά να πεις απλώς στον Κουν ότι δεν σου άρεσε κάτι στη σκηνοθεσία. Στο θεατρό του δεν υπήρχαν δημοκρατικές διαδικασίες. Υπήρχε η δικτατορία του οράματός του.
Γενικά, το θέατρο δεν πολυταιριάζει με τη δημοκρατία. Ήταν, επίσης, πολύ εκρηκτικός: πετούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του, ακόμα κι αν αυτό ήταν το τραπέζι.
Όμως, είχε πάντα τον τρόπο να σε πείθει ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Αυτό δεν σημαίνει πως όταν έφυγα από την αγκαλιά του Θεάτρου Τέχνης όλα έγιναν ευκολότερα. Κάθε θεατρική πιάτσα έχει τους δικούς της «Βρικόλακες».
— Τι δεν έχασε ο Κουν ως το τέλος;
Την εμμονή του. Και το πάθος. Δεν ζούσε λεπτό χωρίς αυτά. Στην τελευταία του παράσταση, τον Ήχο του όπλου της Αναγνωστάκη, τον μισό καιρό ήταν στο νοσοκομείο. Αλλά δεν μπορούσε να τα παρατήσει, τον στοίχειωνε το τάξιμό του.
— Το γεγονός ότι δεν σας συμπεριέλαβε στους «κληρονόμους» του Θεάτρου Τέχνης σάς στενοχώρησε;
Αυτό που μου αναφέρθηκε τότε ως δικαιολογία ήταν ότι το έκανε διότι είχα τολμήσει να δοκιμαστώ στην τηλεόραση. Αν και η σειρά δεν προβλήθηκε τελικά ποτέ, δεν το ενέκρινε.
Στην πραγματικότητα, καθόλου δεν με ενδιέφερε, διότι το θέατρο δεν είναι διαμέρισμα ή κατάστημα για να το κληροδοτήσεις κάπου. Δεν νιώθω ότι στην τέχνη υπάρχουν διάδοχοι. Υπήρξα κόρη του και κανείς δεν μπορεί να μου το πάρει αυτό, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
— Το πέρασμα του χρόνου ποια πράγματα σκληραίνει μέσα σας και ποια μαλακώνει;
Από ιδιοσυγκρασία και ανυπακοή στις αστικές νόρμες της εποχής, αντίθετα με την Άλβινγκ, ανέπτυξα από μικρή μια σκληρότητα, ένα είδος πείσματος και αφοσίωσης που στα νιάτα μου με οδήγησε σε αντιφατικές επιλογές. Αυτό που σήμερα μπορεί να με διαλύσει είναι το πέρασμα του χρόνου. Αυτό κλονίζει την πίστη και ακυρώνει βεβαιότητες.
Όσο κι αν κατάλαβα από νωρίς τη ματαιότητα της ζωής, καμιά φορά με κυριεύει κάτι σαν θυμός και αναρωτιέμαι: «Θα υπάρχουν όλα αυτά;». Κοιτάζω αντικείμενα ή ρούχα μου και σκέφτομαι ότι αυτά θα συνεχίσουν να βρίσκονται κάπου. Δεν νοσταλγώ, βαριέμαι φρικτά το μελό, απεχθάνομαι συζητήσεις που επιστρέφουν σε όσα κάναμε όταν ήμασταν νέοι.
Αλλά, να, καμιά φορά σκέφτομαι αυτό που λέει ο Λουίς Μπουνιουέλ στην Τελευταία Πνοή: «Θα μου άρεσε να μπορούσα κάθε δέκα χρόνια να σηκώνομαι μέσα από τους νεκρούς, να πηγαίνω στο περίπτερο, να αγοράζω εφημερίδες. Έτσι, για να κοιτώ πώς είναι η ζωή».
Αποτυχία είναι να μη βρίσκω απάντηση σε αυτό που κάνω, να πέφτουν στο κενό οι προθέσεις μου. Προσπαθώ να κοιτάω πάντα στα μάτια την ήττα, ξέροντας ότι με περιμένει η επόμενη στη γωνία. Πάντα στο μυαλό στριφογυρίζει η φράση του Μπέκετ «να προσπαθείς, να αποτυγχάνεις, να αποτυγχάνεις καλύτερα».
— Στα αρχεία σας, λοιπόν, τι θα βρούμε;
Κάποιες φωτογραφίες, ελάχιστα αναμνηστικά... Δεν θέλω ούτε να κρατάω ούτε να κοιτάω άλμπουμ με επετηρίδες. Μισώ τα εικονοστάσια με τις κορνίζες της καριέρας μου. Είναι σαν να βλέπω άλλες ζωές.
Δεν με ενδιαφέρουν τα αντικείμενα που γεμίζουν τον χώρο, αλλά οι άνθρωποι που τον αδειάζουν. Τις απώλειες κρατάω. Αυτές με βαραίνουν. Οι άνθρωποι που φεύγουν από δίπλα μου όλο και συχνότερα πια μου δημιουργούν ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Μικρότερη πήγαινα κόντρα στις απώλειες. Τώρα πια με καταβάλλουν τρομερά.
— Με τον χαρακτήρα που έχετε, αφήσατε χώρο σε απωθημένα;
Έχω ένα, την Έντα Γκάμπλερ. Δεν την ερμήνευσα ποτέ. Μια φορά μού την πρότεινε ο Κουν κι ένιωσα ότι ήμουν άγουρη. Μετά πέρασαν τα χρόνια και παραήμουν μεγάλη. Επίσης, δεν έχω οδηγήσει ποτέ και πάντοτε ονειρευόμουν ένα σπίτι στη θάλασσα.
— Η οικογένεια δεν είναι μέσα σε αυτά.
Ποτέ, ποτέ. Δεν είχα ταλέντο στη μητρότητα. Μόνο έναν σύντομο γάμο με τον Μίμη (σ.σ. Κουγιουμτζή), που περισσότερο έγινε για να ευχαριστηθεί ο πατέρας μου. Η σχέση ήταν μακρά, ο γάμος διήρκεσε λίγο. Με την ευκολία που παντρευτήκαμε, χωρίσαμε.
Οι γονείς μας και ο Κουν, που ήταν ο κουμπάρος, αντέδρασαν περισσότερο από μας. Δεν ήθελαν να διαταραχθούν οι ισορροπίες.
— Κοκέτα υπήρξατε;
Μόνο όταν υπήρχε λόγος... Μόνο ο έρωτας με ξεκλείδωνε, σχεδόν με έκανε παρανάλωμα του πυρός. Άλλωστε, δεν ένιωσα ποτέ ότι ήμουν κούκλα.
Γενικά, επειδή είμαι σιωπηλή και στα χαρακτηριστικά του προσώπου πρέπει να βαφτώ για να γίνω η Πιττακή. Όταν δεν βάφομαι είναι γιατί θέλω να περνάω απαρατήρητη...
Στη ζωή περισσότερο κρυβόμουν και περίμενα αυτόν που θα μου έδινε μια σπρωξιά για να βγω μπροστά. Να πάρει η ευχή, ποτέ δεν ένιωσα η μεγάλη ντίβα του θεάτρου. «Ήθος ανθρώπω δαίμων» που λέει κι ο Ηράκλειτος. Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του.
— Τι θεωρείτε αποτυχία και πώς τη διαχειρίζεστε;
Αποτυχία είναι να μη βρίσκω απάντηση σε αυτό που κάνω, να πέφτουν στο κενό οι προθέσεις μου. Προσπαθώ να κοιτάω πάντα στα μάτια την ήττα, ξέροντας ότι με περιμένει η επόμενη στη γωνία. Πάντα στο μυαλό στριφογυρίζει η φράση του Μπέκετ «να προσπαθείς, να αποτυγχάνεις, να αποτυγχάνεις καλύτερα».
— Και η μεγαλύτερη πολυτέλεια μετά από 50 χρόνια θεατρικών θριάμβων και αποτυχιών;
Η πολυτέλεια του πρωινού ύπνου.
Ιnfo
«Βρικόλακες», Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, Φρυνίχου 14, Πλάκα, 22/2-21/4, Τετ.-Κυρ. 21:15
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO