Αγύρτης ή άγιος; Και τα δύο αρχίζουν από «αγ-». Όπως η αγάπη.
Αυτό είναι το τρίπτυχο του έργου: θρησκεία, έρωτας, προδοσία.
Στην ορεινή Αρκαδία, στην εκπνοή του 19ου αιώνα, μας ταξιδεύει ο Παλαιός των Ημερών του Μάτεσι και ο Άκης Δήμου ακολουθεί συγκινημένος τον νεκρό πρόγονό του σε αυτό το θαυματοχτυπημένο σύμπαν.
Εκεί όπου οι βρικόλακες, τα ξωτικά και τα βοτάνια συγκατοικούν με το λιβάνι, τα κόλλυβα και τους παπάδες. Εκεί όπου γυμνόστηθες αγίες αναδύονται από τα χώματα και λευκοντυμένες νεκρομάνες ανυψώνονται και πετούνε τις νύχτες στα κρυφά.
Εκεί όπου το παγανιστικό παρελθόν σμίγει με το χριστιανικό παρόν και τα σώματα μαραζώνουν υπό το βάρος μιας ανήμπορης πίστης που οδηγεί στον θάνατο, στην παράλυση, στην υποταγή του πνεύματος, στην άρνηση των οικογενειακών δεσμών.
Μιας πίστης αποστεγνωμένης που αναζητά το θαύμα για να ξεδιψάσει – τι κι αν είναι ψεύτικο, δεν πειράζει, η προσδοκία του φλογίζει την αναμονή, σπάει τη μονοτονία, επιφέρει την ελπίδα μιας, έστω, ανύπαρκτης σωτηρίας.
Περιμένοντας κάτι που δεν έρχεται ποτέ, οι άνθρωποι εγκαταλείπουν το βιος τους, περιφέρονται σαν φαντάσματα και κοκαλώνουν σαν ζητιάνοι, με το χέρι προτεταμένο και άδειο, παραπλανημένοι ως την τελευταία τους ανάσα.
Δεν υπάρχει καμία χημεία, ψυχική ή σαρκική, ανάμεσα στον Ελισσαίο και στον Ζάγρο, ουδέποτε αισθανόμαστε την ισχυρή ένταση της σχέσης τους, μένουμε με σχήματα και ωραίες τοποθετήσεις που μοιάζουν διεκπεραιωτικές, χωρίς εσωτερικό κίνητρο ή πεποίθηση.
Η θρησκεία εξαθλιώνει, το αληθινό θαύμα βρίσκεται αλλού. Ο Έρωτας είναι ο Παλαιός των Ημερών και η τελετουργία του σώματος η μόνη που εξυψώνει στα ουράνια.
Ο Ελισσαίος και ο Ζάγρος, το ζεύγος των ψευτοαγίων που διανύει τα ορεινά χωριά σκορπίζοντας το θάμβος με το κάλλος τους, μονάχα αυτοί ανακαλύπτουν σταδιακά την αλήθεια:
«Μπορεί αυτό το αγκάλιασμα, εδώ και τώρα, μπορεί αυτό να είναι το μυστικό του Θεού, το παλαιόν των ημερών μυστικό, σκέφτηκε ο Ελισσαίος και παραδόθηκε. Και το αγκάλιασμα το βρήκε ομορφότερο από το μυστικό του Θεού και από τον Θεό τον ίδιο» γράφει ο Μάτεσις στο εξαιρετικό μυθιστόρημά του.
Ο ένας τροφοδοτεί την πίστη του άλλου, τον δυναμώνει, τον τρέφει, τον αποθεώνει.
Κλειδωμένοι μαζί σε μια ατέρμονη παραφορά, γίνονται αμνός και ποιμένας, υιός και πατήρ, αδιάσπαστοι στην αγάπη τους, φωτεινοί και ζηλευτοί απ' όλους τους χωρικούς που τους ακολουθούν μαγεμένοι, αγνοώντας ότι στην πραγματικότητα οι «δύο Πρόδρομοι» δεν επιτελούν κανένα θαύμα αλλά είναι οι ίδιοι ένα θαύμα.
Ένα θαύμα που θα τελειώσει επειδή πρέπει να τελειώσει, επειδή δεν αντέχεται διά παντός, η παντοδυναμία εξαντλεί τα μέλη και την ψυχή, κι εξάλλου η αποκαθήλωση είναι η λήξη του μαρτυρίου, και ο αμνός πρέπει να σφαγιαστεί επειδή δεν ήταν τελικά τόσο αγνός, κανένας δεν μπορεί να είναι τόσο αγνός, φέρει μέσα του τον σπόρο της προδοσίας και η προδοσία δεν συγχωρείται από τον Παλαιό των Ημερών.
Ο υιός πρέπει να σταυρωθεί, η τίμια κεφαλή να αποτμηθεί. Έτσι τελειώνει η ιστορία, η λήξη είναι πάντα αποχαιρετισμός, ο υιός πρέπει να ζήσει χωρίς τον Πατέρα, μακριά από την αγκαλιά του, μόνος.
Εμπνεόμενος από τον Μάτεσι, ο Άκης Δήμου συνθέτει μια δική του ποιητική ακολουθία. Ζωντανεύει θεατρικά τον πυρήνα του μυθιστορήματος, ανασταίνει τρεις από τους ήρωες του πρωτοτύπου (τον Ελισσαίο, τον Ζάγρο και τη σύζυγό του Ελένη), ενώ προσθέτει έναν τέταρτο, τον Τιμολέοντα, τον περιφερόμενο θεατρίνο, αυτόν που έχει την τέχνη του θρησκεία και γυρνά και διηγείται όλα όσα έχουν διαδραματιστεί, μα οι άνθρωποι τα κρύβουν.
Πρόκειται για ένα κείμενο αφαιρετικό, πυκνό, εξόχως ποιητικό, που προσφέρεται για τη γέννηση μιας πλούσιας σκηνικής συνομιλίας με τους νεκρούς – παλαιούς και τωρινούς, θνητούς και θείους.
Το υποβλητικό σκηνικό σύμπαν που δημιούργησε ο σκηνογράφος Κωνσταντίνος Σκουρλέτης εγείρει ένα γοητευτικό «τέμπλο» ελληνικότητας (σήμα κατατεθέν της ομάδας bijoux de kant).
Ένα τραπέζι δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής κι ένας ημίγυμνος νέος –ο αμνός που θα σφαγιασθεί– κείτεται εκεί ακίνητος, λουσμένος με ροδοπέταλα.
Πολύχρωμα λαμπιόνια κρέμονται στ' αριστερά, ένας φωτεινός σταυρός από νέον στα δεξιά και όλα τα σύνεργα της «λειτουργίας» συγκεντρωμένα διακριτικά στο πίσω μέρος του σκηνικού, κάτω από μια μικρή τοπιογραφία.
Κάθε λεπτομέρεια που συνθέτει την όψη του εγχειρήματος είναι πραγματικά άψογα επιλεγμένη και εναρμονισμένη με το σύνολο: τα βαριά δαχτυλίδια του Ελισσαίου, τα λευκά βαμβακερά εσώρουχα της Ελένης, τα ανακατεμένα μαλλιά του Ζάγρου, η μαύρη φουστανέλα του Τιμολέοντα...
Δυστυχώς, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την ερμηνεία του κειμένου από τους ηθοποιούς (Αλέκος Συσσοβίτης, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γιώργος Κοψιδάς, Ντένης Μακρής): η εκφορά του λόγου φαντάζει μάλλον ακατέργαστη.
Τα νόηματα δεν ξεπηδούν, οι εικόνες δεν σχηματίζονται, οι αισθήσεις μας δεν αφυπνίζονται, η αφήγηση δεν αποκτά υπόσταση.
Δεν καταφέρνουμε να εισχωρήσουμε στον κόσμο αυτόν, να μοιραστούμε τη μεταφυσική του έρωτα, να κοινωνήσουμε αυτή την άλλη θρησκεία που προτάσσουν οι λέξεις και που καλούνται να υπηρετήσουν τα σώματα.
Δεν υπάρχει καμία χημεία, ψυχική ή σαρκική, ανάμεσα στον Ελισσαίο και στον Ζάγρο, ουδέποτε αισθανόμαστε την ισχυρή ένταση της σχέσης τους, μένουμε με σχήματα και ωραίες τοποθετήσεις που μοιάζουν διεκπεραιωτικές, χωρίς εσωτερικό κίνητρο ή πεποίθηση.
Όταν η στατικότητα κυριαρχεί, όλο το βάρος το επωμίζεται ο λόγος: αυτός θα κινήσει τα νήματα, αυτός θα μας ανυψώσει και θα μας κατακρημνίσει, αυτός θα μας συνεπάρει στην ουσία της τελετουργικής πράξης.
Εφόσον, όμως, αυτός εκπορεύεται χωρίς πειθώ, χωρίς πίστη, εφόσον δεν μεταδίδει τα πάθη που διατυπώνει, τότε μένει να αιωρείται κούφιος και στεγνός, άχαρο στολίδι που κάποιος κρέμασε στ' αυτιά μας.
Info
Άκης Δήμου - Τα δάση στα γόνατα
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Πρωταγωνιστούν: Αλέκος Συσσοβίτης, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γιώργος Κοψιδάς, Ντένης Μακρής
Θέατρο του Νέου Κόσμου - Κάτω Χώρος
Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Φιξ, 210 9212900
Δευτ. 21:15, Τρ. 21:15,
Eισ.: 10-13 ευρώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO