Στην πρώτη λέξη της νεκρώσιμης ακολουθίας της Καθολικής Εκκλησίας («Requiem aeternam dona eis, Domine») που παρακαλεί τον Θεό να χαρίσει αιώνια ανάπαυση στους κεκοιμημένους οφείλεται η ονομασία του μουσικού είδους του ρέκβιεμ. Η εξάρτησή του από την τυπολογία (στη δομή, τη μορφή και τη γλώσσα) της εκκλησιαστικής λειτουργίας δεν εμπόδισε σπουδαίους συνθέτες να ασχοληθούν με αυτό. Κάποια από τα πιο σημαντικά έργα της μπαρόκ, της κλασικής και της ρομαντικής περιόδου της συμφωνικής μουσικής είναι ρέκβιεμ, με πλέον χαρακτηριστικά αυτά του Μότσαρτ και του Βέρντι.
Η ιδέα ενός ρέκβιεμ απασχολούσε τον Βέρντι τουλάχιστον από το 1868-9, όταν πρότεινε σε Ιταλούς συνθέτες της εποχής του να γράψουν μαζί ένα «συλλογικό» έργο στη μνήμη του Ροσίνι. O ίδιος είχε αναλάβει το καταληκτικό μέρος («Libera me») του άτυχου, τελικά, σχεδίου. Εκ νέου δουλέμενο, ωστόσο, εκείνο το «Libera me» κλείνει το ρέκβιεμ που συνέθεσε μόνος του πια ο Βέρντι στη μνήμη του ρομαντικού συγγραφέα και Ιταλού πατριώτη Alessandro Manzoni (1785-1873).
«Ο Βέρντι είχε ήδη μεγάλη εμπειρία στην όπερα όταν έγραψε το “Ρέκβιεμ”, ένα έργο μοναδικό στην ιστορία της μουσικής γιατί συνδυάζει την κατάνυξη, την εσωτερικότητα και την υπαρξιακή αγωνία μιας λειτουργίας με τη δραματικότητα μιας όπερας. Έχει πολύ μεγάλες αντιθέσεις που συναρπάζουν και καθηλώνουν ακόμα και τον πιο αμύητο ακροατή. Έχει, δηλαδή, μέρη που τραγουδιούνται ψιθυριστά από τη χορωδία και την ορχήστρα να παίζει τόσο απαλά, σαν η μουσική να βγαίνει από τα μύχια της ψυχής, όπως και το περίφημο χορωδιακό “Dies Irae” (“Ημέρα Οργής”) που σε συγκλονίζει με τη δύναμη, η οποία ξεχειλίζει. Εδώ το πνεύμα του λόγου (αναφέρεται στην τρομερή οργή του Θεού προς τους αδίκους) αποτυπώνεται ευθέως στη μουσική: όλοι παίζουν όσο πιο δυνατά μπορούν, και η γκρανκάσα και όλα τα κρουστά και τα χάλκινα πνευστά και η χορωδία! Γι’ αυτό και το “Ρέκβιεμ” του Βέρντι συγκινεί όχι μόνο το κοινό αλλά και τους μουσικούς που το ερμηνεύουν» λέει ο Βασίλης Χριστόπουλος, ο διευθυντής και μαέστρος της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.
Είναι μια καλή στιγμή για την πρώτη τη τάξει ορχήστρα της χώρας. Κατά την περίοδο 2012-13 είχε αύξηση 45% των εσόδων από τα εισιτήρια σε σχέση με το 2011-2. «Το κοινό αναγνώρισε την άνοδο του καλλιτεχνικού επιπέδου της ορχήστρας αλλά και την προσπάθεια που κάνουμε για ενδιαφέροντα προγράμματα (που έχουν πια μια δραματουργική συνοχή, με θεματικούς κύκλους μέσα στην ίδια σεζόν αλλά και με συνδετικό άξονα σε κάθε συναυλία, ώστε να μην είναι απλώς ωραία έργα, τυχαίως συνδυασμένα). Επιδιώκουμε με κάθε τρόπο τη βελτίωση της συνολικής εικόνας της ΚΟΑ, με υπέρβαση, συχνά, των σωματικών και ψυχικών αντοχών μας» σχολιάζει ο ο 38χρονος αρχιμουσικός και αναφέρεται στον θεσμό των εισαγωγικών ομιλιών που δίνονται (δωρεάν) πριν από τις τακτικές συναυλίες της ΚΟΑ στο Μέγαρο Μουσικής, τον οποίο και καθιέρωσε ο ίδιος, αλλά και στην πολιτική χαμηλών ως προς το κόστος εισιτηρίων. « Ένα μέσο εισιτήριο είναι της τάξης των 15 ευρώ. Το φοιτητικό είναι 5 ευρώ, που σημαίνει ότι για να ακούσει ο φοιτητής την καλύτερη ορχήστρα της χώρας του ζωντανά πληρώνει λιγότερο απ’ όσο για να δει μια ταινία στο σινεμά» εξηγεί.
Η ΚΟΑ ανταμείβεται από το κοινό για την κοπιώδη προσπάθειά της να γίνει καλύτερη εν μέσω κρίσης, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Το ταμείο της είναι άδειο, καθώς ακόμα δεν έχει πάρει κάποια δόση από τη, μειωμένη στο μισό, επιχορήγηση του 2013! Ας θυμίσουμε στον κ. Τζαβάρα, μήπως και δείξει έστω και καθυστερημένα την αναγκαία έγνοια, ότι σε όλες τις χώρες οι ορχήστρες συμφωνικής μουσικής επιχορηγούνται γιατί είναι αδύνατον, όσο χρηστή κι αν είναι η διαχείριση των οικονομικών της, να συντηρηθεί χωρίς την υποστήριξη της πολιτείας.
«Η ορχήστρα είναι το πιο περίπλοκο δημιούργημα του ανθρώπινου πολιτισμού. Δεν υπάρχει κάτι πιο δύσκολο από το να ζητάς από 60, 80, 90 ανθρώπους να είναι άριστα προετοιμασμένοι, να βάλει ο καθένας την ψυχή και την προσωπικότητά του στην ερμηνεία του μουσικού έργου και την ίδια στιγμή όλοι μαζί να παραμερίσουν την προσωπική τους άποψη και να προσαρμοστούν στην άποψη του μαέστρου και στον τρόπο και τον ήχο του διπλανού τους! Σκεφτείτε τι σημαίνει αυτό όταν έχεις 16 πρώτα βιολιά, πόσο μάλλον στο “Ρέκβιεμ”, που θα είναι 30! Με άλλα λόγια, μια πολυπληθής ομάδα πρέπει να παίξει ταυτόχρονα, με την ίδια ταχύτητα στο δοξάρι, με την ίδια δυναμική στον ήχο και το ίδιο ηχόχρωμα, με την ίδια άρθρωση. Απαιτείται από αυτούς το εξής σχιζοφρενικό: να παραμερίσουν το εγώ τους χάριν της συλλογικής προσπάθειας και την ίδια στιγμή να μην είναι άβουλοι, να μην υπακούουν απλώς σε εντολές –γιατί τότε η μουσική θα βγει άνευρη! Ωστόσο, παρά κάποιες διαφορές και διαφωνίες που μπορεί να σημειωθούν στις πρόβες, τελικά, όλοι συμπλέουμε στην επιθυμία να βγει καλή η συναυλία» καταλήγει ο Β.Χριστόπουλος.
Με τέσσερις σπουδαίους λυρικούς καλλιτέχνες, τη Ρουμάνα υψίφωνο Τσέλια Κοστέα, τη Γαλλίδα μεσόφωνο Ζεραλντίν Σωβέ, τον Αυστραλό τενόρο Στιβ Ντέιβισλιμ και τον Ρώσο βαθύφωνο Γιούρι Βορομπιόφ, και με τρεις χορωδίες (της ΕΡΤ, του Δήμου Αθηναίων και τη Μητροπολιτική Χορωδία της Σόφιας!) το «Ρέκβιεμ» του Βέρντι από την ΚΟΑ στο Ηρώδειο φαίνεται πως θα είναι μια θεσπέσια, πραγματικά γενναιόδωρη εμπειρία.
σχόλια