Όσοι παρακολουθούν τη δουλειά της Σοφίας Φιλιππίδου τα τελευταία χρόνια γνωρίζουν ότι ασχολείται με το θέατρο μεθοδικά και ερευνητικά, ανεβάζοντας έργα για πρώτη φορά, μεταφράζοντας, διασκευάζοντας, σκηνοθετώντας, πάντα με ομάδες νέων καλλιτεχνών και συνεργατών. Άνθρωπος δραστήριος και ανήσυχος, είναι από αυτούς που δεν απαντούν εν θερμώ και ακόμα και στον δημόσιο διάλογο έχει ένα συγκροτημένο προφίλ, θεωρώντας ότι είναι καλό να κρατά μια απόσταση από τα γεγονότα και να μην αντιδρά εν θερμώ.
Πολλοί εξεπλάγησαν όταν είδαν να δημοσιοποιεί στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook επιστολή που απέστειλε στην υπουργό Πολιτισμού, στον υφυπουργό και αρμόδιο για θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού και στην επιτροπή επιχορηγήσεων. Η αίτηση για επιχορήγηση της Σοφίας Φιλιππίδου απορρίφθηκε και φυσικά ποτέ δεν έλαβε το σκεπτικό της απόρριψής της, όπως και άλλοι που βρίσκονται στην ίδια θέση, κάτι που θεωρεί απαράδεκτο∙ άλλωστε η περιγραφή των στόχων των επιχορηγήσεων –υπάρχει και στην προκήρυξη των επιχορηγήσεων που ανακοινώθηκε τις προηγούμενες ημέρες– είναι τόσο γενική που οποιαδήποτε παράσταση μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τον αυτονόητο στόχο.
«Είμαι άνθρωπος που συνηθίζει να μπαίνει στη θέση του άλλου, για να τον κατανοήσω, να δω τα κίνητρά του, τον τρόπο με τον οποίο κινήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει καμία δικαιολογία και είμαι και θυμωμένη και πικραμένη και στενοχωρημένη, και δεν υπήρχε καμία λύση παρά μόνο να γράψω μια επιστολή. Μπήκα στη θέση του άλλου και δεν βρήκα καμία δικαιολογία. Είμαι συγκροτημένη, προσπαθώ να είμαι δίκαιη, και είναι η πρώτη φορά που διαμαρτύρομαι δημοσίως, γι’ αυτό έγραψα την επιστολή, για να με προσέξει κάποιος, να μπορέσω να πω τη θέση μου» λέει στο LIFOgr.
Πιστεύω ότι αδικήθηκα, ότι με προσέβαλαν αντί να με επιβραβεύσουν, όχι μόνο για το τελευταίο μου έργο αλλά και για όλη την προηγούμενή μου δουλειά, που την πιστεύω και γι’ αυτό εργάζομαι.
— Σοφία, πιστεύεις ότι αδικήθηκες;
Ναι, πιστεύω ότι αδικήθηκα, ότι με προσέβαλαν αντί να με επιβραβεύσουν, όχι μόνο για το τελευταίο μου έργο αλλά και για όλη την προηγούμενή μου δουλειά, που την πιστεύω και γι’ αυτό εργάζομαι. Δουλεύω με πάθος, με αυτοθυσία, για να τα κάνω όλα σωστά και καλά, να είμαι δίκαιη, να είμαι εντάξει απέναντι στο υπουργείο και πιστεύω ότι υπάρχει ένας άνθρωπος, ένα «μάτι», στο υπουργείο που τα βλέπει αυτά και επιβραβεύει και ενθαρρύνει τέτοιες πρωτοβουλίες. Είναι ταπεινωτικό αυτό που μου έκαναν. Είμαι σε μια ηλικία που ξέρω τι είναι δίκαιο και τι είναι άδικο. Τα ζύγιασα τα πράγματα πολύ καλά, και ναι, αδικήθηκα.
— Την προηγούμενη δουλειά σου την είδαν οι άνθρωποι της επιτροπής;
Όπως ξέρεις, όλοι όσοι πήραμε επιχορήγηση εργαστήκαμε σε ένα πολύ θολό τοπίο λόγω πανδημίας. Εγώ, καλού κακού, και με μάσκες και με rapid test και με άδειες που έπαιρνα κάθε τόσο από το υπουργείο. Κάθε δέκα μέρες συγκέντρωνα τους ηθοποιούς, κάναμε πρόβα σε έναν μεγάλο χώρο που νοίκιασα. Έκανα οντισιόν, μελέτησα ένα-ένα τα 850 mail που έλαβα, έκανα διαδικτυακή οντισιόν σε 110 άτομα, επέλεξα τα άτομα της παράστασης, ήμουν ιδιαιτέρως συνεπής μέσα στην πανδημία γιατί ήθελα να πω στον εαυτό μου και στους συναδέλφους μου ότι δεν είναι δυνατόν μέσα στην πανδημία να σταματά η τέχνη, αλλά πρέπει να συνεχίζει με όσα μέσα μπορεί. Και εγώ στην ηλικία και με το όνομα που έχω στον χώρο ήθελα να το δώσω αυτό το παράδειγμα, ότι δεν σταματάμε. Δεν μπορούσαμε να παίξουμε στο θέατρο, έτσι έκανα την παράσταση και φιλμ με ένα συνεργείο κινηματογραφικό που πλήρωσα από την τσέπη μου και κάναμε και πρεμιέρα με την προβολή της ταινίας. Περίμενα τις νέες ανακοινώσεις, όντας βέβαιη πώς για αυτή την προσπάθεια και τη συνέπειά μου θα επιβραβευθώ. Τιμωρήθηκα, και επιμένω ότι αυτό είναι μια προσβολή.
— Γιατί νομίζεις ότι θέλουν να σε προσβάλλουν;
Γιατί είμαι έντιμη. Μάλλον έπρεπε να συνεννοηθώ μαζί τους τηλεφωνικώς, εγώ δεν το κάνω αυτό, κάνω την αίτηση και περιμένω. Διάβασα τις επιχορηγήσεις όταν βγήκαν, όπως όλος ο κόσμος. Δεν θέλω να τηλεφωνήσω σε κανέναν και νομίζω δεν πρέπει να το κάνουμε. Δεν μου αρέσει καθόλου να σκαλίζω το από πίσω, ούτε θέλω να το κάνω. Δεν ξέρουν μόνο εκείνοι ποια είμαι, ξέρω και εγώ ποιοι είναι αυτοί, όλοι γνωριζόμαστε, εκατό άνθρωποι είμαστε, που λέει ο λόγος.
— Για πόσα χρήματα μιλάμε;
Οι τρεις φορές που επιχορηγήθηκα είναι: για το έργο του Jakob R. Lenz «Πρίγκιπας της Κούμπα Τάντι», για τη «Μελάχρα» του Παντελή Χορν και για τα «Τρία φιλιά... Η σταχτιά γυναίκα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Πήρα από 10.000 τις δυο φορές και τη μια 15.000.
— Σοφία, γιατί πιστεύεις ότι η πρότασή σου έπρεπε να εγκριθεί;
Γιατί είναι σοβαρό ερευνητικό θέατρο. Όπως ήταν και η παράσταση του έργου του Lenz, που ανέβηκε για πρώτη φορά έργο του στην Ελλάδα. Θα έπρεπε να ενδιαφέρει την επιτροπή, για παράδειγμα, να τη δει και για λόγους θεατρολογικούς. Και η πρόταση που έκανα τώρα είναι έργο ενός κορυφαίου Γερμανού συγγραφέα που θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
— Επικοινώνησε κάποιος από το υπουργείο μαζί σου;
Όχι. Προφανώς δεν το θεωρούν απαραίτητο. Η ανάγκη μου να κάνω αίτηση, και αυτό το ξεκαθαρίζω, ήταν περισσότερο για να με προσέξουν, να με επιβραβεύσουν, γιατί τα χρήματα είναι λίγα. Για να κάνω μια δουλειά με 13 ηθοποιούς επί σκηνής έβαλα άλλα τόσα, εγώ δεν πληρώνομαι για τη δουλειά που κάνω, ήμουν εντάξει στις υποχρεώσεις μου, στους ηθοποιούς, απέναντι σε όλα, θέλω να είμαι μαζί με αυτούς που το υπουργείο διαλέγει και «βραβεύει». Να ξεκαθαρίσουμε κάτι, οι επιχορηγήσεις δεν δίνονται γιατί οι ηθοποιοί δεν έχουν λεφτά να φάνε και πρέπει να τους δώσει το υπουργείο, αυτό είναι σαν επαιτεία, τα χρήματα δίνονται γιατί πιστεύουν, υποτίθεται, σε μια καλλιτεχνική πρόταση και στο έργο ενός καλλιτέχνη, το εκτιμούν.
— Τις παραστάσεις σου τις έχουν δει;
Ας πούμε ότι δυο άτομα έχουν έρθει από μία φορά, όλα αυτά τα χρόνια. Όχι, δεν ξέρουν τι κάνουμε, και δεν το λέω μόνο για μένα. Γι’ αυτό είναι ταπεινωτικό όλο αυτό που έγινε και δεν πάει άλλο να μη μιλάμε, δεν είμαι καμιά καινούργια που θέλει να μπει, να χωθεί και να πάρει τα λεφτά για να κάνει την πλάκα της ή το όνειρό της. Δεν έχω να αποδείξω αν είμαι καλό παιδί, ούτε να ξαναδώσω εξετάσεις, με ξέρετε όλοι, και πολλοί άνθρωποι συμφωνούν ότι τα κάνω εντάξει τα πράγματα.
— Τη «Γενοβέφα» θα την κάνεις;
Μα δουλεύω ήδη περισσότερα από δυο χρόνια για την έρευνα αυτού του έργου. Αυτό δεν το γνωρίζουν και δεν τους ενδιαφέρει να το μάθουν, τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει ο καθένας μας, που δεν είναι επιπόλαιος, βάζω ένα όνομα και περιμένω τα χρήματα. Δεν το ξέρουν. Είναι τίτλοι έργων στο χαρτί. Αν είναι έτσι, πληρώ όλες τις προϋποθέσεις.
— Θα μου μιλήσεις για το έργο;
Όπως είπα, άρχισα να δουλεύω στον μύθο αυτό της Γενοβέφας και του αποκεφαλισμού εδώ και χρόνια. Αυτός ο θρύλος έγινε παραμύθι, τραγούδι, χορός, έφτασε μέχρι την Ελλάδα, έγινε απλοϊκό, απλό παραμύθι και εγώ ανακάλυψα ένα έργο του 1843, με την έρευνα που έκανα, μια τραγωδία σε πέντε μέρη του Γερμανού Φρίντριχ Χέμπελ. Τη μεταφράσαμε και κάναμε μια διασκευή και αυτό το έργο πρότεινα, για μια παράσταση που θα περιείχε και άλλους αποκεφαλισμούς, όπως τους γνωρίζουμε από το κλασικό ρεπερτόριο. Η πρότασή μου ήταν να κάνω μια σύνθεση με τη Γενοβέφα, μια ηρωίδα ενάρετη που τιμωρείται από την κοινωνία και τον άνδρα της, και άλλους μονολόγους με αποκεφαλισμούς, όπως της Σαλώμης, το κομμάτι στο έργο του Μέλβιλ που μιλά στο κεφάλι της φάλαινας, αυτή ήταν η ιδέα, μια σειρά μονολόγων πάνω σε ένα κεφάλι. Το έργο είναι ένα αριστούργημα, ο συγγραφέας είναι μέγιστος στη Γερμανία και πρώτη φορά μεταφράζεται στα ελληνικά. Αυτή είναι η παράσταση, την πιστεύω, πιστεύω στη δουλειά μου και θα το παλέψω, δεν εγκαταλείπω, ούτε σιωπώ.
Η ανοιχτή επιστολή της Σοφίας Φιλιππίδου:
«Ανοιχτή επιστολή
Αξιότιμη κυρία Λ. Μενδώνη, κύριε Ν. Γιατρομανωλάκη, κύριες και κύριοι της επιτροπής επιχορηγήσεων του υπουργείου Πολιτισμού, είχατε δεν είχατε, καταφέρατε να με ταπεινώσετε με την προσβολή σας μέσα στον Δεκαπενταύγουστο.
Μια δυνατή φωνή μέσα μου μου λέει ότι με απορρίψατε μάλλον γιατί είμαι υπέρ το δέον επιμελής, έντιμη, εργατική και δημιουργική και γιατί ξόδεψα και τα δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ που μου δώσατε πέρσι για την παράσταση “Τα τρία φιλιά… Η σταχτιά γυναίκα” του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και έβαλα και από την τσέπη μου (εγώ η ίδια δεν πληρώθηκα για τίποτα) για να ανεβάσω –εν μέσω πανδημίας και με όλες τις προφυλάξεις– το έργο. Πλήρωσα τους ηθοποιούς και όλους τους συνεργάτες μου, τα ενοίκια, τα ένσημα κ.λπ., όπως και το συνεργείο κινηματογράφησης, και για να ντοκουμεντάρω τη δουλειά έκανα ένα εναλλακτικό “θεατροφίλμ” με το έργο πριν την παράσταση (πρεμιέρα προβολής 26 Ιουλίου) και είμαι έτοιμη να ανεβάσω την παράσταση σε θέατρο μόλις αυτό είναι εφικτό. Πίστευα πως έτσι θα είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου απέναντι στο υπουργείο, σε σας που με κρίνετε, και απέναντι στο καλλιτεχνικό μου όραμα. Επιπλέον μελέτησα 850 mail ηθοποιών –επειδή προσκάλεσα σε οντισιόν νέους ηθοποιούς– και είδα διαδικτυακά 110 ηθοποιούς, εκ των οποίων διάλεξα τέσσερις για τις ανάγκες της παράστασης.
Ειλικρινά πίστευα πως όλα αυτά και επιπλέον η διετής έρευνα που έκανα γύρω από τον συγγραφέα καθώς και η διασκευή δυο μεγάλων, δύσκολων και άπαικτων έργων του νεοελληνικού θεάτρου θα ήταν τα εχέγγυα για την επιβράβευσή μου. Αλλά όχι, μάλλον δεν θέλετε έτσι ή δεν μου το ‘χατε…
Αν κάνω αίτηση για επιχορήγηση τα τρία τελευταία χρόνια της πεντηκονταετούς θεατρικής ζωής μου, είναι γιατί επιζητώ την επιβράβευση και την ενθάρρυνση του υπουργείου για τη θεατρική έρευνα, την προσφορά, τη διδασκαλία και το υπόλοιπο έργο μου με τις ομάδες! Χρόνια τώρα με βλέπετε και δεν με βλέπετε… με προσπερνάτε σαν να είμαι επαίτης, με κάνετε να αισθάνομαι άσχημα ενώ ρίχνετε άφθονο φως στα έργα “φίλων” σας. Στην περίπτωσή μου θα έπρεπε να ντρέπεστε που με φέρατε ακόμη μια φορά σ’ αυτήν τη δεινή θέση.
Θα τα ξαναπούμε».