Τόσο στο τηλέφωνο, όταν τον πήρα να κλείσω μαζί του ραντεβού, όσο κι όταν τον συνάντησα στο φουαγέ του Ακροπόλ, ήταν ιδιαίτερα ευγενής. Από κοντά, με το κοστούμι και τη γραβάτα του, εν ώρα εργασίας μάλιστα, θυμίζει περισσότερο έναν ευσεβή καθηγητή πανεπιστημίου, παρά σκηνοθέτη που πάλλεται από δημιουργικό οίστρο. Βέβαια, δεν πέφτω έξω. Ο κ. Σπύρος Ευαγγελάτος είναι σήμερα μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και πρόεδρός της για το τρέχον έτος. Διέκοψε την πρόβα της Μήδειας που ετοιμάζει αυτό το διάστημα και ανεβήκαμε στα γραφεία του θεάτρου για τη συνέντευξή μας. Σε όλη τη διάρκειά της το μέλημά μου ήταν να μην τον θίξω. Αν και πολλοί τον θεωρούν ακαδημαϊκό σκηνοθέτη, άλλοι τόσοι θεωρούν ότι συνέβαλε πάρα πολύ στην εξέλιξη της αναπαράστασης του αρχαίου δράματος και, κυρίως, στην αναβίωση ξεχασμένων έργων του επτανησιακού θεάτρου, της ενετικής Κρήτης, της ελληνικής γραμματείας εν γένει.
Γιος του κορυφαίου μουσουργού Αντίοχου Ευαγγελάτου και της αρπίστριας Ξένης Μπουρεξάκη, μεγάλωσε σε απολύτως φιλελεύθερο περιβάλλον. Όπως λέει κι ο ίδιος: «Ήταν σπουδαίοι γονείς και εντελώς αυτονόητοι. Μες στο σπίτι κυριαρχούσε η αγάπη, ένα επαναλαμβανόμενο λαϊτμοτίφ. Δεν απαγόρευαν τίποτα, αλλά υπέβαλλαν έμμεσα –χωρίς να το καταλαβαίνουμε τότε εγώ και η αδελφή μου– ό,τι χρειαζόταν για να επικοινωνούμε κάπως άνετα με τους ανθρώπους γύρω μας». Με δύο γονείς μουσικούς, φαντάζομαι ότι θα ήταν ένα σπίτι όπου θα κυριαρχούσαν οι νότες. Συμφωνεί: «Όχι μόνο. Ο πατέρας αγαπούσε πολύ την ποίηση και τη ζωγραφική». Και πώς και δεν έγινε κι ο ίδιος μουσικός; «Ξεκίνησα από μικρό παιδί βιολί κι αργότερα πιάνο και θεωρητικά μουσικής. Μέχρι τα 17 μου έλεγα ότι θα γίνω σκηνοθέτης ή μαέστρος. Τελικά, μπήκα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παράλληλα στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σιγά-σιγά το μουσικό μέρος, όσον αφορούσε τον επαγγελματικό προσανατολισμό, υποχώρησε. Αλλά ο έρωτάς μου για τη μουσική παρέμεινε, σκηνοθετώντας περί τις πενήντα όπερες». Σχολιάζω ότι μεγάλες φυσιογνωμίες, όπως ο Άγγελος Τερζάκης που δίδασκε στο Εθνικό, θα μπορούσαν να γεφυρώσουν τις σπουδές του στη Φιλοσοφική με το θέατρο. Με διορθώνει: «Ο Τερζάκης ήταν σπουδαίος δοκιμιογράφος και καταπληκτικός συγγραφέας και πεζογράφος, αλλά υπό αυτή την έννοια υπήρχαν πολλοί που "γεφύρωναν" τη Φιλοσοφική με τη Δραματική: ο Θεοδωρακόπουλος, ο Μαρινάτος, ο Θωμαδάκης, πολλοί! Ο Τερζάκης ακτινοβολούσε, έκανε σπουδαίες αναλύσεις έργων και όλοι κρεμόμασταν από τα χείλη του».
Τον ρωτάω αν φλέρταρε ποτέ με την ιδέα του ηθοποιού. Μου λέει ότι έπαιξε για έναν χρόνο μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή σε θιάσους του ελεύθερου θεάτρου, κυρίως σε κωμικούς ρόλους. Ήταν καλός ηθοποιός; «Αν έμενα στην υποκριτική, θα γινόμουν ένας πολύ καλός β' κωμικός» μου απαντάει. Αντί αυτού, προτίμησε να οργανώσει μαζί με συμφοιτητές από το Εθνικό τη Νεοελληνική Σκηνή και σε ηλικία 21 ετών να υπογράψει την πρώτη του σκηνοθεσία με την άπαιχτη κρητική κωμωδία του 1655Φορτουνάτος του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου. Λέει για εκείνη την πρώτη του παράσταση: «Ουσιαστικά, ήταν κόντρα στη μόδα της εποχής, που ήταν το θέατρο του παραλόγου και κάποια κινήματα πιο προοδευτικών ιδεών. Αυτό που έκανα εγώ μόνο ένας τρελός το κάνει. Αλλά αισθανόμουν ότι αυτό έπρεπε να κάνω. Η κίνησή μου αυτή προξένησε μεγάλο ενδιαφέρον σε ένα λογιότερο κοινό, κριτικούς και λογοτέχνες». Και πώς τον αντιμετώπισαν οι «προοδευτικοί» καλλιτεχνικοί κύκλοι της εποχής; «Μάλλον παραξενεύτηκαν και είπαν, δεν μας ενοχλεί εμάς, άσε τον τρελό να κάνει ό,τι θέλει. Δύσκολο να θεωρήσει κάποιος κακό την αναβίωση ενός έργου της Κρήτης σε ιταλική κατοχή». Οι ασχολίες του εκείνες τον ξεχώρισαν και σε αυτές διακρίθηκε, ιδιαίτερα δε από τα μέσα της δεκαετίας του '70 που ίδρυσε το περίφημο Αμφι-Θέατρο. Τον ρωτάω τι είναι εκείνο που τον συγκινεί και τον εμπνέει να ανεβάζει έργα άγνωστα και ξεχασμένα. Θέλει να προστατέψει αυτά τα κείμενα από την απόλυτη φθορά; Να τα σώσει από την οριστική λήθη; Μου απαντάει: «Είναι μεγάλη πρόκληση, κείμενα που φαίνονται καταρχάς να είναι νεκρά, όπως η Ιφιγένεια εν Ληξουρίω του Πέτρου Κατσαΐτη που σημείωσε διεθνή θρίαμβο χάρη στην καταπληκτική ερμηνεία της αείμνηστης συζύγου μου Λήδας Τασοπούλου αλλά και των υπόλοιπων ηθοποιών, να ξαναπαίζονται. Μου άρεσε να συνδέω κρίκους της παλιάς μας ιστορίας και αυτοί οι κρίκοι να αποδεικνύονται ζωντανό θέατρο, από εκεί που θεωρούνταν κάτι μη υπάρχον. Χρειάζονται ενέσεις σκηνοθετικές, βέβαια».
Στα 30 του πήρε διδακτορικό στην «Ιστορία του θεάτρου εν Κεφαλληνία, 1600-1900», κάτι που τον θωράκισε επιστημονικά, ενώ παράλληλα άρχισε να σκηνοθετεί γνωστούς θιάσους του ελεύθερου θεάτρου. Στη Βιέννη, όπου βρέθηκε για μεταπτυχιακές σπουδές θεατρολογίας, συνέχισε να σκηνοθετεί. Από τα χρόνια εκείνα θυμάται τις σημαντικές πρωτοποριακές παραστάσεις που είχε την τύχη να δει, όπως οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες του Πέτερ Στάιν στο Βερολίνο, του Πίτερ Μπρουκ στο Μπουφ ντε Νορ στο Παρίσι, του Στρέλερ στο Πίκολο, τις όπερες του Τζεφιρέλι. Δηλώνει ότι έχει επηρεαστεί από όλους αυτούς: «Όσο είσαι ανοιχτός στο να δεχτείς επιδράσεις από σπουδαίες παραστάσεις, σπουδαίους καλλιτέχνες, σπουδαία έργα τέχνης γενικότερα, όταν ζεις σε χώρες με σπουδαίο πολιτισμό, μπολιάζεσαι και αναγεννιέσαι. Πάντως, έχω αηδιάσει πολλές φορές και με κάποια, κατά τη γνώμη μου, εξεζητημένα πράγματα. Αλλά και οι αρνητικές εντυπώσεις είναι εμπειρία μεγάλη» μου λέει.
Η σκηνοθεσία του το 1972 τηςΗλέκτρας του Σοφοκλή για το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο με την Αντιγόνη Βαλάκου στον ομώνυμο ρόλο θεωρήθηκε καινοτομία. «Θέλατε να κάνετε τη μεγάλη ανατροπή;» ρωτάω, και μου απαντάει: «Όχι! Εγώ είμαι παιδί του Εθνικού. Αυτό που ήθελα ήταν να το ξεπεράσω μορφολογικά. Να φέρω μια λύση που να πατάει στην παράδοση, αλλά να είναι προβολή των νοημάτων των έργων όσο το δυνατόν περισσότερο. Πράγμα όχι τόσο εύκολο, όσο αυτονόητο κι αν φαίνεται».
Το Αμφι-Θέατρο, η προσωπική του σκηνή πειραματισμού, ξεκίνησε το 1975 με τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου, μια παράσταση που άφησε εποχή. Παράλληλα, ως διευθυντής το ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη, ανέβασε σημαντικά έργα ρεπερτορίου και λίγο μετά, ως διευθυντής της Λυρικής, πολλές όπερες. Σήμερα μετράει συνολικά περί τις 220 παραστάσεις, που τον καθιστούν τον πλέον παραγωγικό Έλληνα σκηνοθέτη. Έχει σκηνοθετήσει από Σαίξπηρ και Λόπε ντε Βέγκα μέχρι Μπρεχτ και Πιραντέλο από το διεθνές δραματολόγιο, όλους του ποιητές της ελληνικής αρχαιότητας, αλλά και ελληνικό θέατρο προηγούμενων αιώνων. «Αυτές υπήρξαν ανέκαθεν οι τρεις μου κατευθύνσεις» μου λέει.
Το Αμφι-Θέατρο έκλεισε μετά από 36 χρόνια δραστηριότητας, παρ όλες τις κινητοποιήσεις πνευματικών ανθρώπων, θύμα της οικονομικής κρίσης και αυτό, καθώς δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα έξοδα του κτιρίου της οδού Αδριανού στην Πλάκα. «Σας στοίχισε το κλείσιμο αυτό;». Ατάραχος, και ανέκφραστος, όπως άλλωστε την περισσότερη ώρα που μιλάμε, μου λέει: «Ήταν ιδιαιτέρως δυσάρεστο. Από κει και πέρα, υπάρχουν πιο δυσάρεστα πράγματα στη ζωή, για να στενοχωριόμαστε για όσα ξεπερνιούνται και διορθώνονται». Και ο ίδιος έχει κάθε λόγο να το λέει, με δύο πολύ σοβαρές απώλειες που είχε στη ζωή του...
Στην Μήδεια που ετοιμάζει πρωταγωνιστεί ο Γιώργος Κιμούλης. Μου εξηγεί: «Στεκόμαστε σε δύο στοιχεία που αφορούν τον αρχαίο τρόπο ερμηνείας, στην αντρική διανομή και στη χρήση μάσκας σε όλους τους ρόλους, μέχρι και στον χορό. Αυτά τα δύο στοιχεία μπορεί να φαίνονται εξωτερικά, αλλά στην ουσία περικλείουν τεράστιες υφολογικές απαιτήσεις. Είναι άλλη η προβολή των νοημάτων με μάσκα και άλλη χωρίς. Να υπενθυμίσω ότι η Μήδεια είναι η τραγική ηρωίδα που έχει κάνει το απεχθέστερο έγκλημα, έχει σκοτώσει τα παιδιά της και η ίδια δεν τιμωρείται. Αυτό είναι το τρομερό, φεύγει με το άρμα του ήλιου, χάνεται». Δηλαδή, δικαιώνεται; «Όχι! Στη ζωή δεν υπάρχει δικαίωση πολλές φορές. Αυτό είναι το πικρό μήνυμα» προσθέτει.