«ΑΝ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ Η ΙΟΥΛΙΕΤΑ είναι η ιστορία που λέμε στους εαυτούς μας για το τι σημαίνει να είσαι νέος, παθιασμένος και καταδικασμένος», γράφει στο νέο βιβλίο της “Searching for Juliet: The Lives and Deaths of Shakespeare’s First Tragic Heroine” («Αναζητώντας την Ιουλιέτα: Οι ζωές και οι θάνατοι της πρώτης τραγικής ηρωίδας του Σαίξπηρ») η Σόφι Ντάνκαν, «η ιστορία της Ιουλιέτας είναι η ιστορία του τι σημαίνει να είσαι μια ερωτευμένη νεαρή γυναίκα». Το βιβλίο εξερευνά τους τρόπους με τους οποίους η Ιουλιέτα έχει ανασχεδιαστεί και επαναπροσδιοριστεί στον δυτικό πολιτισμό από την πρώτη εμφάνισή της τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Υπάρχουν κεφάλαια σχετικά με την «βαρδολατρία» του 19ου αιώνα και την σχετική αρθρογραφία του 20ου και 21ου αιώνα, καθώς και αναλύσεις για τις σημαντικότερες κινηματογραφικές διασκευές του διάσημου έργου: την ταινία του Τζορτζ Κιούκορ για την MGM το 1936 (μια εμπορική αποτυχία με τη Νόρμα Σίρερ στο ρόλο της Ιουλιέτας και τον Λέσλι Χάουαρντ στο ρόλο του Ρωμαίου), το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Φράνκο Τζεφιρέλι (1968) και του Μπαζ Λούρμαν (1996). Η συγγραφέας αναφέρει επίσης το γνωστό μιούζικαλ West Side Story του 1957, το οποίο ήταν εμπνευσμένο από το έργο του Σαίξπηρ.
Όπως συνέβαινε με όλους τους γυναικείους ρόλους πριν από το 1660, την πρώτη Ιουλιέτα υποδύθηκε ένα έφηβο αγόρι – σχεδόν σίγουρα ο μελαχρινός, μικροσκοπικός Robert Gough. Ο Gough είχε πιθανότατα παίξει επίσης την πρώτη Ερμία (στο «Όνειρο Θερινής Νυχτός») και την πρώτη Ροζαλίνα (στο «Αγάπης Αγώνας Άγονος»).
Η συγγραφέας καλύπτει την ιστορία των παραστάσεων και των διασκευών του έργου στο πέρασμα του χρόνου, συχνά με σχολαστική λεπτομέρεια, ενώ παράλληλα αναζητά την ηρωίδα του Σαίξπηρ σε πιο απροσδόκητα μέρη.
Η Ιουλιέτα του Σαίξπηρ είναι σημαντικά νεότερη από την αντίστοιχη φιγούρα στις κύριες πηγές του: είναι δεκαέξι ετών στο αφηγηματικό ποίημα του Άρθουρ Μπρουκ «H τραγική Ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας» (1562) και δεκαεπτά ετών στο “The Palace of Pleasure” (1567) του Γουίλιαμ Πέιντερ. Ο μέσος όρος ηλικίας μιας νύφης του 16ου αιώνα ήταν είκοσι δύο ετών. Η δεκατριάχρονη ηρωίδα του Σαίξπηρ ήταν συνεπώς «σκανδαλωδώς νεαρή», αυτή η πολυτάραχη εμπειρία της εφηβείας όμως είναι ο λόγος για τον οποίο το έργο εξακολουθεί να αποτελεί κομμάτι της σχολική ύλης. Συνολικά, ο ρόλος της Ιουλιέτας αντιπροσώπευε μια θεαματική ευκαιρία για τον έφηβο ηθοποιό, ο οποίος υποδυόταν έναν χαρακτήρα κοντά στην ηλικία του.
Όπως η Ερμία, έτσι και η Ιουλιέτα αψηφά τη γονική αποδοκιμασία και λαχταρά να κλεφτεί με τον καλό της, όπως η Ροζαλίνα, είναι εξαιρετικά εύστροφη. Ωστόσο, από τον πρώτο ζοφερό υπαινιγμό για τους «εραστές που τ’ άστρα τους διασταυρώθηκαν» στον Πρόλογο του έργου, δεν υπάρχει ποτέ καμία αμφιβολία για την τελική της μοίρα. Το έργο αντιστρέφει τα χαρακτηριστικά της ρομαντικής κωμωδίας με συνταρακτικό αποτέλεσμα.
Ελάχιστοι ηθοποιοί είχαν ερμηνεύσει το ρόλο ακριβώς όπως γράφτηκε. Το 1748, η Susannah Cibber έγινε η πρώτη Ιουλιέτα που εμφανίστηκε σε μπαλκόνι, σε μια εκδοχή του έργου που διασκεύασε ο Ντέιβιντ Γκάρικ, ο πιο παραγωγικός ηθοποιός-θεατρώνης του 18ου αιώνα και αυτόκλητος αρχιερέας του Σαίξπηρ. Η λατρεία του για τον βάρδο τον οδήγησε σε σημαντικές επεμβάσεις στα πρωτότυπα κείμενα, καθώς επιθυμούσε να αναδείξει τα πιο ευγενή χαρακτηριστικά των κειμένων, αφαιρώντας στοιχεία που θεωρούσε απρεπή και ανάρμοστα. Ο Γκάρικ χάρισε στην Ιουλιέτα μια θεαματική σκηνή κηδείας, αύξησε την ηλικία της στα δεκαεπτά και έκοψε πολλές από τις πιο πνευματώδεις και γεμάτες υπονοούμενα ατάκες της.
Η συγγραφέας καλύπτει την ιστορία των παραστάσεων και των διασκευών του έργου στο πέρασμα του χρόνου, συχνά με σχολαστική λεπτομέρεια, ενώ παράλληλα αναζητά την ηρωίδα του Σαίξπηρ σε πιο απροσδόκητα μέρη. Αναφέρει, για παράδειγμα, ότι κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, περίπου 3.355 σκλάβες πήραν το όνομα Ιουλιέτα από τους Βρετανούς ιδιοκτήτες τους (σύμφωνα με άλλες πηγές ο αριθμός υπερβαίνει τις 10.000). Σύμφωνα με το βιβλίο, σ’ αυτό το πλαίσιο το όνομα υποδήλωνε μια σεξουαλική επιθυμία, «ρομαντικοποιώντας τη σεξουαλική εκμετάλλευση που πολύ πιθανόν θα αντιμετώπιζαν αυτά τα κορίτσια». Πρόκειται για πρώιμα παραδείγματα της εργαλειοποίησης του Σαίξπηρ στην υπηρεσία του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού και της λευκής υπεροχής, μια τάση που δεν περιορίζεται στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Οι ανακαινίσεις του Antonio Avena στη Βερόνα της δεκαετίας του 1930 - οι οποίες περιλάμβαναν επίσης την ανακατασκευή του τάφου της Ιουλιέτας, με ένα παράθυρο του «δωδέκατου αιώνα» σε πρώιμο γοτθικό ρυθμό - αντανακλούσαν την προσωπική και πολιτική του δέσμευση στον φασισμό και την επιθυμία του να μετατρέψει την Ιουλιέτα του Σαίξπηρ σε ένα είδος κοσμικής ιταλικής αγίας.
Mε στοιχεία από το Literary Review