Η ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΑΝΟ ΠΟΙΗΤΗ και κορυφαίο στιχουργό του ελληνικού τραγουδιού Νίκο Γκάτσο (1911-1992) –και εννοούμε την βιβλιογραφία, που κατοπτεύει το έργο του– είναι μηδαμινή.
Υπάρχει, από παλαιά, το βιβλίο του Τάσου Λιγνάδη «Διπλή Επίσκεψη σε Μια Ηλικία και σ’ Έναν Ποιητή / Ένα Βιβλίο για τον Νίκο Γκάτσο» [Εκδόσεις Γνώση, 1983], το βιβλίο του Γεωργίου Ι. Θανόπουλου «Ο Νίκος Γκάτσος και η Ελληνική Λαϊκή Παράδοση / Ερμηνευτική μελέτη» [Graphopress, 2008] και το συλλογικό «Ένας Χαμένος Ελέφαντας / Εκατό Χρόνια από τη Γέννηση του Νίκου Γκάτσου / Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου» [Βιβλιοθήκη του Μουσείο Μπενάκη, 2015].
Στην πράξη μόλις σε τρία βιβλία έως σήμερα θα μπορούσε να σκύψει κάποιος (υπάρχουν και ορισμένες άλλες απόπειρες, πολύ μικρότερης έως και ελαχιστότατης εμβέλειας), ώστε να πληροφορηθεί κάτι βαθύτερο για το έργο του Νίκου Γκάτσου, γεγονός που, από μόνο του, συνιστά ένα ζήτημα.
Εντάξει... υπάρχει η τεράστια αρθρογραφία στον Τύπο, σε περιοδικά ή στο διαδίκτυο, με την διαφορά, όμως, πως οι έντυπες πηγές (γενικώς σημαντικότερες) είναι απρόσιτες, δεν βρίσκονται στη διάθεση του καθενός και δεν μπορεί να γίνει εύκολα ούτε η ανάγνωσή τους, ούτε η αξιολόγησή τους, αποτελώντας αντικείμενο μόνο των ερευνητών και των μελετητών.
Το βιβλίο είναι πυκνογραμμένο και λεπτομερειακό, πράγμα που σημαίνει πως απαιτεί μακρύ, προσεκτικό και δημιουργικό διάβασμα – το οποίον αν συμβεί, αν το διάβασμα είναι τέτοιο εννοούμε, τότε σίγουρα θα αποζημιωθείς ως αναγνώστης.
Το βιβλίο είναι κάτι άλλο εννοούμε, και τέλος πάντων αυτό το κενό στην βιβλιογραφία περί τον Νίκο Γκάτσο, έρχεται να καλύψει με τον καλύτερο τρόπο, η μελέτη, η διατριβή αν θέλετε, του Σταύρου Γ. Καρτσωνάκη «Νίκος Γκάτσος / Δώστε μου μια ταυτότητα να θυμηθώ ποιος είμαι / Ποίηση και στιχουργική 1931-1991», που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό (2022) από τον Μετρονόμο.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως πρόκειται για ένα βιβλίο, μεγάλης έκτασης, 480 σελίδων, τυπωμένο σε υποκίτρινο χαρτί και με σωστή διαστάσεων γραμματοσειρά (ούτε μεγάλη, ούτε μικρή), ώστε να διαβάζεται άνετα.
Το βιβλίο είναι καλογραμμένο, με αυτό που λέμε «σωστά ελληνικά», ενώ παρατηρείται και το εξής. Παρά το γεγονός πως η προσέγγιση του συγγραφέα είναι ερευνητική-επιστημονική η γλώσσα που χρησιμοποιείται δεν είναι η «ξύλινη πανεπιστημιακή», μα μια γλώσσα γλαφυρή και καθημερινή, που θα βοηθήσει το βιβλίο να πάει, σίγουρα, μακρύτερα. Να ξεφύγει, δηλαδή, από το στενό περιβάλλον μιας εργασίας για λίγους, αφορώντας στον πολύ κόσμο. Σε κάθε φίλο, θα λέγαμε, της νεότερης ελληνικής μουσικής και του τραγουδιού μας.
Άρα λοιπόν τα πρώτα εύσημα, γι’ αυτή την προσπάθεια, στον Σταύρο Γ. Καρτσωνάκη, επιβάλλονται.
Το βιβλίο είναι πυκνογραμμένο και λεπτομερειακό, πράγμα που σημαίνει πως απαιτεί μακρύ, προσεκτικό και δημιουργικό διάβασμα – το οποίον αν συμβεί, αν το διάβασμα είναι τέτοιο εννοούμε, τότε σίγουρα θα αποζημιωθείς ως αναγνώστης.
Το πόνημα του Σταύρου Γ. Καρτσωνάκη αποτελείται από τρία βασικά μέρη.
Το πρώτο, που απαρτίζεται από τρία κεφάλαια, και 105 σελίδες συνολικώς, είναι ίσως (ίσως λέμε) το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα, γιατί καταπιάνεται με το «άγνωστο» έργο του Νίκου Γκάτσου, από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 έως το 1965.
Αν όλοι γνωρίζουν το μοναδικό ποιητικό βιβλίο του Νίκου Γκάτσου, την «Αμοργό» [Αετός Α.Ε., 1943], λίγοι έχουν υπ’ όψιν τους την πορεία του στα γράμματα, πριν απ’ αυτό το ορόσημο, και βεβαίως και μετά απ’ αυτό, έως τα πρώτα χρόνια του ’60.
Έτσι, ο συγγραφέας επεκτείνει την φιλολογική εργασία του προς τα πίσω, φθάνοντας έως τις απαρχές της λογοτεχνικής δημιουργίας του Ν. Γκάτσου, φωτίζοντας άγνωστες ή έστω υποφωτισμένες περιοχές.
Είναι ο Νίκος Γκάτσος του ενός διηγήματος (1931), των έξι ποιημάτων (1931-33) και των τριών κριτικών σημειωμάτων (1932-37), αλλά βασικά είναι ο Ν. Γκάτσος των πνευματικών αναζητήσεων και των λογοτεχνικών καφενείων.
Το επόμενο κεφάλαιο, πάντα του πρώτου μέρους, αφορά στην δεκαετία 1940-1950.
Είναι η δεκαετία της «Αμοργού», με τον συγγραφέα να προβαίνει σε διεξοδική ανάλυση των στοιχείων του ποιήματος, με συνεχή αναδίφηση σε πηγές, που αποτιμούν, κριτικώς, το ποίημα κ.λπ., ενώ γίνεται λόγος και για τις παράλληλες ενασχολήσεις του ποιητή (σημειώσεις, μεταφράσεις, κριτικά κείμενα) και κυρίως για την σχέση του με την ποίηση του Federico García Lorca.
Το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο, αυτού του πρώτου μέρους, επιγράφεται «Μια σιωπηλή και μεταβατική περίοδος» και ασχολείται με τις θεατρικές μεταφράσεις του Ν. Γκάτσου, την εργασία του στο Ε.Ι.Ρ., σε ραδιοφωνικές εκπομπές, θεατρικού βασικά ενδιαφέροντος, φθάνοντας έως και λίγο πριν την «Μυθολογία». Και εδώ το υλικό, που προτείνει ο συγγραφέας, είναι οπωσδήποτε εντυπωσιακό.
Το δεύτερο μέρος καταλαμβάνει τις περισσότερες σελίδες (231) και αποτελείται από έντεκα κεφάλαια.
Εδώ εγκαταλείπεται κατά μίαν έννοια η γραμμικότητα της αφήγησης, καθώς ο Σταύρος Γ. Καρτσωνάκης (αν εξαιρέσεις τα άλμπουμ «Μυθολογία» του Μάνου Χατζιδάκι, «Δροσουλίτες» του Χριστόδουλου Χάλαρη και «Τα Κατά Μάρκον» του Σταύρου Ξαρχάκου) αντιμετωπίζει το στιχουργικό έργο του Νίκου Γκάτσου μέσα από ενότητες («Ο πολιτικός Νίκος Γκάτσος», «Η σάτιρα στο έργο του Νίκου Γκάτσου», «Η Ελλαδογραφία του Νίκου Γκάτσου» κ.λπ.).
Δεν είναι ό,τι μένει κάτι απ’ έξω σώνει και καλά – απλώς τα τραγούδια και οι δίσκοι εντάσσονται σε γενικότερες κατηγορίες.
Είναι προφανές, και αυτό το αντιλαμβάνεσαι από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, πως ο συγγραφέας επιτελεί, εδώ, ένα ξεχωριστό, ένα μοναδικό έργο.
Φανατικός ακροατής των τραγουδιών του Ν. Γκάτσου, αποδελτιώνει από δεκαετίες, ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει δημοσιευμένο, σε περιοδικά κι εφημερίδες σχετικό με τον στιχουργό-ποιητή, οδηγούμενος, καθώς μελετά τις πηγές του κατά πλάτος, σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Φυσικά όλα περνούν και από το προσωπικό φίλτρο του, καθώς ο Σταύρος Γ. Καρτσωνάκης όχι μόνον σκέφτεται πάνω στο πρωτότυπο υλικό που συλλέγει, συμπεραίνοντας, αλλά εργάζεται και με παροιμιώδη αναλυτικότητα, επιμερίζοντας το έργο του Ν. Γκάτσου θεματικά, ενώ και με τον επανα-επιμερισμό που ακολουθεί φθάνει έως και τα λεκτικά ακρότατά του.
Αυτή η εγκάρσια και ταυτοχρόνως κατά πλάτος εξέταση της στιχουργικής του Νίκου Γκάτσου κρύβει πολλές εκπλήξεις, τις οποίες ο συγγραφέας κοινωνεί προς το αναγνωστικό κοινό του με μιαν αίσθηση προσφοράς.
Δεν έχει σημασία αν συμφωνείς ή διαφωνείς με τα συμπεράσματά του –αν κι εγώ προσωπικώς, δεν βρήκα κάτι για να διαφωνήσω, τουλάχιστον έντονα–, εκείνο που έχει σημασία και που εν τέλει απολαμβάνεις, ως αναγνώστης, είναι τα πλαίσια που ανοίγονται διάπλατα εμπρός σου, και στα οποία μπορείς να εισέλθεις, σκεπτόμενος πάνω σε όλο αυτό κοινωνικό-φιλοσοφικό-ιστορικό πλέγμα, που αναπτύσσεται μέσα από την εν λόγω στιχουργική.
Το βιβλίο θα ολοκληρωθεί με το τρίτο μέρος του (108 σελίδες), που αφορά στην εργογραφία του Νίκου Γκάτσου, δηλαδή στα βιβλία με τα ποιήματα και τα τραγούδια του, στις μεταφράσεις του, στα κείμενά του σε περιοδικά, εφημερίδες, δισκογραφικές εκδόσεις και αλλού και τέλος στα σκόρπια κείμενά του (δοκίμια, κριτικές, γνώμες, συνεντεύξεις κ.λπ.).
Περαιτέρω καταγράφονται τα θεατρικά προγράμματα, με τις μεταφράσεις του, προσφέρεται ένας πίνακας σχετικός με την διακειμενικότητα κάποιων στίχων ανάμεσα στον Νίκο Γκάτσο και άλλους ποιητές ή δημοτικά τραγούδια (δάνεια του ίδιου του Ν. Γκάτσου ή δάνεια άλλων στιχουργών από ποιήματά του), με το βιβλίο να ολοκληρώνεται με τις ευχαριστίες του συγγραφέα και την υπερ-αναλυτική βιβλιογραφία.
Το βιβλίο του Σταύρου Γ. Καρτσωνάκη «Νίκος Γκάτσος / Δώστε μου μια ταυτότητα να θυμηθώ ποιος είμαι / Ποίηση και στιχουργική 1931-1991» είναι μία άψογη εργασία, που δεν μπορεί παρά να αποτελέσει την πιο ισχυρή βάση, για κάθε μελλοντική προσέγγιση στο έργο αυτού τού μέγιστου ποιητή-στιχουργού του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού.
Βίκυ Μοσχολιού - ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΜΕΙΝΑΜΕ (Italian Subtitles)
Επαφή: www.metronomos.gr