ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ, πώς παράγεται και πόσο διαφέρει από την ακαδημαϊκή; Αφορούν, άραγε, τα ερωτήματα που θέτουμε το παρελθόν πρωτίστως την επιθυμία μας να μάθουμε γι' αυτό ή αφορούν ζητήματα και ανάγκες του καιρού μας; Πώς κατασκευάζονται τα επίσημα ιστορικά αφηγήματα και πώς εκείνα που διεκδικούν το δικαίωμα στη μνήμη για λογαριασμό ομάδων εκτός αυτών, όπως οι λογής εθνοτικές, θρησκευτικές, φυλετικές ή έμφυλες μειονότητες;
«Το ποιοι είμαστε σήμερα σχετίζεται με το τι παρελθόν επιλέγουμε. Η Iστορία είναι μια συνεχής προβολή του παρόντος στο παρελθόν, η δε δημόσια ιστορία μάς δίνει να καταλάβουμε μια σειρά από πράγματα για τον τρόπο που κάνουμε Ιστορία, αναγνωρίζοντας τα αναπαραστατικά της όρια» απαντά καταρχάς ο Χάρης Εξερτζόγλου, διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, διδάσκων Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και συγγραφέας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των ελληνορθόδοξων πληθυσμών εντός της.
Τα οφέλη αλλά και τα ρίσκα του «εκδημοκρατισμού» της Ιστορίας, η γλώσσα των νέων μέσων, η αξία της ιστορικής μνήμης και η επιλεκτική συχνά θέασή της, η φερεγγυότητα της προφορικής ιστορίας, η θέση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 τόσο στην ακαδημαϊκή όσο και τη δημόσια ιστορία και οι μεταβολές αυτής στο πέρασμα των χρόνων, το Ολοκαύτωμα, οι προσλήψεις του και η εγχώρια διάστασή του, η διάσταση του ατομικού ή/και συλλογικού ψυχολογικού τραύματος, ο «πόλεμος» των αγαλμάτων σε Αμερική αλλά και Ευρώπη, ο ελληνικός εμφύλιος, το προσφυγικό και η υπόθεση της Χρυσής Αυγής είναι επίσης ανάμεσα στα όσα θίξαμε, όπως και το πώς εκτιμά ο ίδιος την ιδιότητά του: «Ο ιστορικός είναι ένα υποκείμενο το οποίο ζει και δρα στον δεδομένο ιστορικό χρόνο με τις προσδοκίες, τις αγωνίες, τις διαψεύσεις του, κάτι που αντανακλάται και στη δουλειά του. Τα ερωτήματα που θέτουμε, άλλωστε, στο παρελθόν είναι πάντοτε ερωτήματα του καιρού μας».
Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα τουλάχιστον καταναλώνουμε πολύ περισσότερο παρελθόν απ' ό,τι μπορούμε να χωνέψουμε! Υπάρχει πράγματι μια τέτοια αντίληψη, η αποδέσμευση εντούτοις από το παρελθόν προϋποθέτει τη διαγραφή ενός μέρους του.
— Τι εννοούμε με τον όρο «δημόσια ιστορία» και σε τι διαφέρει από την ακαδημαϊκή, την οποία διδασκόμαστε;
Η δημόσια ιστορία συνδέεται με το πώς κάποιοι άνθρωποι χωρίς επαγγελματική σχέση με το αντικείμενο αντιλαμβάνονται το παρελθόν, παράγοντας ένα δικαίωμα στη μνήμη, και βάσει αυτής της εικόνας οικοδομούν την ταυτότητά τους. Υπάρχει, επομένως, στενή σχέση ανάμεσα στην παραγωγή και την επινόηση μιας ταυτότητας, που μπορεί να είναι κοινοτική, εθνική, φυλετική, θρησκευτική κ.λπ. και την οποία διεκδικεί κανείς, ανεξάρτητα από το τι μπορεί να λέει η ακαδημαϊκή ιστορία.
— Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το φαινόμενο αυτό έχει δύο όψεις;
Ένα από τα γνωρίσματα της δημόσιας ιστορίας είναι ακριβώς τo ότι εντάσσεται σε μια ευρύτερη διαδικασία εκδημοκρατισμού, καθώς περιθωριοποιημένα άτομα και κοινωνικές ομάδες διεκδικούν το δικαίωμα να μιλήσουν για το παρελθόν με εντελώς δικούς τους όρους. Συνήθως, μάλιστα, η διεκδίκηση αυτού του παρελθόντος γίνεται με ουσιοκρατικούς όρους, δηλαδή επιχειρείται να διατυπωθούν κάποιες βεβαιότητες γύρω από ζητήματα ταυτότητας, οι οποίες δεν υπακούν απαραίτητα στα κριτήρια της ιστορικής έρευνας.
Εντούτοις, αυτό είναι δευτερεύον για το πεδίο της δημόσιας ιστορίας, τα κριτήρια της οποίας δεν είναι τόσο ακαδημαϊκά όσο πολιτικά. Σχετίζονται με ζητήματα που αφορούν τη συγκρότηση κοινωνικών ομάδων, πολιτισμικών ταυτοτήτων κ.λπ.
— Εκτός όμως από άτομα και κοινωνικές ομάδες, είναι, νομίζω, καταρχάς οι λογής εξουσίες, κυβερνήσεις και λοιποί φορείς που «γράφουν» τη δημόσια ιστορία, η οποία μάλιστα μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με τις περιστάσεις.
Σαφώς. Κράτη, εξουσίες και φορείς –από εκκλησιαστικούς μέχρι συνδικαλιστικούς– παράγουν συχνά τα δικά τους ιστορικά αφηγήματα, προσβλέποντας σε ένα παρελθόν που να ταιριάζει καλύτερα στην κοσμοθεωρία και στις επιδιώξεις τους. Όλοι, ξέρετε, έχουμε την ανάγκη να στρεφόμαστε σε ένα παρελθόν από το οποίο να αντλούμε έμπνευση και δύναμη σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Αυτό είναι εμφανές ακόμα και στον αθλητισμό, ιδίως σε ομαδικά σπορ, όπως το ποδόσφαιρο.
Εκεί ακριβώς παίζεται το παιχνίδι με τη μνήμη και τον χρόνο, στο πώς επιλέγουμε μια ιστορία που να συμβαδίζει με τις τωρινές μας ανάγκες. Προφανώς, εδώ δεν μπαίνει θέμα εξίσωσης – άλλη εμβέλεια και επιρροή έχει ένας επίσημος θεσμός από μια κοινωνική ομάδα ή συλλογικότητα, αυτό όμως βοηθά να κατανοήσουμε τον μηχανισμό παραγωγής μνήμης. Το ποιοι είμαστε σήμερα συνδέεται και με το ποιο παρελθόν επιλέγουμε.
— Πόσο επιλεκτική είναι η ιστορική μνήμη και ποια η σχέση της με τη δημόσια ιστορία στην Ελλάδα, έναν τόπο ιστορικής «υπερπαραγωγής»;
Καταρχάς, η μνήμη εν γένει, είτε ατομική είτε συλλογική, είναι εκ των πραγμάτων επιλεκτική. Οι συλλογικότητες παράγουν μνήμη βάσει επιλογών που κρίνουν ότι εξυπηρετούν τη θέση τους στο παρόν. Η δημόσια ιστορία είναι κάτι που πρέπει κανείς να κατανοήσει στο σήμερα, καθώς αυτό αφορά. Την έχουμε και θα την έχουμε συνέχεια μπροστά μας. Η ίδια η Ιστορία πρέπει να γίνεται αντιληπτή με όρους ιστορικότητας, δηλαδή του παρόντος, καθώς αφορά γεγονότα που ερμηνεύουμε σήμερα εμείς, στο δικό μας πλαίσιο.
Εδώ δεν συμφωνούν όλοι οι ιστορικοί, κάποιοι λένε ότι η Ιστορία είναι εδώ για να ανακαλύψει την αλήθεια, να εξετάσει τι ακριβώς συνέβη κ.λπ., υποβαθμίζοντας, έτσι, κατά τη γνώμη μου το τι είναι τελικά ο ιστορικός: ένα υποκείμενο το οποίο ζει και δρα στον δεδομένο ιστορικό χρόνο με τις προσδοκίες, τις αγωνίες και τις διαψεύσεις του, κάτι που αντανακλάται και στη δουλειά του. Τα ερωτήματα, ξέρετε, που θέτουμε στο παρελθόν είναι πάντοτε ερωτήματα του καιρού μας.
Όσο για τις μεταβολές, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά εγχώρια παραδείγματα είναι η θεώρηση του Εμφυλίου, το επίσημο αφήγημα για τον οποίο πριν από τέσσερις δεκαετίες διέφερε πολύ από το σύγχρονο, καθώς άλλαξαν στο μεταξύ οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και αναφορές. Η διαδικασία αυτή, μια διαδικασία τρομακτικά δυναμική που συμβαίνει στον παρόντα ιστορικό χρόνο, σχετίζεται βέβαια και με την πρόοδο της έρευνας στον ακαδημαϊκό χώρο. Αυτός, εξάλλου, τροφοδοτεί το περί δημόσιας ιστορίας αφήγημα, ιδίως όσον αφορά σημαντικά πολιτικά γεγονότα της Νεότερης Ιστορίας (Β' Παγκόσμιος, Ολοκαύτωμα, Εμφύλιος κ.ά.), που ενίοτε πυροδοτούν δημόσιες διαμάχες και εντός του: γεγονότα με ειδικό βάρος στη μνήμη ολόκληρων γενεών που έχουν παραγάγει ψυχικά τραύματα, ατομικά και συλλογικά.
Έπειτα, ο εξωραϊσμός και η ιδιοποίηση δεν αφορούσαν μόνο το αφήγημα των νικητών αλλά συχνά και εκείνο των ηττημένων. Πέρασαν αρκετά χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου ώσπου να έχουμε τις πρώτες βιωματικές αποτιμήσεις.
— Υπάρχει η άποψη ότι μερικές φορές η υπερβολική έμφαση στην ιστορική μνήμη αποτελεί εξελικτική «φενάκη».
Καταρχάς, είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα τουλάχιστον καταναλώνουμε πολύ περισσότερο παρελθόν απ' ό,τι μπορούμε να χωνέψουμε! Υπάρχει πράγματι μια τέτοια αντίληψη, εντούτοις η αποδέσμευση από το παρελθόν προϋποθέτει τη διαγραφή ενός μέρους του. Προκύπτει επομένως ένα ανοιχτό ερώτημα: ποιο μέρος και γιατί. Η ιταλική ακροδεξιά π.χ. χρησιμοποιεί πολύ το επιχείρημα της «διαγραφής» εν ονόματι της προόδου, ώστε να απεκδυθεί το ένοχο φασιστικό παρελθόν της.
Εξαρτάται, λοιπόν, από την περίπτωση και τα κριτήρια, που εδώ δεν είναι ακαδημαϊκά αλλά πολιτικοκοινωνικά – στο βιβλίο μου π.χ. αναφέρομαι στις κατώτερες κάστες της Ινδίας, τους Dalit, που, προκειμένου να υποστηρίξουν δίκαια αιτήματα του παρόντος, χρησιμοποιούν ένα ολόκληρο μυθολογικό υπόβαθρο, «κατασκευάζοντας» εν πολλοίς μια ιστορική συνείδηση διαφορετική από την επίσημη ινδική.
— Το 2021 κλείνουν 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και πολλές συζητήσεις έχουν ανοίξει ξανά αφενός για το περιεχόμενό της, αφετέρου για τους τρόπους πρόσληψης και αναπαραγωγής της στη συλλογική μνήμη.
Η Επανάσταση του '21 σίγουρα προσφέρεται για πολλές διαφορετικές ερμηνείες, καθώς δεν έχει κιόλας εξαντληθεί ως ερευνητικό αντικείμενο, ισχύει πάντως και εδώ ότι η δική μας πρόσληψη διαφέρει από εκείνη των πρωταγωνιστών της και όσων την έζησαν – αφορά καταρχάς το ποιοι είμαστε σήμερα εμείς, τι επιδιώκουμε και τι προσδοκούμε, γιορτάζοντας αυτή την επέτειο.
— Και ποια ερμηνεία μάς «βολεύει» περισσότερο ως εθνικό αφήγημα.
Βεβαίως, αυτό παραμένει ένα ανοιχτό θέμα. Άλλωστε, οι ίδιες οι επίσημες ερμηνείες που ακούμε και θα ακούσουμε για τα 200 χρόνια ελάχιστα σχετίζονται με εκείνες που άκουγε η ελληνική κοινωνία το 1921, στην εκατονταετηρίδα της Επανάστασης. Υπόψη ότι μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν ιδιαιτέρως ένα αντικείμενο προς διερεύνηση ή συζήτηση. Υπήρχαν μεν τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη και άλλων αγωνιστών, υπήρχε επίσης η ηρωική, ρομαντική εκδοχή του '21, όμως η επίσημη ιστοριογραφία τότε δεν την άγγιζε για διάφορους λόγους. Το αφήγημα της εθνεγερσίας άλλαξε επανειλημμένα και θα ξαναλλάξει, καθώς σχετίζεται με τα εκάστοτε επίκαιρα ερωτήματα και με το καινούργιο υλικό που προκύπτει και διερευνάται σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Γεγονός, πάντως, παραμένει η άμεση σχέση της ιστορικής συνείδησης με το παρόν.
— Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την προφορική ιστορία και την αξία της.
Οι προφορικές μαρτυρίες έχουν πλέον, πράγματι, ιδιαίτερη ιστορική βαρύτητα και σωστά, κατ' εμέ. Δεν θεωρείται πια αξιόπιστο τεκμήριο αποκλειστικά το γραπτό. Η προφορική ιστορία είναι, πιστεύω, αναπόσπαστο κομμάτι της δημόσιας ζωής της ιστορίας, ακριβώς επειδή ρίχνει ματιές στο παρελθόν που δεν τις είχαμε σκεφτεί αλλά και επειδή καταδεικνύει πώς το παρελθόν επινοείται εκ νέου στο παρόν. Η προφορική μαρτυρία είναι κάτι που συμβαίνει εδώ και τώρα – το ίδιο υποκείμενο, αν του παίρναμε συνέντευξη πριν από 30-40 χρόνια, πιθανότατα θα μας έλεγε εντελώς διαφορετικά πράγματα. Σχετίζεται, λοιπόν, και αυτή με την παραγωγή της μνήμης, την επινόηση του εαυτού, τη δική μας δουλειά ως ιστορικών επίσης.
— Στο βιβλίο αναφέρεστε εκτενώς στο Ολοκαύτωμα και στις μετέπειτα προσλήψεις του.
Το ζήτημα του Ολοκαυτώματος είναι πια πολύ κεντρικό στην Ιστορία και στις Κοινωνικές Επιστήμες, έφερε εξάλλου στο ιστορικό προσκήνιο τη διάσταση του συλλογικού τραύματος. Αυτό μας επιτρέπει να δούμε πώς παράγεται εκ των υστέρων μια ιστορική μνήμη που αξιολογεί ένα τέτοιο συμβάν, αναδεικνύοντάς το σε ένα από τα πλέον κεντρικά της νεωτερικότητας. Πρόκειται για μια συζήτηση επίσης ανοιχτή, φυσικά όχι επειδή αμφισβητείται το Ολοκαύτωμα καθαυτό. Σημειωτέον ότι η εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων ελάχιστα απασχολούσε μέχρι πολύ πρόσφατα τους ιστορικούς μας, είχαμε ξεχάσει ότι αφορούσε ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που αφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά.
— Με αφορμή αυτό, αναφέρεστε επίσης στο ψυχολογικό τραύμα και τη σχέση του με τη δημόσια ιστορία.
Ναι, διότι έχει σημασία πώς θυμάται κανείς ένα συμβάν, με ποιους όρους το αναπαριστά. Είναι γνωστές οι δυσκολίες της θεραπείας τέτοιων ψυχικών τραυμάτων, που συχνά συνοδεύονται από την αδυναμία του υποκειμένου να βάλει σε μια λογική σειρά όσα πέρασε. Η τραυματική εμπειρία και η μεταγενέστερη αναπαράστασή της παραμένουν ανοιχτό μεθοδολογικά θέμα για έναν ιστορικό, καθώς τέτοιες εμπειρίες είναι αδύνατο να αναπαρασταθούν στην πληρότητά τους. Βλέπουμε, λοιπόν, κάτι που προκύπτει πάντα εκ των υστέρων και μέσα από διάφορες διαμεσολαβήσεις.
— Θα μπορούσε αυτό να ειπωθεί κατ' επέκταση και για τα τραυματικά βιώματα προσφύγων και μεταναστών παλαιότερων αλλά και νεότερων γενιών;
Βεβαίως. Εργάζομαι, ξέρετε, στη Μυτιλήνη, οπότε, με βάση και την προσωπική εμπειρία στο αντικείμενο, καθώς ομάδες του πανεπιστημίου διατηρούσαν επαφές με πρόσφυγες –κάτι που δυσκόλεψε με τις καραντίνες–, θεωρώ ότι το ψυχολογικό τραύμα της προσφυγιάς αυτού του τελευταίου «κύματος» (μετά το '12) και οι συνέπειές του θα αρχίσουν να γίνονται ορατά σε μια δεκαετία από τώρα. Δεδομένου ότι οι τραυματικές εμπειρίες μετασχηματίζονται με τα χρόνια, διαφορετικά θα αφηγηθεί ένας Σύριος πρόσφυγας π.χ. την εμπειρία του σήμερα απ' ό,τι όταν εγκατέλειπε τη χώρα του εξαιτίας του πολέμου, δίχως αυτό να την καθιστά αναξιόπιστη.
— Ιστορία γράφουν επίσης τα αγάλματα και λοιπά δημόσια μνημεία. Γίναμε όλοι μάρτυρες των αποκαθηλώσεων ανδριάντων που ξεκίνησαν στην Αμερική, μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, και εξαπλώθηκαν και εκτός αυτής.
Πρόκειται για μνημεία που φέρουν ένα συγκεκριμένο συμβολικό φορτίο. Για την αφροαμερικανική κοινότητα, τα αγάλματα πολιτικών και στρατηγών των Νοτίων στον Εμφύλιο συνδέονται με τη μνήμη της δουλείας. Δηλαδή, αποτελούν μέρος του κυρίαρχου λευκού αφηγήματος. Οι μνήμες αυτές έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στις φυλετικές διαμάχες, γι' αυτό και τα αγάλματα αυτά στοχοποιήθηκαν, κάτι που εξάλλου συνέβαινε ήδη.
Το '16, στο Σάρλοτσβιλ, όπου υπάρχει άγαλμα του στρατηγού Λι, είχαμε συγκρούσεις υπερασπιστών και αντιπάλων του, δολοφονήθηκε μάλιστα από ακροδεξιούς μια νεαρή ακτιβίστρια. Στον αντίποδα, οι λευκοί του Νότου υπερασπίζονται αυτά τα μνημεία ως δική τους ιστορική κληρονομιά. Τα διαφορετικά και αλληλοσυγκρουόμενα αυτά αφηγήματα αφορούν τα ίδια τα όρια του αμερικανικού έθνους. Αντίστοιχα μνημεία στην Ευρώπη, όπως το άγαλμα του Λεοπόλδου στο Βέλγιο ή του Έντουαρντ Κόλστον στη Βρετανία, συνδέθηκαν επίσης με την αμφισβήτηση του αποικιακού παρελθόντος της.
— Αλλά, όπως γράφετε κι εσείς, πέρα από τα μνημεία, υπάρχουν πολλές ακόμη γλώσσες αναπαράστασης, μέσα από τις οποίες χτίζεται η δημόσια ιστορία.
Ακριβώς. Ένα άγαλμα δεν είναι όπως ένα ιστορικό κείμενο, Μπορεί να λέει μια ιστορία, αλλά το κάνει μέσα από τη μορφή που του επιτρέπει η κατασκευή του. Μια ιστορική ταινία ή ντοκιμαντέρ το επιχειρεί, αντίστοιχα, με τη γλώσσα του κινηματογράφου. Το ενδιαφέρον για τη δημόσια ιστορία δεν μπορεί να διαχωριστεί από το είδος της γλώσσας (γλυπτική, ζωγραφική, κόμικ, σινεμά, Διαδίκτυο, σόσιαλ μίντια κ.λπ.) στην οποία παράγεται και που πρέπει να συνυπολογιστεί στη μελέτη της.
— Ο ρόλος του Διαδικτύου και γενικότερα των νέων τεχνολογιών;
Τα κοινωνικά δίκτυα είναι επίσης μέρος της διαδικασίας «εκδημοκρατισμού» της Ιστορίας μέσω της δημόσιας χρήσης της, ακριβώς επειδή δίνουν στον καθένα μας τη δυνατότητα να συμμετάσχει σε κάθε σχετικό δημόσιο διάλογο. Πρέπει, βέβαια, να συνυπολογίζονται και οι περιορισμοί του εκάστοτε μέσου – δεν μπορείς π.χ. να ανεβάσεις μια ανάρτηση 50 σελίδων στο fb ή στο Τwitter.
Υπάρχει, ξέρετε, μια διχογνωμία: υπάρχουν αυτοί που θεωρούν αυτό τον «εκδημοκρατισμό» μια μορφή εκχυδαϊσμού της Ιστορίας και άλλοι, όπως εγώ, που διαφωνούν με αυτή την άποψη, παρότι αντιλαμβάνομαι τους κινδύνους του μέσου, όπως η διάδοση fake news και ακραίων ιδεολογιών. Η ακροδεξιά ιδεολογία π.χ. περνάει στο Διαδίκτυο μέσα από πολλές διαφορετικές διαδρομές, ξεκινώντας από την αμφισβήτηση του Ολοκαυτώματος και φτάνοντας μέχρι τις λογής συνωμοσιολογικές θεωρίες.
Εντούτοις, είναι ένα ρίσκο που πρέπει να αναλάβουμε, καθώς είναι αναπόφευκτο κιόλας, επιδιώκοντας να κρατήσουμε όσο γίνεται αλώβητο από τέτοια φαινόμενα το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου, που είναι και χρήσιμος και επιθυμητός.
— Μια και ο λόγος για την ακροδεξιά, κάποιο σχόλιο για τη Χρυσή Αυγή μετά την καταδίκη της στο Εφετείο;
Να σας πω καταρχάς ότι διάβασα πως το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής προτείνει να διδάσκεται η ιστορία της Χρυσής Αυγής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και εύχομαι αυτό να υλοποιηθεί, μολονότι έχω κάποιους ενδοιασμούς. Ωστόσο, η ιδέα αυτή μας ξαναφέρνει ουσιαστικά αντιμέτωπους με τον δικό μας ιστορικό χρόνο – άλλωστε η Χ.Α. γιγαντώθηκε σε μια συγκεκριμένη συγκυρία, με την οικονομική κρίση, τα μνημόνια, την όξυνση του προσφυγικού, την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, τις διασυνδέσεις που απέκτησε κ.λπ.
Το πιο εξωφρενικό είναι ότι, ακόμα και στις εκλογές που έγιναν μετά τη δολοφονία του Φύσσα, διατήρησε σχεδόν αλώβητα τα ποσοστά της. Αυτό νομίζω πως οφείλει να μας προβληματίσει περισσότερο, το τι οδήγησε τόσους ανθρώπους να επιλέξουν να ψηφίσουν Χ.Α. ακόμα και όταν γνώριζαν ότι είναι μια οργάνωση με ναζιστικά χαρακτηριστικά, που εγκληματεί. Που σημαίνει ότι ούτε αυτό μέτρησε ούτε, βεβαίως, οι κατοχικές μνήμες. Η «διαγραφή» ή η «αποκάθαρση» του παρελθόντος είναι, άλλωστε, ένα γνώρισμα ολοκληρωτικών ιδεολογιών με αποκαλυπτικό χαρακτήρα – το βλέπουμε και στην περίπτωση των Ιταλών νεοφασιστών.
Επομένως, είναι ένα ερώτημα το αν οι ψηφοφόροι που μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισαν να την εγκαταλείπουν μαζικά το έκαναν επειδή πράγματι πείστηκαν για το ποιόν της και «άλλαξαν μυαλά», όπως και το τι ψηφίζουν σήμερα.