ΠΑΡΟΤΙ ΕΙΧΕ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΠΡΙΝ από εκατό χρόνια, η Μαρία Κάλλας παραμένει η πιο επιτυχημένη κλασική τραγουδίστρια όλων των εποχών. Αλλά όταν λέω σε κάποιον ότι έχω γράψει ένα μυθιστόρημα γι' αυτήν, η αντίδραση συνοδεύεται πάντα με έναν αναστεναγμό: «Τι ταλέντο η Μαρία, αλλά και τι τραγωδία…». Κι όλα αυτά επειδή η Κάλλας εγκαταλείφθηκε από έναν άνδρα. Το 1968, ο επί εννέα χρόνια εραστής της τραγουδίστριας, ο «Χρυσός Έλληνας» Αριστοτέλης Ωνάσης, έβαλε τέλος στη σχέση του μαζί της για να παντρευτεί την πρώην πρώτη κυρία Ζακλίν Κένεντι. Η ιστορία της Κάλλας, όπως και πολλές από τις ιστορίες στις όπερες που πρωταγωνιστούσε, λέει ότι προδόθηκε από τον άνδρα που αγαπούσε πριν μπει σε μια διαδικασία παρακμής που κατέληξε στο θάνατό της οκτώ χρόνια αργότερα.
Η Κάλλας δεν είναι η μόνη που μυθοποιήθηκε ως η μεγάλη τραγουδίστρια που πεθαίνει δυστυχισμένη και μόνη: Τζούντι Γκάρλαντ, Μπίλι Χόλιντεϊ, Τζάνις Τζόπλιν, Έιμι Γουάινχαουζ… η λίστα είναι μεγάλη. Φαίνεται να υπάρχει κάτι ακαταμάχητο στην ιδέα ότι μια γυναίκα με τεράστιο ταλέντο πρέπει να σταυρωθεί από την ίδια την επιτυχία της, ότι δεν έχει το δικαίωμα να ζήσει μια ευτυχισμένη και πλήρη ζωή. Με την Κάλλας, όπως και με την Γκάρλαντ, η έμφαση δίνεται πάντα στην πτώση, ποτέ στην ένδοξη ακμή. Η Ρενέ Ζελβέγκερ κέρδισε Όσκαρ υποδυόμενη την Γκάρλαντ στο τέλος της καριέρας της, ενώ στην επερχόμενη “Maria” η Αντζελίνα Τζολί ενσαρκώνει την Κάλλας κατά τις τελευταίες ημέρες της τραγουδίστριας στο Παρίσι, όπου και πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1977.
«Είμαι όσο δύσκολη χρειάζεται ώστε να πετύχω την τελειότητα». Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν άνδρα καλλιτέχνη του διαμετρήματός της να πρέπει να δικαιολογήσει την προσπάθειά του για το καλύτερο
Όμως, το να χαρακτηρίζει κανείς τη ζωή της Κάλλας τραγική, σημαίνει ότι αδικεί κατάφωρα μια τόσο αξιοσημείωτη γυναίκα. Η Κάλλας έβλεπε κάθε παράσταση ως μια μάχη που έπρεπε να κερδίσει. Ένας από τους λόγους που ήθελα να γράψω γι' αυτήν ήταν η ακλόνητη πίστη της στο ταλέντο της. Σε ηλικία 23 ετών, όταν ήταν ακόμα μια άγνωστη σοπράνο που είχε τραγουδήσει μόνο στην Αθήνα, πέτυχε μια ακρόαση στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. Η επιτροπή εντυπωσιάστηκε αρκετά από τη νεαρή τραγουδίστρια και της πρόσφερε ένα συμβόλαιο για δεύτερους ρόλους, αλλά η Κάλλας ήξερε ότι άξιζε να τραγουδά πρωταγωνιστικούς ρόλους και απέρριψε την προσφορά, λέγοντάς τους ότι μια μέρα θα την παρακαλούσαν να επιστρέψει. Αντ' αυτού, πήγε στην Ιταλία, εκεί όπου πραγματικά ξεκίνησε η θεαματική της καριέρα. Και φυσικά αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο, όταν, δέκα χρόνια μετά την οντισιόν στη Νέα Υόρκη, ο διευθυντής της Met, Ρούντολφ Μπινγκ αναγκάστηκε να της καταβάλει μια πρωτοφανή αμοιβή για να εμφανιστεί για μια σεζόν. Η Κάλλας γνώριζε τη δική της αξία, απαιτώντας ίση αμοιβή όχι μόνο με τους άνδρες τραγουδιστές, αλλά και με τον μαέστρο Φον Κάραγιαν, γεγονός που είχε σοκάρει τότε τον κόσμο της μουσικής. Όπως είπε η ίδια εκείνη την εποχή: «Δεν με ενδιαφέρουν τα χρήματα στην πραγματικότητα, αλλά πρέπει να είναι περισσότερα από όσα παίρνει οποιοσδήποτε άλλος».
Maria Callas Live: Bizet's Carmen Habanera, Hamburg 1962
Αυτό ήταν το είδος της ατάκας που εδραίωσε τη φήμη της ως «ντίβας». Η Κάλλας ήταν διάσημη για τις πρόβες που έκανε περισσότερο και πιο εντατικά από οποιονδήποτε άλλον, προς μεγάλη ενόχληση των άλλων τραγουδιστών, οι οποίοι δυσανασχετούσαν με τις απαιτήσεις που τους έθετε. «Είμαι όσο δύσκολη χρειάζεται ώστε να πετύχω την τελειότητα», ήταν η απάντησή της. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν άνδρα καλλιτέχνη του διαμετρήματός της να πρέπει να δικαιολογήσει την προσπάθειά του για το καλύτερο.
Το χειρότερο πράγμα που συνέβη στην Κάλλας δεν ήταν το τέλος της σχέσης της με τον Ωνάση, αλλά η απώλεια της φωνής της. Αυτό ήταν αναπόφευκτο, φυσικά: οι τραγουδιστές της όπερας είναι, κατά κάποιον τρόπο, αθλητές της μουσικής και μπορούν να συνεχίσουν μόνο μέχρι να τους προδώσει το σώμα τους. Αλλά η Κάλλας άρχισε να παρατηρεί τις αλλαγές στη φωνή της αρκετά χρόνια πριν κλείσει τα σαράντα, ενώ λογικά είχε μπροστά της τουλάχιστον άλλη μια δεκαετία υψηλής ερμηνείας. Η πρόωρη απώλεια της φωνής της έχει αποδοθεί από ορισμένους κριτικούς στο βάρος που έχασε το 1954, όταν προετοιμαζόταν για την καθοριστική για την καριέρα της ερμηνεία της ως Βιολέτα στην Τραβιάτα, σε σκηνοθεσία του Λουκίνο Βισκόντι. Αλλά αυτή η απώλεια βάρους δεν ήταν αποτέλεσμα αυτοκαταστροφικών ορμών – η Κάλλας το έχασε επειδή ήθελε να είναι πειστική στη σκηνή ως γυναίκα που αργοπεθαίνει. Και δεδομένου του πόσο προσεκτικά προστάτευε τη φωνή της από τον καπνό, τον κλιματισμό ή οποιουσδήποτε άλλους στρεσογόνους παράγοντες, είναι αδιανόητο να το είχε κάνει αν πίστευε ότι θα έβλαπτε το μεγαλύτερο χάρισμά της.
Σήμερα, οι τραγουδιστές της όπερας φροντίζουν να προστατεύουν τη φωνή τους περιορίζοντας τις εμφανίσεις τους, ειδικά στα πρώτα χρόνια – αλλά επειδή η Κάλλας ήταν τόσο ταλαντούχα, μπορούσε και τραγουδούσε τα πάντα. Ήταν πολύ νέα όταν τραγούδησε τον Βάγκνερ και τον Μπελίνι την ίδια εβδομάδα στη Βενετία, κάτι που είναι το μουσικό ισοδύναμο του να τρέχεις μαραθώνιο και 100 μέτρα με εμπόδια. Δεν είναι περίεργο που η φωνή της είχε φθαρεί πριν την ώρα της.
Αλλά ακόμη κι αν παραβλέψουμε το ότι έχασε πρόωρα τη φωνή της, η ιδέα ότι η Κάλλας, μια γυναίκα που έδινε μάχες σε όλη της τη ζωή, απλά κατέρρευσε όταν την πρόδωσε ο άντρας που αγαπούσε, είναι παράλογη. Στα χρόνια μετά τον χωρισμό της πρωταγωνίστησε στη «Μήδεια» που σκηνοθέτησε ο Παζολίνι, έκανε μια εξαιρετικά επιτυχημένη παγκόσμια περιοδεία, παρέδωσε masterclasses στο κορυφαίο ωδείο παραστατικών τεχνών της Νέας Υόρκης, τη Σχολή Juilliard, και είχε σχέση με τον τενόρο Τζιουζέπε ντι Στέφανο. Δεν πιστεύω ότι η Κάλλας εγκατέλειψε την καριέρα της για τον Ωνάση. Αντίθετα, νομίζω ότι επέτρεψε στον εαυτό της να τον ερωτευτεί επειδή η φωνή της είχε αρχίσει να παραπαίει. Αν της είχε δοθεί η δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε άλλη μια δεκαετία στην κορυφή της τέχνης της και στον Ωνάση, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα επέλεγε το τραγούδι.
Με στοιχεία από The Guardian