Στο τέλος της ανεπίσημης προβολής του ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Tα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας» του Βασίλη Λούρα, το οποίο συν-σκηνοθέτησε με τον Μιχάλη Ασθενίδη, προσέχω μάτια βουρκωμένα από τη συγκίνηση – γιατί είναι μια πολύ συγκινητική ταινία.
Το ντοκιμαντέρ φωτίζει άγνωστες πτυχές από τη ζωή της Κάλλας στην Αθήνα, από τη στιγμή που ήρθε από την Αμερική το 1937 μέχρι το 1945 που έφυγε πάλι για την Αμερική πικραμένη, αλλά έτοιμη λυρική τραγουδίστρια και αποφασισμένη να κατακτήσει τον κόσμο. Μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό, ανέκδοτες ηχογραφήσεις, συνεντεύξεις, ηχητικά ντοκουμέντα, το ντοκιμαντέρ επιχειρεί να αφηγηθεί τη μυθιστορηματική ιστορία των πρώτων ετών της Κάλλας – μια ιστορία θριάμβου της θέλησης, του ταλέντου, της εργατικότητας, της αφοσίωσης, και ταυτόχρονα μια ιστορία αντίστασης σε κάθε δυσκολία και σε κάθε κακοποιητική συμπεριφορά. Αν και με την άφιξή της στην Αθήνα το 1937 η δεκατετράχρονη Καλογεροπούλου πρωτοσυστήνεται ως Μαίρη στους συμμαθητές της στο Εθνικό Ωδείο, εντούτοις υπογράφει ως Μαριάννα στο πρώτο της συμβόλαιο με τη νεοσύστατη τότε Λυρική Σκηνή το 1940.
Τον Μάρτιο του 1945, λίγο πριν φύγει από την Αθήνα για τη Νέα Υόρκη, εμφανίζεται σε συναυλία ως Mary Callas, καθώς ήδη ετοιμάζεται να ανοίξει τα φτερά της για τη μεγάλη καριέρα, οπότε θα γίνει διάσημη στα πέρατα του κόσμου ως Maria Callas. Στην πρώτη της επιστροφή στην Αθήνα το 1957, ως παγκόσμια πλέον σταρ της όπερας, εμφανίζεται στο Ηρώδειο ως Μαρία Μενεγκίνι Κάλλας.
Στις καινούριες συνεντεύξεις που έγιναν για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο γιος του ιδρυτικού διευθυντή της ΕΛΣ Ιωάννης Μπαστιάς, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Γιώργος Κουμεντάκης, ο λυρικός καλλιτέχνης Άρης Χριστοφέλλης, ο πρόεδρος των Υποτροφιών «Μαρία Κάλλας» Κωνσταντίνος Πυλαρινός, ο Στέφαν Χέρνερ, γιος του αρχιμουσικού Χανς Χέρνερ, που διηύθυνε την Κάλλας το 1944 στον «Φιντέλιο», η μεσόφωνος Κική Μορφωνιού, που τραγούδησε με την Κάλλας στη «Νόρμα» και τη «Μήδεια» της Επιδαύρου, η Χαρά Καλομοίρη, διευθύντρια του Εθνικού Ωδείου, η έφορος του Αρχείου του Ωδείου Αθηνών Στέλλα Κουρμπανά, η μελετήτρια του Αρχείου Ζώρα, μουσικολόγος Σοφία Κοντώση, ο συνθέτης Φίλιππος Τσαλαχούρης κ.ά.
Μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό, ανέκδοτες ηχογραφήσεις, συνεντεύξεις, ηχητικά ντοκουμέντα, το ντοκιμαντέρ επιχειρεί να αφηγηθεί τη μυθιστορηματική ιστορία των πρώτων ετών της Κάλλας – μια ιστορία θριάμβου της θέλησης, του ταλέντου, της εργατικότητας, της αφοσίωσης, και ταυτόχρονα μια ιστορία αντίστασης σε κάθε δυσκολία και σε κάθε κακοποιητική συμπεριφορά.
Επιπλέον, εκτός από τα αποσπάσματα συνεντεύξεων της ίδιας της Κάλλας, στο ντοκιμαντέρ περιλαμβάνονται επίσης παλαιότερες συνεντεύξεις της δασκάλας της στο Ωδείο Αθηνών Ελβίρας ντε Ιντάλγκο, των συναδέλφων της Ζωής Βλαχοπούλου, Μαρίκας Παπαδοπούλου, Άρντας Μαντικιάν, του συγγραφέα Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, του μαέστρου Λεωνίδα Ζώρα, του φίλου της Κάλλας Βρετανού αξιωματούχου Ρέι Μόργκαν κ.ά. Τέλος, στο ντοκιμαντέρ ακούγονται πολύτιμες μαρτυρίες ανθρώπων που συνεργάστηκαν με την Κάλλας στα χρόνια της Κατοχής, όπως του ιδρυτικού διευθυντή της ΕΛΣ Κωστή Μπαστιά, του σκηνοθέτη της πρώτης της «Τόσκας» Ντίνου Γιαννόπουλου, της διευθύντριας χορωδίας της ΕΛΣ Έλλης Νικολαΐδη, της πιανίστας (corépétitrice) Ίρμας Κολάση, των συναδέλφων της καλλιτεχνών Σπύρου Σαλίγκαρου, Μίτσας Κουραχάνη κ.ά.
Αν και το τραύμα του πολέμου θα ακολουθήσει την Κάλλας μέχρι το τέλος της ζωής της, εντούτοις καθίσταται σαφές ότι στα δύσκολα χρόνια που έζησε στην Αθήνα μπήκαν οι βάσεις για τη μετέπειτα καλλιτεχνική της πορεία. Δεν είναι μόνο ότι στην Αθήνα θα λάβει την καλλιτεχνική της εκπαίδευση από την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, αλλά και ότι θα αποκτήσει μια σημαντικότατη σκηνική και ερμηνευτική εμπειρία από τις παραστάσεις που θα δώσει με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Επιπλέον, σε προσωπικό επίπεδο, στα οκτώ εκείνα χρόνια θα βρει την εσωτερική δύναμη να μετατρέψει κάθε δυσκολία, κάθε πρόκληση, κάθε επίθεση, σε εφόδιο και δύναμη για τη μετέπειτα ζωή της.
Βασικός κορμός της μουσικής αφήγησης του ντοκιμαντέρ είναι η ηχογράφηση από το ρεσιτάλ που έδωσε το 1957 στο Ηρώδειο, καθώς και άλλες θρυλικές στουντιακές και ζωντανές ηχογραφήσεις της Κάλλας. Στο ντοκιμαντέρ ακούγονται για πρώτη φορά ανέκδοτες ηχογραφήσεις της.
— Βασίλη, πώς αποφάσισες να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ για την Κάλλας;
Από το 2011 που ξεκίνησα να δουλεύω στην Εθνική Λυρική Σκηνή, σχεδόν πάντα με κάποιον τρόπο η ματιά μου έπεφτε στην Κάλλας, κάθε φορά που μελετούσα για μια νέα παράσταση. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουμε ένα έργο όπου κάποιος να μην έχει επηρεαστεί από την Κάλλας ή που μια τραγουδίστρια να μην έχει πει «θέλω να το πω όπως η Κάλλας» ή που το έργο να μην έχει τραγουδηθεί σε μια ιστορική ηχογράφηση από την ίδια την Κάλλας. Στη συνέχεια, όταν το 2019 ξεκινήσαμε να καλούμε ξένους δημοσιογράφους στην Ελλάδα για να βλέπουν τις παραστάσεις μας, συνειδητοποίησα ότι κανείς από αυτούς δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το γεγονός ότι η Κάλλας ξεκίνησε από τη Λυρική το 1940 και σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών. Με αφορμή το γεγονός αυτό αλλά και γνωρίζοντας ότι στο αρχείο μας υπήρχε σπουδαίο υλικό από τις πρώτες παραστάσεις της Κάλλας στη Λυρική, είχε αρχίσει μέσα μου να δημιουργείται μία επιθυμία να κάνουμε κάτι – χωρίς ακόμα τότε να έχει σχηματοποιηθεί.
Στην καραντίνα είχαμε δουλέψει πολύ με τον σκηνοθέτη Μιχάλη Ασθενίδη για την παραγωγή βίντεο μεγάλης διάρκειας για την GNO TV – λόγω της αναβολής των παραστάσεων. Η σκέψη να κάνουμε κάτι μεγαλύτερης κλίμακας ήρθε λόγω της ασφάλειας που μας έδινε το γεγονός ότι ο Μιχάλης Ασθενίδης είχε πολύ σοβαρή εμπειρία στη σκηνοθεσία και στο μοντάζ. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς τη συνεργασία με τον Μιχάλη δεν θα μπορούσε να γίνει αυτή η ταινία. Σπουδαία ήταν η συμβολή των επιστημονικών μας συμβούλων Άρη Χριστοφέλλη και Σοφίας Κομποτιάτη, καθώς και της παραγωγού μας Στέλλας Αγγελέτου. Και φυσικά τίποτα δεν θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει χωρίς την αμέριστη στήριξη του Γιώργου Κουμεντάκη.
Κάπως έτσι, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, είπαμε ότι είναι η στιγμή να αφηγηθούμε αυτήν τη σπουδαία ιστορία. Αυτό ήταν εξ αρχής το πιο ουσιαστικό για εμάς, να δημιουργήσουμε ένα ντοκιμαντέρ που να μιλάει για τη βιωματική σχέση της Κάλλας με την Ελλάδα και την Εθνική Λυρική Σκηνή. Μια ιστορία που θα άξιζε να τη μάθουμε πρώτα εμείς στην Ελλάδα και στη συνέχεια να τη μάθουν όσο γίνεται περισσότεροι στον κόσμο.
— Έως σήμερα έχουμε μια στρεβλή εικόνα για τη ζωή της Κάλλας στην Ελλάδα.
Φυσικά πολλά από όσα παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ και εγώ δεν τα ήξερα σε αυτήν τη λεπτομέρεια, πριν ξεκινήσω την έρευνά μου. Για να πω ένα μόνο παράδειγμα, ελάχιστοι άνθρωποι σήμερα γνωρίζουν ότι η πρώτη «Τόσκα» της Κάλλας έγινε σε ένα ανοιχτό θέατρο στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Όπως συχνά συμβαίνει στην εποχή μας, πολλά σημαντικά γεγονότα, όπως εν προκειμένω η ιστορία των ελληνικών χρόνων της Κάλλας, λησμονούνται μέσα στα χρόνια, υποβαθμίζονται ή απλώς δεν αναδεικνύονται. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη μας, σκεφτήκαμε ότι ένα νέο οπτικοακουστικό ντοκουμέντο, μια ταινία μιάμισης ώρας, θα μπορούσε να προσφέρει την πληροφορία αυτή συμπυκνωμένη με έναν ελκυστικότερο τρόπο από ό,τι ένα βιβλίο 800 σελίδων. Ίσως μια τέτοια ταινία θα μπορούσε να προσελκύσει και ένα νεότερο ηλικιακά κοινό που δεν ξέρει σχεδόν τίποτα για την Κάλλας. Αυτή ήταν η σκέψη με την οποία ξεκινήσαμε τον Σεπτέμβριο του 2021, χωρίς φυσικά να γνωρίζουμε πού θα καταλήξουμε.
— Δεν ξέρατε τι υλικό θα βρείτε;
Στην ουσία δεν είχαμε ιδέα τι θα αντιμετωπίσουμε και ξεκινήσαμε με μεγάλη άγνοια κινδύνου και στο πρακτικό κομμάτι. Πρόκειται για ένα κυριολεκτικά χειροποίητο project, αφού η ταινία αυτή έγινε από τους δύο μας βασικά, έχοντας φυσικά και τη βοήθεια από τους συναδέλφους μας στη Λυρική και από κάποιους εξωτερικούς συνεργάτες. Δυσκολευτήκαμε πολύ στο κομμάτι των δικαιωμάτων, το οποίο είναι μια κόλαση. Καλείσαι να βρεις τα δικαιώματα, να είναι σαφές ότι έχεις πάρει τα σωστά δικαιώματα από τους σωστούς ανθρώπους και φυσικά να τα πληρώσεις, που είναι άλλο μεγάλο ζήτημα. Στη συνέχεια πρέπει να βρεις τον τρόπο να τεκμηριώσεις και να διασταυρώσεις κάθε πληροφορία, κάθε λέξη, κάθε φωτογραφία, για να μην πέσεις στον κίνδυνο να αναπαράγεις έναν αστικό μύθο ή μια λάθος φήμη που απλώς μεταφέρεται από στόμα σε στόμα. Έτσι ξεκίνησα με τις συνεντεύξεις που έδωσε η ίδια η Κάλλας κατά τη μεγάλη της καριέρα, οι οποίες θα επιβεβαίωναν αυτά που αναφέρουν οι πηγές και τα τεκμήριά μας.
— Αυτό που λέει κάποια στιγμή, ότι ήταν πράκτορας των Άγγλων, είναι καταπληκτικό. Δεν το είχα ξανακούσει.
Ναι, αυτό προέρχεται από μια πολύ σπάνια συνέντευξη που τη βρήκα στην αμερικανική τηλεόραση. Γενικώς μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια προσπαθήσαμε να δούμε με ψυχραιμία και απόσταση τα γεγονότα εκείνης της εποχής. Ξεκίνησα να μελετάω τα πολύτιμα βιβλία του Πολύβιου Μαρσάν και του Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, τα οποία είναι όντως η βάση για αυτή την ταινία. Πρόκειται για τις δύο πιο πλήρεις βιογραφίες που έγιναν ποτέ για τα ελληνικά χρόνια της Κάλλας. Μέχρι το 1982 που βγήκε το βιβλίο του Μαρσάν οι πληροφορίες ήταν απόλυτα συγκεχυμένες – κανείς δεν ήξερε πότε ακριβώς τραγούδησε η Κάλλας, πού τραγούδησε, τι τραγούδησε κ.λπ. Και αυτό το βλέπω και στα δημοσιεύματα της δεκαετίας του '60, όταν επέστρεψε η Κάλλας στην Ελλάδα για τη «Νόρμα» και τη «Μήδεια» στην Επίδαυρο. Οι εφημερίδες έγραφαν τρομερές ανακρίβειες για τα πρώτα της χρόνια. Για παράδειγμα έλεγαν ότι μπήκε στη Λυρική το ’38 ενώ μπήκε το ’40, ή ακόμα αυτή την παρανόηση που υπάρχει ακόμα και σήμερα και αναπαράγεται και από επίσημους φορείς, ότι έμεινε στο σπίτι της Πατησίων 61 απ' το ’37 που ήρθε στην Ελλάδα έως το ’45. Φυσικά δεν ισχύει αυτό: απ' το '37 μέχρι το '40 έμεινε σε άλλα σπίτια (στη Χαριλάου Τρικούπη, στη Μάρνη, στον άξονα της Πατησίων κ.λπ.) ενώ σε αυτό μπήκε το 1940. Και φυσικά ακόμα αναπαράγονται όλες οι παρεξηγήσεις ότι τραγούδησε για τους Γερμανούς κ.λπ. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, έπρεπε σίγουρα να καταρριφθεί, γιατί ήταν μια ανοησία.
— Υπάρχουν άνθρωποι που λένε ότι την περίοδο της Κατοχής την εκπόρνευε η μάνα της.
Καλά, το συνάντησα και αυτό σε κάποια από τις κασέτες που άκουσα, από τις συνεντεύξεις του Πετσάλη-Διομήδη. Το έλεγε μία από τις βασικές της ανταγωνίστριες, ότι δήθεν «την άφησε η μάνα της πέντε ώρες στη Βέρμαχτ και ποιος ξέρει τι έγινε εκεί μέσα». Νομίζω ότι από μία τέτοια ανοησία –το λέω μετά λόγου γνώσεως ότι είναι μια ανοησία– κυκλοφόρησε αυτό. Είναι τυχαίο ότι κατηγόρησαν μόνο την Κάλλας ότι συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, ενώ όλοι οι εργαζόμενοι των κρατικών θεάτρων (τα οποία είχαν γερμανικές και ιταλικές διοικήσεις στην Κατοχή) ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις για τις κατοχικές αρχές; Μου φαίνεται απίστευτο τόσες δεκαετίες μετά να εξακολουθεί μια τέτοια φήμη, ότι μόνο η Κάλλας τραγούδησε για τους Γερμανούς. Δυστυχώς, μέσα στα χρόνια αναπαράγονται άκριτα πράγματα και γεγονότα που κανείς δεν τα έχει διασταυρώσει ή και σκόπιμα κάποιος τα έχει διαδώσει. Νομίζω ότι και τα δύο ισχύουν ταυτόχρονα.
— Είναι μια προσωπικότητα που την έχουν φθονήσει πολύ κάποιοι Έλληνες.
Πιστεύω ότι περισσότερο την έχουν φθονήσει οι συνάδελφοί της, οι οποίοι πολύ γρήγορα κατάλαβαν ότι αυτή η γυναίκα ήταν ένα φαινόμενο. Ας αναλογιστούμε τι σημαίνει στα 19 σου –μέσα στην Κατοχή– να ντεμπουτάρεις με «Τόσκα» σε ανοιχτό θέατρο σε μια πλατεία (Κλαυθμώνος), και να πρέπει να ερμηνεύσεις και στα ελληνικά και στα ιταλικά και να κάνεις αυτή την τεράστια επιτυχία. Τι σημαίνει να μαθαίνεις τον απίστευτα δύσκολο ρόλο της Λεονόρας στον «Φιντέλιο» σε ένα βράδυ για να τον τραγουδήσεις στο Ηρώδειο. Φαινόταν από την αρχή ότι ήταν ένα φαινόμενο, και προφανώς ο κύκλος αυτός δεν μπορούσε εύκολα να το αποδεχτεί. Φυσικά μέσα σε όλα υπάρχει και η επιρροή της μητέρας της που από πολλές πλευρές είναι αμφιλεγόμενη, οπότε όλα αυτά είχαν δημιουργήσει ένα σύννεφο φημολογίας, το οποίο μέχρι σήμερα το αναπαράγουμε. Γι’ αυτό για εμάς το θέμα ήταν και είναι να προσπαθήσουμε να διαλευκάνουμε κάποια πράγματα, ή τέλος πάντων να αφηγηθούμε τα γεγονότα με έναν τρόπο όσο πιο κοντά στην αλήθεια. Ελπίζω να καταφέρνουμε έστω και κάτι μικρό στο κομμάτι αυτό.
— Στο ντοκιμαντέρ φαίνεται επίσης ότι και ως προσωπικότητα δεν ήταν αυτό που λέγεται, μια στρίγκλα, αλλά βοηθούσε τις τραγουδίστριες που ήταν δίπλα της. Σίγουρα δεν είχε καλή σχέση με τους διευθυντές...
Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές δεν ανέχονταν το γεγονός ότι η Κάλλας ήταν κάτι απείρως σπουδαιότερο απ' αυτούς. Ήταν όμως έτσι, τι να κάνουμε; Η Μαρία ήξερε ποια ήταν και αυτό αποδεικνύεται και από το τρομερό περιστατικό με την οντισιόν που έδωσε το 1945 στη Μετροπόλιταν Όπερα. Μάλιστα, εδώ πιστεύω ότι η συνέντευξη του Ντίνου Γιαννόπουλου, του επί σχεδόν 20 χρόνια σκηνοθέτη στη ΜΕΤ, θα ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Η Κάλλας σε πολλές συνεντεύξεις της συνήθιζε να λέει ότι απέρριψε την πρόταση της Μετροπόλιταν το 1945 γιατί της πρότειναν δύο ρόλους που εκείνη τη δεδομένη στιγμή δεν την ενδιέφεραν: τη Λεονόρα στον «Φιντέλιο» (στα αγγλικά) και τη «Μαντάμα Μπατερφλάι». Σύμφωνα όμως με τη μαρτυρία του Γιαννόπουλου, η πραγματικότητα είναι ότι μετά την οντισιόν η ΜΕΤ της πρότεινε ένα τριετές συμβόλαιο όπου μόνο κατά την τρίτη χρονιά θα της έδιναν πρωταγωνιστικό ρόλο και στα δύο πρώτα χρόνια θα ερμήνευε δευτερεύοντες ρόλους. Και φυσικά το αρνήθηκε και τους είπε ότι «θα έρθετε στα γόνατα να με παρακαλάτε». Με αυτό λοιπόν κατανοεί κανείς ότι όχι μόνο είχε αποκτήσει μεγάλη αυτοπεποίθηση από τα πέντε πρώτα χρόνια που εργάστηκε στη Λυρική Σκηνή, αλλά ότι ήξερε ακριβώς τι είναι σωστό για τον εαυτό της και πως θα έφτανε τον στόχο της ακόμα και αν θα έπρεπε να περιμένει για ένα δύο χρόνια, μέχρι να έρθει η σωστή πρόταση – όπως και έκανε δηλαδή.
Για εμάς είναι σπουδαίο το γεγονός ότι αποδεικνύεται σαφώς πως η Κάλλας ήταν μια έτοιμη πρωταγωνίστρια το 1945 που έφυγε απ' την Αθήνα, και ότι η καλλιτεχνική της οντότητα δεν δημιουργήθηκε στην Ιταλία, αλλά στην Αθήνα και μάλιστα μέσα σε μια τρομακτική εποχή. Ήταν από την πρώτη στιγμή στόχος μας να το καταδείξουμε αυτό με σαφήνεια. Αυτό που δεν γνωρίζαμε σε τόση λεπτομέρεια είναι η μοναδική εσωτερική δύναμή της, η οποία τη βοήθησε να γίνει αυτό που έγινε, έχοντας τα πάντα εναντίον της. Ο πόλεμος, η πείνα, η Κατοχή, το οικογενειακό της περιβάλλον, η μεγάλη εχθρότητα που αντιμετώπιζε από όλους, το γεγονός ότι δεν ήταν κομψή και αδύνατη, ότι είχε μεγάλο πρόβλημα μυωπίας, ότι δεν ήξερε να μιλάει καλά ελληνικά, όχι μόνο δεν την αποθάρρυναν, αλλά ίσως της έδωσαν μεγαλύτερη δύναμη για να προχωρήσει. Άλλωστε, όπως λέει και η Έλλη Νικολαΐδη στο ντοκιμαντέρ: «Το ταλέντο δεν κρυβόταν».
— Την τελευταία της ηχογράφηση πού τη βρήκες; Είναι συγκλονιστικό ντοκουμέντο γιατί αποδεικνύει ότι δεν ήταν μια άφωνη ντίβα σε παρακμή, αλλά έναν μήνα πριν πεθάνει τραγουδούσε εκπληκτικά.
Είμαστε πολύ τυχεροί που έχουμε αυτό το σπουδαίο ηχητικό ντοκουμέντο, το οποίο δείχνει αφενός ότι μελετούσε μέχρι τον τελευταίο μήνα της ζωής της, έκανε καθημερινά πρόβες με την ελπίδα ή την επιθυμία να επιστρέψει κάποια στιγμή σε μια πιο ενεργό δράση και αφετέρου ότι όντως η φωνή της ήταν πολύ καλύτερη από ό,τι στην περιοδεία του '73-'74, που αντιμετώπιζε τα γνωστά φωνητικά προβλήματα. Αυτή η ηχογράφηση βρέθηκε στο αρχείο της Βάσως Δεβετζή, της πιανίστριας και φίλης της Κάλλας, την οποία ακούμε να παίζει πιάνο στην ηχογράφηση αυτή. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κύριο Κωνσταντίνο και την κυρία Βικτώρια Πυλαρινού, οι οποίοι μας παραχώρησαν την ηχογράφηση αυτή, από τη συλλογή τους. Και φυσικά τον Άρη Χριστοφέλλη, που πήρε στα χέρια του μια κατεστραμμένη μαγνητοταινία και κατάφερε να την αποκαταστήσει και να μας δώσει την ευκαιρία να ακούσουμε αυτόν τον θησαυρό για πρώτη φορά. Είναι συγκλονιστικό να ακούμε για πρώτη φορά σήμερα τη φωνή της όπως ήταν έναν μήνα πριν από τον θάνατό της, και να αναλογιζόμαστε ότι αν είχε ζήσει περισσότερο, θα μπορούσε σίγουρα να είχε κάνει και κάποιες νέες ηχογραφήσεις με ένα διαφορετικό ίσως ρεπερτόριο.
— Και το ντοκουμέντο από την εμφάνιση στη Λευκάδα είναι απίστευτο.
Είναι κι αυτό ένα μοναδικό ντοκουμέντο, απίστευτα συγκινητικό. Αυτό που γνωρίζουμε με βάση τις γνωστές ηχογραφήσεις είναι ότι το 1964 –έναν χρόνο πριν σταματήσει να τραγουδάει επαγγελματικά– η φωνή της ήταν σε κάμψη. Και όμως, σε αυτή την ηχογράφηση του καλοκαιριού του 1964, η φωνή της έχει τις ποιότητες που αναγνωρίζουμε στις ηχογραφήσεις του 1959. Ίσως γιατί είναι πιο ξεκούραστη, πιο ήρεμη και ίσως γιατί αισθανόταν ότι το κοινό στην πλατεία της Λευκάδας δεν ετοιμαζόταν να την κατασπαράξει. Το λέω αυτό γιατί είναι γνωστό ότι η ίδια έλεγε ότι κάθε φορά που έβγαινε στη σκηνή αισθανόταν ότι το κοινό θα την κατασπαράξει. Πρόκειται για ένα σπουδαίο ιστορικό ντοκουμέντο και ευχαριστούμε θερμά τον κ. Ιωάννη Φαλκώνη που μας το παραχώρησε για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ.
— Πόσο καιρό σου πήρε να το ολοκληρώσεις;
Από το 2021 ξεκίνησα συστηματικά το κομμάτι της έρευνας και την αναζήτηση των προσώπων που θα μπορούσαν να μας μιλήσουν. Φυσικά, το πιο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι τόσες δεκαετίες μετά οι άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα δεν ζουν πλέον. Όμως είχαμε την καταπληκτική τύχη να καταφέρουμε να πάρουμε τις κασέτες με τις συνεντεύξεις που έκανε ο σπουδαίος συγγραφέας-ιστορικός Νίκος Πετσάλης-Διομήδης για το πολύτιμο βιβλίο του «Η άγνωστη Κάλλας», κατά τη δεκαετία του ’90, εποχή που σχεδόν όλοι όσοι έζησαν τα γεγονότα ήταν ακόμα στη ζωή. Πρόσωπα μυθικά σήμερα, όπως η Έλλη Νικολαΐδη, ο Ντίνος Γιαννόπουλος, η Ίρμα Κολάση, ο Σπύρος Σαλλίγκαρος και πολλοί άλλοι μιλούν με έναν συγκλονιστικό τρόπο και χωρίς καμία ωραιοποίηση για τα γεγονότα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την κ. Λυδία Πετσάλη-Διομήδη για την παραχώρηση του σπουδαίου αρχειακού υλικού όχι μόνο από τον Νίκο Πετσάλη-Διομήδη, αλλά και από τον Πολύβιο Μαρσάν.
Μετά κάναμε και όλες τις καινούριες συνεντεύξεις και βρήκαμε και όλες όσες έδωσε η Κάλλας στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Τελειώνοντας όλα αυτά, κλείστηκα τον Αύγουστο στους τέσσερις τοίχους για να ολοκληρώσω το σενάριο και την τελική δομή της ταινίας. Θέλω να πω ότι έγινε ίσως με έναν ανορθόδοξο τρόπο, σε σχέση με το πώς δουλεύεται ένα ντοκιμαντέρ, αλλά τελικά χαίρομαι πολύ που η τελική μας αφήγηση προέκυψε από τις μαρτυρίες και τα τεκμήρια που ανακαλύψαμε.
— Τι έμαθες που δεν ήξερες για την Κάλλας από τη στιγμή που ξεκίνησες να ασχολείσαι με την ταινία;
Το ξαναλέω, αλλά θεωρώ ως το πιο σημαντικό στοιχείο της τη δύναμη που είχε για να ξεπεράσει αυτές τις φρικτές δυσκολίες που πέρασε όταν ήρθε στην Ελλάδα. Δυσκολίες που έχουν να κάνουν όχι μόνο με τον πόλεμο, δηλαδή με το μεγάλο πολιτικό-κοινωνικό περιβάλλον, αλλά και με την ίδια της την οικογένεια και με τα περιβάλλοντα στα ωδεία και στη Λυρική. Ο τελευταίος διευθυντής με τον οποίο συνεργάστηκε στη Λυρική το 1945, ο Συναδινός, φαίνεται ότι της φέρθηκε με έναν πολύ άσχημο τρόπο. Ενώ ο Μπαστιάς στην αρχή τη βοήθησε με τον καλύτερο τρόπο, γι' αυτό κι αυτή πρόσφερε την αμοιβή της από τις παραστάσεις της Επιδαύρου στη Λυρική, για να δημιουργηθούν οι υποτροφίες «Μαρία Κάλλας». Γενικώς έζησε μέσα σε ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον, κι όσο αυτή προόδευε τόσο πιο δύσκολη γινόταν η ζωή της από τους δίπλα της. Σκέψου ότι μετά την επιτυχία που έκανε με την «Τόσκα» το καλοκαίρι του ’42, ο επόμενος πρωταγωνιστικός της ρόλος ήταν στις αρχές του '44! Αυτή η γυναίκα είχε τη δύναμη, τη θέληση, τη στοχοπροσήλωση να ξεπεράσει τα πάντα. Και αν το δούμε και ευρύτερα, θεωρώ ότι σε όλη της τη ζωή το είχε αυτό. Και δυστυχώς όσο μόνη ήταν στη ζωή της, τόσο μόνη και απροστάτευτη παραμένει και μετά τον θάνατό της. Απόδειξη ότι σήμερα ο οποιοσδήποτε μπορεί να φτιάξει έναν σύλλογο Κάλλας ή να ανοίξει ένα μαγαζί Κάλλας…
— Πες μου για το κεφάλαιο Ελβίρα ντε Ιντάλγκο.
Η Ντε Ιντάλγκο ήταν μια σπουδαία τύχη για την Καλογεροπούλου. Μέσα στη φρίκη του πολέμου, είχε τη μεγάλη τύχη να συναντήσει αυτή την κορυφαία σοπράνο και εξαιρετική δασκάλα και να πάρει από αυτήν τα πάντα. Όχι μόνο τα σπουδαία εφόδια στο τραγούδι, όχι μόνο τη μελέτη ενός εξαιρετικά ευρέος ρεπερτορίου, αλλά και τον τρόπο να αποδίδει σκηνικά τους ρόλους, να ντύνεται, να περπατά. Τα πάντα. Όπως λέει στο ντοκιμαντέρ και η Στέλλα Κουρμπανά, έφορος του Αρχείου του Ωδείου Αθηνών: «Αν η Ντε Ιντάλγκο δεν είχε προσληφθεί το 1934 στο Ωδείο Αθηνών, δεν θα είχαμε αυτήν τη Μαρία Κάλλας».
— Ποιες είναι οι τρεις πιο αγαπημένες σου ηχογραφήσεις της;
Ε, αυτό είναι δύσκολο να απαντηθεί. Θα έλεγα όμως σίγουρα το ρεσιτάλ του 1957 στο Ηρώδειο, γιατί είναι συγκλονιστικό να έχουν προηγηθεί όλες αυτές οι επιθέσεις, να βγαίνει με τρόμο στη σκηνή και να καταφέρνει να κάνει αυτές τις ιστορικές ερμηνείες, σε ένα τόσο δύσκολο ρεπερτόριο.
Λατρεύω τη «Λουτσία» του 1953 από τη Φλωρεντία. Για μένα είναι απολύτως αξεπέραστη.
Και όλες τις ηχογραφήσεις που σώζονται από τις περιοδείες στην κεντρική και νότια Αμερική από το 1949 και μετά, όπου η φωνή της είναι κάτι το ασύλληπτο. Και είναι μόλις 4 χρόνια μετά την Αθήνα.
«Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας»
Μια συμπαραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με την Escape
Ιδέα, έρευνα, σενάριο, αφήγηση: Βασίλης Λούρας
Σκηνοθεσία: Μιχάλης Ασθενίδης – Βασίλης Λούρας
Μοντάζ: Μιχάλης Ασθενίδης
Παραγωγός: Στέλλα Αγγελέτου
Επιστημονικοί σύμβουλοι: Άρης Χριστοφέλλης, Σοφία Κομποτιάτη
Πρεμιέρα: 2 Δεκεμβρίου 2023, στις 18:30 στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ
Τηλεοπτική πρεμιέρα: 8 Δεκεμβρίου στις 23:30 στη γαλλική τηλεόραση (France TV5)
Χορηγός Έτους Κάλλας ΔΕΗ
Μέγας δωρητής και δωρητής Έτους Κάλλας Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος