«Μας φώναζαν πρό-σφιγγες, τουρκόσπορους, ακρίδες, συμμαζώματα. Μας πετούσαν τα παιδιά τους πέτρες και μας γάβγιζαν τα σκυλιά τους στα στενοσόκακα»… «Δεν είχαμε πού να μείνουμε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Μαζευόμαστε όλοι μαζί και κλαίγαμε. Καλοτυχίζαμε τους πεθαμένους μας».
Οι τραυματικές μνήμες ξυπνούν διαβάζοντας το βιβλίο της Άννας Παναγιωταρέα για τους αστούς που έγιναν πρόσφυγες αλλά και όσα συνθέτουν τη δραματική περιπέτεια του ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
Ανεξίτηλες αφηγήσεις, επίσημα έγγραφα, σπάνια ντοκουμέντα, προφορικές μαρτυρίες, σκέψεις, κρίσεις και συναισθήματα που συμβάλλουν στην αναψηλάφηση της ιστοριογραφίας αλλά και σε έναν κριτικό αναστοχασμό της ιστορίας του μικρασιατικού ελληνισμού. Στο βιβλίο Όταν οι αστοί έγιναν πρόσφυγες – Κυδωνιάτες και Αϊβαλιώτες, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίλητος, η Άννα Παναγιωταρέα διαβάζουμε μια εκτεταμένη αρχειακή και πρωτογενή έρευνα, απόρροια της διδακτορικής της διατριβής, αλλά σε νέα επιμέλεια.
«Η περίπτωση των Κυδωνιατών - Αϊβαλιωτών που εξετάζω είναι εντελώς ιδιόμορφη, αφού οι Κυδωνιές είχαν πετύχει, με την ανοχή της Υψηλής Πύλης, να δημιουργήσουν μια μεγάλη, ανεξάρτητη και πραγματικά ελεύθερη ελληνική νησίδα μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία».
Ουσιαστικά, ιχνηλατεί την κοινωνική, οικονομική και διοικητική συγκρότηση των Κυδωνιών στα παράλια της Μικράς Ασίας μέσα από συνεντεύξεις πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς Κυδωνιέων, ενώ παράλληλα αναφέρεται στη μετεγκατάστασή τους ως προσφύγων πλέον στη Ελλάδα, όπου κοινωνικοποιούνται και δρουν. Μια σημαντική παρακαταθήκη του συγκεκριμένου τόμου είναι η παράθεση αδημοσίευτων πηγών του υπουργείου Εξωτερικών και της ΚΤΕ που φυλάσσονται στη δημόσια βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, καθώς και δημοσιεύματα του Τύπου, μικρασιατικού και προσφυγικού, εκείνης της περιόδου.
Ειδικότερα, στις σελίδες αυτής της ιστορικής μελέτης ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να εισχωρήσει σε ένα ξεχωριστό και σχετικά άγνωστο κεφάλαιο του ευρύτερου ελληνισμού, εκείνο των Κυδωνιατών - Αϊβαλιωτών. Ειδικότερα ασχολείται με την έκφραση της εθνικής τους συνείδησης, την οικονομική άνθηση, τα κοινωνικά προβλήματα, την υποδοχή καθώς και την αγροτική και αστική αποκατάσταση στη δεύτερη φάση, όταν πλέον συγκροτείται η προσφυγική συνείδηση.
«Κάθε προσφυγική κοινωνία έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, όχι μόνο επειδή η έξοδος υπαγορεύτηκε από ποικίλες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και διεθνείς συγκυρίες αλλά και γιατί αναπτύχθηκε κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Η περίπτωση των Κυδωνιατών - Αϊβαλιωτών που εξετάζω είναι εντελώς ιδιόμορφη, αφού οι Κυδωνιές είχαν πετύχει, με την ανοχή της Υψηλής Πύλης, να δημιουργήσουν μια μεγάλη, ανεξάρτητη και πραγματικά ελεύθερη ελληνική νησίδα μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», διαβάζουμε σε χαρακτηριστικό απόσπασμα.
Με αφορμή το φετινό, φορτισμένο συναισθηματικά έτος της συμπλήρωσης εκατό ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή ο τόμος αυτός με τις πολύτιμες φωτογραφίες και τη μεθοδολογική προσέγγιση αποτελεί ένα αυθεντικό τεκμήριο για ένα θεμελιώδες κεφάλαιο της εθνικής μας ιστορίας. Επίσης, δίνει την ευκαιρία ‒και όχι μόνο σε ερευνητές με ακαδημαϊκό ενδιαφέρον‒ για μια ιστορική περιήγηση στην καθημερινότητα των χαμένων πατρίδων, στη γενεαλογική συνέχεια καθώς και στο τραύμα του ξεριζωμού.
Πρόκειται για μια πλήρη ιστοριογραφική αφήγηση γνωστών αλλά και αθέατων όψεων του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Μια εθνολογική μελέτη που εστιάζει σε τόπους, πρόσωπα και γεγονότα τα οποία εμπλουτίζουν και συνθέτουν την τοιχογραφία των εκατό χρόνων της μικρασιατικής μνήμης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.