ΤΑ 'ΠΕ ΚΙ ο Ίων πρόσφατα: «Για τη φίλη μου με τη νόσο του Crohn, γι’ αυτή με το ευερέθιστο έντερο και τον γνωστό με τη λεύκη∙ για εκείνη που διπλώνεται στα δύο απ’ τις σουβλιές κι αυτήν που ψαχουλεύει το κεφάλι της ξεριζώνοντας τρίχες»∙ για τους φίλους που έχουν βράδια άγρυπνα και κρίσεις πανικού και για χέρια τρεμάμενα που αναζητούν Zάναξ∙ για όλα εκείνα τα παιδιά που ξεπήδησαν απ’ το τίποτα και χάνονται στο πουθενά∙ τέλος, για τον ηλεκτρισμό που νιώθω ενίοτε στις φτέρνες μου να καίει – το πράγμα είναι πια σαφές: έχουμε πολύ άγχος.
Και συνεχώς αυξάνεται. Για λόγους που είναι κυρίως πολιτικοί. Γι’ αρχή, η επισφάλεια (precarity) που επιφέρει ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός: όχι τόσο η γενικευμένη στέρηση των αναγκαίων αλλά ο διαρκώς υποβόσκων κίνδυνος του αποκλεισμού από αυτά, το ζόρι τού να μην ξέρεις τι ξημερώνει. Να μην ξέρεις αν θα σου φτάσουν τα λεφτά μέχρι το τέλος του μήνα, αν θα σου ανανεώσουν τη σύμβαση, αν θα σε απολύσουν, αν κάποια «κρίση» ή «ανάπλαση» θ’ ακριβύνει τα πάντα.
(Απο)λαμβάνοντας ένα θεαματικό μπαράζ απεικονίσεων στα social, μας δημιουργείται η εντύπωση ότι υπάρχει πάντα κάποια καλύτερη εναλλακτική την οποία εμείς στερούμαστε.
Το άγχος της επισφάλειας ενισχύεται απ’ τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της ατομικής ευθύνης, η οποία σπεύδει να κατηγορήσει τους ανθρώπους για την ίδια τους τη φτωχοποίηση. Υποστηρίζοντας ότι «η πρόσβαση στην κορυφή είναι ανοιχτή για οποιονδήποτε είναι διατεθειμένος να δουλέψει αρκετά σκληρά», η ιδεολογία αυτή προωθεί την άποψη πως «αν δεν πετύχεις, δεν μπορείς να κατηγορήσεις παρά μόνο τον εαυτό σου».¹ Έτσι, μέσω ενός δεξιού λόγου που γίνεται ολοένα και πιο ηγεμονικός, κυριαρχεί η αίσθηση ότι αν παλεύεις να τη βγάλεις, αν αναγκάζεσαι να βασιστείς σε επιδόματα και βοήθεια από άλλους, τότε είσαι σκάρτος – τεμπέλης ή/και ανεύθυνος ή/και απλώς κολλημένος.
Αυτός ο νεοφιλελεύθερος συνδυασμός γεννά ένα τρίτο, εξαιρετικά στρεσογόνο φαινόμενο: Την τοξική παραγωγικότητα, μια ασταμάτητη προσπάθεια –και πίεση απ’ τον εαυτό στον εαυτό– να είσαι πιο λειτουργικός, πιο ευρηματικός και «marketable». Αυτή η προσπάθεια εκφράζεται μέσα από χίλιες μορφές micromanagement: των οικονομικών, του κοινωνικού/εργασιακού προφίλ, του χρόνου και, όπως θα δούμε παρακάτω, του ίδιου μας του άγχους.² Στον πυρήνα της, πρόκειται για μια προσπάθεια να ρυθμίσει κανείς όλους τους (γνωστούς) παράγοντες για να περιορίσει τις ζημιές και να μεγιστοποιήσει τα κέρδη – ένα νευρωτικό όνειρο απόλυτου ελέγχου που φέρνει πλεονάσματα αστάθειας και άγχους.
Σε αυτούς τους παράγοντες διεύρυνσης του άγχους προστίθεται η αδιάκοπη συνδεσιμότητα που μας χαρίζουν τα σύγχρονα τεχνοκαπιταλιστικά συστήματα επικοινωνίας. Τα social media, προπαντός, κάνουν κάθε σπιθαμή του παρόντος μας «κοινή» (κοινοποιημένη ή κοινοποιήσιμη), μια στιγμή παρατήρησης των άλλων όσο και παρατήρησης από αυτούς. Πρόκειται για δύο παράλληλες, και εξίσου αγχωτικές, συνθήκες:
Από τη μια, το να μας βλέπουν οι άλλοι συνεχώς μάς οδηγεί σ’ ένα ασταμάτητο performance, στη διαρκή διαχείριση της επιθυμητής εικόνας μας μέσω της επιλεκτικής παρουσίασης πληροφοριών.³ Πρόκειται για το άγχος του αέναου ηθοποιού – πιρουέτες για like και stage fright.
Από την άλλη, το να βλέπουμε τους άλλους συνεχώς μάς παγιδεύει σε ένα πλέγμα αχανών δυνητικοτήτων που εκμηδενίζει το παρόν μας. (Απο)λαμβάνοντας ένα θεαματικό μπαράζ απεικονίσεων στα social, παίρνουμε την εντύπωση ότι υπάρχει πάντα κάποια καλύτερη εναλλακτική την οποία εμείς στερούμαστε: πρόκειται για το αίσθημα πως κάτι χάνεις συνεχώς – καθολικό FOMO και αγωνία.[4]
Ως απάντηση σε αυτή την πανδημία άγχους, η λύση σίγουρα δεν είναι η νεοσύστατη βιομηχανία διαχείρισης του στρες, οι (γλυκούληδες) guru της αυτοβοήθειας ή οι (φασιστοειδείς) guru της αυτοβελτίωσης, οι εφαρμογές mindfulness και η «θετική ψυχολογία», η οποία –ήδη απ’ την εποχή του Αντόρνο[5]– έχει ως μοναδικό σκοπό να μας κάνει «πιο λειτουργικούς» (ήτοι πιο εκμεταλλεύσιμους). Το μόνο που σκιαγραφούν τέτοιες «λύσεις» είναι η δυνατότητα ενός πολιτικού συστήματος να ατομικοποιεί τα δεινά που προκαλεί και, ακόμα πιο κραυγαλέα, η δυνατότητά του να βγάζει κέρδος απ’ αυτά: το στρες ως μπίζνα.
Απεναντίας, αυτό που χρειαζόμαστε απεγνωσμένα είναι μια πολιτικοποίηση της ψυχικής υγείας, την οπτική γωνία απ’ την οποία τα προσωπικά μας άγχη αποκαλύπτονται ως συμπτώματα ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος και το σημείο όπου η «αρρώστια» μας δεν είναι τίποτε άλλο πέρα απ’ το άγαρμπο καθρέφτισμα ενός άρρωστου κόσμου. Μόνο έτσι μπορούμε να «κάνουμε την αρρώστια μας» όπλο, όπως μας παροτρύνει η συλλογικότητα Sozialistisches Patientenkollektiv που δραστηριοποιήθηκε τη δεκαετία του ’70 στη Γερμανία.[6] Μιλώντας για τη ζωή με τη συλλογικότητα, η Magrit Schiller λέει πως ακούγανε διαρκώς ένα τραγούδι της ροκ μπάντας Ton Steine Scherben.[7] Το τραγούδι λεγόταν «Macht kaputt, was euch kaputt macht» ή αλλιώς: Κατάστρεψε ό,τι σε καταστρέφει.
[1] Oliver James, όπως αναφέρεται στο Μ. Φίσερ, Καπιταλιστικός Ρεαλισμός, 58.
[2] Το Ινστιτούτο για την Επισφαλή Συνείδηση, Γιατί είμαστε όλοι τόσο αγχωμένοι – υπάκουοι κι αδρανείς;
[3] Ό.π.
[4] Όπως λένε ορισμένοι φίλοι των οποίων τα ονόματα ντρέπομαι να αναφέρω –των οποίων τα ονόματα δεν ξέρω–, τείνουμε να ξεχνάμε πως «υπάρχει άπλετη ομορφιά στο γεγονός ότι βρισκόμαστε εδώ και πουθενά αλλού».
[5] T. Adorno, «Υγεία προς Θάνατο», στο Minima Moralia
[6] A. Culp, A Guerrilla Guide to Refusal, 105-108.
[7] M. Schiller, Remembering the Armed Struggle: Life in Baader-Meinhof, 21-24.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.