Ο ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ ίσως είναι ο μόνος λογοτέχνης, μετά τον Κάφκα, που, ενώπιον δραματικών γεγονότων, είχε το θάρρος να γελάει ή να γράφει γι’ αυτά με την ελαφρότητα που γεννάει η απόλυτη στιγμή της απελπισίας.
Αν ο Κάφκα στις πιο αδιέξοδες στιγμές της ζωής του επέλεξε να στήσει ιστορίες για ζώα που τραγουδούν φάλτσα τη μοναχικότητα της ύπαρξης, όπως η Ζοζεφίνα, ο Κούντερα προτίμησε, αντί για βαρύγδουπα λογοκριμένα κείμενα, να γράφει σατιρικές ιστορίες ή στήλες για τα ζώδια.
Αμφότεροι είχαν, άλλωστε, την αίσθηση ότι ως Τσέχοι είναι καταδικασμένοι να υπομένουν την καταστροφική κυριαρχία των μεγάλων δυνάμεων, έχοντας ως μοναδικό όπλο το χιούμορ. Άλλωστε, μέχρι να ενσκήψει η απολυταρχία των κομμουνιστικών καθεστώτων, η Τσεχία ζούσε υπό την ασφυχτική μπότα των Γερμανών, αδυνατώντας να διατηρήσει την κουλτούρα, τη γλώσσα ή την ταυτότητά της.
Όσο για τους λογοτέχνες της, εξόριστοι οι πιο πολλοί, όπως ο Κούντερα, ήταν καταδικασμένοι για χρόνια να βλέπουν την ιστορία τους να θρυμματίζεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Χίτλερ ή στα ματωμένα απομεινάρια του Στάλιν.
Ακόμα και αν ήταν αντιληπτές οι μεταξύ τους διαφορές και κυρίως η απαρχή, όπως πολύ καίρια επισημαίνει ο Κούντερα, η μυρωδιά της συντριβής ήταν πάντοτε εκεί. Ο απολυταρχισμός που απέκλειε τον σεβασμό για όποιον δεν ανήκε στην ομάδα έκανε τους Τσέχους μυθιστοριογράφους να θέλουν να αποτινάξουν τις μεγάλες αφηγήσεις και τα ρομαντικά δράματα που συνδέθηκαν άμεσα με αυτά τα καθεστώτα.
Γι’ αυτό και ο Κούντερα μετατράπηκε αυτόχρημα σε έναν βαθυστόχαστο Τρίστραμ Σάντι που αναζητούσε το ελάχιστο για να φτιάξει τη δική του κοσμοθεωρία, τολμώντας να βγάλει τις ήσσονες λογοτεχνικές φωνές που βρίσκονταν στο περιθώριο ξανά στο φως.
Το πολιτικό κιτς που υπαγορεύει το δράμα, κατά τον Κούντερα, προσδοκά απλώς να καταστρέψει τις παραμικρές εστίες αντίστασης που καλλιεργεί η φευγαλέα χειρονομία του χιούμορ. Και αυτοί που πολέμησαν όσο τίποτε άλλο το χιούμορ είναι στα μάτια του τα κόμματα και η αρχή της λογοκρισίας.
Πριν από τον Κούντερα κανείς δεν είχε τολμήσει να μιλήσει με παρρησία για το χιούμορ του Κάφκα, την αιχμηρότητα του Μπροχ, την προσποίηση της ηλιθιότητας του Χάσεκ, το φιλοσοφικό μεγαλείο του Γκομπρόβιτς, τους οποίους ανεβάζει στο βάθρο των μεγάλων συγγραφέων της Ευρώπης.
Το θέμα της ταυτότητας ενός πολιτισμού που ανήκει αναφανδόν στην Κεντρική Ευρώπη, αλλά πασχίζει να διαφυλάξει την ταυτότητά του, είναι κομβικό σημείο τόσο στα μυθιστορήματα και στα δοκίμια του Γαλλοτσέχου μυθιστοριογράφου, από το τολμηρό Αστείο του μέχρι την κεντρική για την κοσμοθεωρία του Συνάντηση. Ακόμα και τα δοκίμια του και οι λόγοι του, όπως εκείνος που εκφωνεί στο συνέδριο των συγγραφέων τον Ιούνιο του 1967 για τις τύχες των μικρών εθνών «μέσα στις προοπτικές ενσωμάτωσης που ξανοίγονται το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα», καθώς και το δοκίμιο που δημοσιεύτηκε το 1983 στην επιθεώρηση «Le Débat» με θέμα Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης αναδεικνύουν τη βασική θέση του Κούντερα που επικεντρώνεται στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τσεχίας και στη διατήρηση της πολιτιστικής και πολιτικής αυτονομίας της.
Οι δύο καίριες αυτές παρεμβάσεις του εμπεριέχονται στο βιβλίο Ο ακρωτηριασμός της Δύσης που αναμένεται να κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις της Εστίας σε μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη και, εκτός από μια σπουδή στην καταγωγή και το μέλλον της τσεχικής κουλτούρας, συνιστά και μια συνολικότερη, στοχαστική κατάθεση για το μέλλον και την ταυτότητα της Ευρώπης. Πρόκειται για ένα άκρως προφητικό και σε μεγάλο βαθμό επίκαιρο βιβλίο και ίσως να μην είναι τυχαία και η έκδοσή του την παρούσα στιγμή, καθώς συνομιλεί άμεσα με άλλα παρεμφερή αναγνώσματα όπως η Ιδέα της Ευρώπης του Τζορτζ Στάινερ (εκδόσεις Δώμα).
Σε αυτά τα ευσύνοπτα πλην όμως άκρως καίρια κείμενα, οι δύο στοχαστές, με διαφορετική πνευματική καταγωγή ο καθείς, έλαβαν το θάρρος να εξωτερικεύσουν τις σκέψεις τους μακριά από φτιασίδια και εύκολα λόγια. Στην καρδιά της πάντοτε λαβωμένης Κεντρικής Ευρώπης μπορεί, άλλωστε, να ομολογήσει κανείς, όπως ο πολωνικής καταγωγής Γιόζεφ Κόνραντ, πιο απενοχοποιημένα τις αμαρτίες του και να γίνει ένας μικρός θεός, μακριά, όπως επισημαίνει ο Κούντερα, από την επιβλητική θρησκευτική σκιά του σλαβικού μεγαλείου.
Γι’ αυτό και ο ίδιος δεν γράφει ως καταπιεσμένος Σλάβος αλλά ως ένας Κεντροευρωπαίος που κάνει τα ανθρώπινα πάθη θέατρο του κόσμου, διεκδικώντας μια ενιαία πρόσληψη των τεχνών που φέρνει κοντά τη μουσική με τα εικαστικά και τη λογοτεχνία.
Για τον Κούντερα που διαβάζει λογοτεχνικά τον Λέος Γιάνατσεκ και ανιχνεύει εικαστικά τον Τσέσλαβ Μίλος υπάρχει απλώς μια προσπάθεια ανάπλασης ενός ενιαίου κόσμου μέσα από την ασυμπτωματική προσέγγιση του απρόσιτου απείρου. Τα μαθηματικά της μουσικής είναι οι γρίφοι που πρέπει με πλατωνικό τρόπο να διαβάσει κανείς για να αποκωδικοποιήσει τα μυθιστορήματα του Κούντερα, τα οποία γράφονται ως επί το πλείστον με τη μέθοδο της φούγκας, για να γίνει ένας περιπλανώμενος στο εσωτερικό των λέξεων που στόχο έχουν ακριβώς, όπως στον Δον Κιχώτη, να ξαφνιάσουν.
Σε αντίθεση με τον Ντοστογιέφσκι που θέλγεται από τις στιγμές του ανθρώπινου δράματος, ο Κούντερα βλέπει μια ατιθάσευτη ελαφρότητα και ελευθερία στην αγωνία των Κεντροευρωπαίων.
Όπως ο ίδιος δεν το έβαλε κάτω και επανεφεύρε τον εαυτό του, το ίδιο απαιτεί και από τους ακροατές ή τους αναγνώστες του, είτε πρόκειται γι’ αυτούς της Αβάσταχτης ελαφρότητας της ύπαρξης είτε γι’ αυτούς των δοκιμίων για το μέλλον της Ευρώπης. Το πολιτικό κιτς που υπαγορεύει το δράμα, κατά τον Κούντερα, προσδοκά απλώς να καταστρέψει τις παραμικρές εστίες αντίστασης που καλλιεργεί η φευγαλέα χειρονομία του χιούμορ. Και αυτοί που πολέμησαν όσο τίποτε άλλο το χιούμορ είναι στα μάτια του τα κόμματα και η αρχή της λογοκρισίας.
«Όταν μια συζήτηση μεταξύ φίλων μπροστά σ’ ένα ποτήρι κρασί μεταδίδεται από το ραδιόφωνο, ένα μόνο σημαίνει: ότι ο κόσμος έχει μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης», έγραφε στην Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης (μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης), κάτι που δεν φοβήθηκε να δηλώσει έναν χρόνο πριν από την Άνοιξη της Πράγας, δημόσια στο Συνέδριο των Συγγραφέων, υπό το άγρυπνο βλέμμα των θεματοφυλάκων της ιδεολογικής καθαρότητας.
Γιατί μπορεί ο Κούντερα να έκανε λόγο για τσεχική εθνική αναγέννηση στη λογοτεχνία, αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα για τον πολιτισμό σε ένα καθεστώς λογοκρισίας· και λογοτεχνία χωρίς ελευθερία δεν υφίσταται, όπως δεν έπαψε ποτέ να τονίζει.
«Η δύναμη της τσεχικής λογοτεχνίας έγκειται στο στέρεο έδαφός της, όπου ηχεί δυνατά ο λόγος της: οι αδυναμίες της στην ανολοκλήρωτη χειραφέτησή της στο επίπεδο εκπαίδευσης», λέει χαρακτηριστικά στον λόγο του στο συνέδριο των Τσεχοσλοβάκων, μια θέση που θα επαναλάβει στον Ακρωτηριασμό της Δύσης, γράφοντας χαρακτηριστικά πως «η ρωσική εισβολή έριξε την Τσεχοσλοβακία στη “μεταπολιτισμική” εποχή και την άφησε έτσι άοπλη και γυμνή απέναντι στον ρωσικό στρατό και την πανταχού παρούσα κρατική τηλεόραση».
Συμπερασματικά μιλώντας, μια λογοτεχνία υπό καθεστώς κατοχής και διαρκή παρακολούθηση παύει να είναι λογοτεχνία και οφείλει, διατρανώνοντας τις λαϊκές της καταβολές, να διεκδικήσει μια υπέρβαση που συνεπάγεται την επανεφεύρεση μιας ευρύτερης λογοτεχνίας, αν θέλει πραγματικά να υπάρξει.
Άλλωστε, όπως, έλεγε ο ίδιος, στην Τέχνη του μυθιστορήματος: «Το μόνο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να συλλάβουμε την αξία ενός μυθιστορήματος είναι το πλαίσιο της ιστορίας του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Ο μυθιστοριογράφος δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, εκτός από τον Θερβάντες» – πόσο μάλλον ο Τσέχος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.