ΜETΑΦΕΡΟΝΤΑΣ ΑΥΤΟΥΣΙΑ την ατμόσφαιρα της μεξικανικής επανάστασης μέσα από εικόνες που θυμίζουν Άγρια Δύση, ποτισμένες σε μπόλικη τεκίλα και αλκοόλ, ο Μαριάνο Ασουέλα, στο εμβληματικό του μυθιστόρημα Οι Καταδικασμένοι, σε ωραία μετάφραση του Σταμάτη Πολενάκη, αναδεικνύεται όχι μόνο σε ιδανικό ρέκτη της ιστορίας του Μεξικού αλλά και σε μοναδικό μυθιστοριογράφο.
Άλλωστε, εκτός από επαναστάτης και γιατρός, υπήρξε διαμορφωτής κεντρικών ιδεών που καθόρισαν τη μεξικανική λογοτεχνία, συνδυάζοντας τον ατόφιο ρεαλισμό με την υψηλή ποίηση. Διάφορες εκδοχές τον θέλουν να είναι ένας από τους κεντρικούς ακολούθους του βασικού ηγέτη της Μεξικανικής Επανάστασης, Πάντσο Βίγια – οι άλλοι δύο ήταν οι Εμιλιάνο Ζαπάτα και Βανουστιάνο Καράνσα (ο οποίος στράφηκε αργότερα εναντίον τους).
Η Μεξικανική Επανάσταση, που θεωρείται από τις σημαντικότερες του εικοστού αιώνα, ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1910 και έλαβε τέλος τον Μάιο του 1920, αφήνοντας πίσω της, εκτός από αμέτρητους νεκρούς, ριζικές ανακατατάξεις που θα επηρέαζαν την παγκόσμια ιστορία.
Είναι προφανές ότι η επανάσταση που περιγράφεται με έντονα χρώματα, σαν ένα ρομαντικό δειλινό στις απέραντες κοιλάδες, δεν ήταν σπαρμένη με τριαντάφυλλα, αλλά μάλλον με αγκάθια: απόδειξη ότι οι φτωχοδιάβολοι που παρελαύνουν στο βιβλίο δεν είναι απαραίτητα ιδανικοί επαναστάτες – ούτε καν καλοί.
Σταδιακά, όμως, εξελίχθηκε από αρχική εξέγερση κατά της παντοκρατορίας του Πορφίριο Δίας σε εμφύλιο πόλεμο, με τους εμπλεκόμενους να εξοφλούν, όπως σε κάθε εμφύλιο, προσωπικά απωθημένα και γραμμάτια.
Ο Ασουέλα, έχοντας βιώσει αυτές τις αδικίες από πρώτο χέρι, προσδοκά να μεταφέρει στο βιβλίο του αυτό ακριβώς το μήνυμα: ότι μπορεί η επανάσταση να είναι αιτούμενο, όπως και τα ιδανικά της, αλλά η αλόγιστη βία γεννά μόνο βία και η έλλειψη ουσιαστικού προσανατολισμού αφήνει μόνο καταστροφές και απελπισία.
Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στο βιβλίο με τον λιποτάκτη του Ομοσπονδιακού Στρατού, καλλιεργημένο φοιτητή Ιατρικής και δημοσιογράφο –προφανές alter ego του Ασουέλα– Λουίς Σερβάντες, ο οποίος είχε αποφασίσει να ταχθεί αναφανδόν με τους χαμηλόβαθμους στον στρατό, τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους και εκείνοι, αντί να του το αναγνωρίσουν, τον έστειλαν σε έναν βρομερό στάβλο. Πολλές ήταν και οι αδικίες που του επιφύλαξαν στην πορεία, μεταξύ των οποίων και οι σεξουαλικές επιθέσεις στη μνηστή του.
Γι’ αυτό και είναι προφανές ότι η επανάσταση που περιγράφεται με έντονα χρώματα, σαν ένα ρομαντικό δειλινό στις απέραντες κοιλάδες, δεν ήταν σπαρμένη με τριαντάφυλλα, αλλά μάλλον με αγκάθια: απόδειξη ότι οι φτωχοδιάβολοι που παρελαύνουν στο βιβλίο δεν είναι απαραίτητα ιδανικοί επαναστάτες – ούτε καν καλοί. Είναι όμως ωραίοι αφηγητές, δυνάμει ποιητές ή προσεκτικοί παρατηρητές κάθε λεπτομέρειας που μπορεί να ανατρέψει το σύμπαν στην πορεία προς ένα διαφορετικό μέλλον:
«Πράγματι, από το ίδιο βράδυ κιόλας τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Κάποιοι από τους άντρες του Δημήτριο Μασίας, ξαπλωμένοι κατάχαμα, με το βλέμμα καρφωμένο στο ηλιοβασίλεμα που έκανε τα κατακόκκινα σύννεφα να μοιάζουν με γιγάντιους αιμάτινους σβώλους, άκουγαν σαν ονειροπαρμένοι τον Βενάνσιο ν’ αφηγείται την ιστορία του Περιπλανώμενου Ιουδαίου. Πολλοί απ’ αυτούς, νανουρισμένοι απ’ τη μελωδική φωνή του κουρέα, είχαν ήδη αρχίσει τα ροχαλητά, αλλά ο Λουίς Σερβάντες άκουγε με τ’ αυτιά τεντωμένα και μόλις ο Βενάνσιο τελείωσε τη διήγησή του μ’ έναν χείμαρρο από οργισμένες φράσεις εναντίον του κλήρου αναφώνησε μ’ ενθουσιασμό: “Υπέροχα, υπέροχα! Έχετε μεγάλο ταλέντο”».
Ικανοί για το χειρότερο ή το καλύτερο, ήρωες αλλά και αδιανόητοι εκδικητές, οι πρωταγωνιστές, εν προκειμένω, αντιστοιχούν στους κεντρικούς ανθρωπότυπους της Μεξικανικής Επανάστασης, ενώ εντύπωση προκαλεί η δυναμική παρέμβαση των γυναικών.
Ακόμα και αν η επανάσταση δεν δικαίωσε τον στόχο και τον σκοπό της και οι στρατιώτες της αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων, αυτή που έμεινε ζωντανή είναι η μεξικανική ψυχή που ενσαρκώνεται στην τρυφερή και όχι μόνο πολεμική και φευγαλέα ομορφιά της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.