«Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ’ την τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μέσ’ απ’ τους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση…»
ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΣΤΙΧΟΙ του πιο σπαρακτικού αλλά και ειλικρινούς ποιήματος ολόκληρης της μπιτ γενιάς, ίσως και γενικότερα της μεταπολεμικής ποίησης. Το Ουρλιαχτό του Αλεν Γκίνσμπεργκ κατόρθωσε να αποσπαστεί από τη βιβλιογραφία του ποιητή και να αποκτήσει ρόλο συμβόλου. Έγινε φωνή μιας σειράς αιτημάτων που παραμένουν ακόμη και σήμερα κεντρικά - και γι’ αυτόν το λόγο εξακολουθεί να προκαλεί αναστάτωση, όπως διαπιστώνουμε ξεφυλλίζοντας το βιβλίο Ουρλιαχτό, Καντίς και άλλα ποιήματα, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Άρη Μπερλή. Σε μια πυκνή φράση που συγκεφαλαιώνει το νόημα του ποιήματος, ο μεταφραστής σημειώνει: «Ο Γκίνσμπεργκ έδειξε ότι και τις φωνές βάζοντας μπορεί κανείς να κάνει ποίηση».
Έχει ιδιαίτερη αξία το γεγονός ότι σε αυτή την έκδοση η ποίηση του Γκίνσμπεργκ μεταφράζεται από τον Άρη Μπερλή, που δεν ασθμαίνει, αλλά ακολουθεί μέχρι τελικής ανάσας το ρυθμό και την ελεγχόμενη οργή του Ουρλιαχτού. Άλλωστε σε αυτό το ποίημα ο Γκίνσμπεργκ έμαθε να εκφράζεται με όχημα τον μακρύ στίχο. Έλεγε πως ιδανικά κάθε στίχος του Ουρλιαχτού είναι μία και μοναδική ανάσα. «Η αναπνοή μου είναι μεγάλη -αυτό είναι το μέτρο, μια φυσιολογικο-διανοητική εισπνοή σκέψης που περικλείεται στο ελαστικό μιας αναπνοής» έγραφε στις σημειώσεις για την τελική ηχογράφηση του ποιήματος (1959). Ο Άρης Μπερλής έχοντας απόλυτη επίγνωση του μεγέθους αυτού του ποιήματος -αλλά χωρίς να ηρωοποιήσει ούτε μια στιγμή τον Γκίνσμπεργκ- έγραφε το 1978, στο σημείωμά του για την πρώτη έκδοση, πως προσπάθησε να βρει τη συνισταμένη ανάμεσα σε μια κεντρομόλο και μια φυγόκεντρη τάση: «Να μείνω κοντά στον ποιητή, στο γράμμα του και το πνεύμα του, και να τον κάμω να μιλήσει όπως θα μιλούσε αν είχε γεννηθεί στην Ελλάδα και έγραφε, εδώ και σήμερα, ελληνικά». Αν και αλληλογραφούσε με τον Γκίνσμπεργκ, τον γνώρισε τελικά το φθινόπωρο του 1993, όταν ήρθε στην Αθήνα - λέγοντας το ιστορικό «τι κρίμα που δεν μου σηκώνεται» με το που κατέβηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Μετά από μια μέρα μαζί του, κατέληξε πως «είναι μοιραίο να απογοητευόμαστε όταν γνωρίζουμε συγγραφείς και καλλιτέχνες ινδάλματα της νεότητάς μας. Υπολείπονται πάντα από την εικόνα που έχουμε σχηματίσει γι’ αυτούς. Ξεχνάμε ότι είναι άνθρωποι. Αλλά το Ουρλιαχτό παραμένει ένα καλό ποίημα, που άφησε το ευδιάκριτο αποτύπωμά του στην ποίηση του εικοστού αιώνα».
Όσα σηματοδότησε ή, πιο σωστά, πυροδότησε το Ουρλιαχτό συνδέονται άμεσα με την ίδια τη ζωή του Γκίνσμπεργκ και τις διεκδικήσεις της γενιάς του να θανατωθεί η υποκρισία και η παντοδυναμία του σεμνότυφου που έζεχνε στην Αμερική του Μακάρθι.
Όσα σηματοδότησε ή, πιο σωστά, πυροδότησε το Ουρλιαχτό συνδέονται άμεσα με την ίδια τη ζωή του Γκίνσμπεργκ και τις διεκδικήσεις της γενιάς του να θανατωθεί η υποκρισία και η παντοδυναμία του σεμνότυφου που έζεχνε στην Αμερική του Μακάρθι. Το Ουρλιαχτό γράφτηκε το καλοκαίρι του 1955, στην αγροικία του στο Μπέρκλεϊ, με παρέα το κρασί, τη μαριχουάνα και την τζαζ, όπως έγραψε ο Γκάρι Σνάιντερ, που εκείνη την εποχή επισκεπτόταν συχνά τον Γκίνσμπεργκ. Ήταν ουσιαστικά το πρώτο ποίημα που έγραψε μετά την απόφασή του να εγκαταλείψει κάθε άλλη ασχολία και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Απόφαση που πήρε μετά από την προτροπή του ψυχοθεραπευτή του. Το ίδιο καλοκαίρι, πριν τη συγγραφή του εμβληματικού του ποιήματος, πειραματίστηκε με την παρατακτική σύνταξη στο ποίημα Dream Recort: June 8, 1955. Το έδειξε στον Κένεθ Ρέξροθ, ο οποίος το βρήκε ακαδημαϊκό και άκαμπτο. Συμβούλεψε τον Γκίνσμπεργκ να αφεθεί ελεύθερος να καταγράψει την ίδια του τη φωνή.
Έτσι άρχισε η συγγραφή του Ουρλιαχτού, το οποίο αφιέρωσε εξαρχής στον Καρλ Σόλομον. Γνωρίστηκαν όταν ο φοιτητής Γκίνσμπεργκ εισήχθη στο Ψυχιατρικό Ίδρυμα Κολούμπια (είχε συλληφθεί για μεταφορά κλοπιμαίων και αντί να σταλεί στη φυλακή υποχρεώθηκε να νοσηλευτεί στο ίδρυμα). Εκεί νοσηλευόταν ο Σόλομον, ο οποίος υποβαλλόταν σε σκληρές θεραπείες. Την πρώτη φορά που συναντήθηκαν, ο Καρλ είχε μόλις ολοκληρώσει μια θεραπεία ηλεκτροσόκ και μουρμούριζε «είμαι ο Κιρίλοφ», αναφερόμενος στους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι. «Κι εγώ ο Μίσκιν» του είπε ο Γκίνσμπεργκ, αναφερόμενος στον πρίγκηπα από τον Ηλίθιο. Η γνωριμία αυτή τον τάραξε. Ουσιαστικά του έδωσε την πρώτη σπίθα της έμπνευσης για να γράψει έξι χρόνια αργότερα το Ουρλιαχτό. Αρκετές από τις φράσεις του ποιήματος είναι λόγια που παραληρηματικά κραύγαζε ο Σόλομον μετά τις θεραπείες του. Σε αυτό το παραλήρημα, όμως, ο Γκίνσμπεργκ αναγνώριζε και τη μητέρα του Ναόμι, που υπέφερε από σχιζοφρένεια, με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε λοβοτομή. «Καρλ Σόλομον! Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ όπου πιο τρελός είσαι από μένα / Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ, όπου μιμείσαι τη σκιά της μάνας μου» αρχίζει το τρίτο μέρος του Ουρλιαχτού, όπου Ρόκλαντ είναι το όνομα ψυχιατρικής κλινικής. «Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ / όπου σφιχταγκαλιάζουμε και φιλούμε κάτω απ’ τα σεντόνια τις Ηνωμένες Πολιτείες τις Ηνωμένες Πολιτείες που βήχουν όλη νύχτα και δεν θα μας αφήσουνε να κοιμηθούμε».
Η πρώτη ανάγνωση του Ουρλιαχτού έγινε από τον ίδιο τον Γκίνσμπεργκ στην περίφημη Six Gallery στο Σαν Φρανσίσκο. Αρχικά ο Γκίνσμπεργκ είχε αρνηθεί την πρόσκληση, αλλά από τη στιγμή που είχε στα χέρια του ολοκληρωμένο το πρώτο κείμενο του Ουρλιαχτού άλλαξε γνώμη («my fucking mind», όπως είπε χαρακτηριστικά). Λίγο αργότερα ακολούθησε η έκδοση του ποιήματος από τον Λόρενς Φερλινγκέτι, υπεύθυνο του βιβλιοπωλείου City Lights. To Ουρλιαχτό ήταν πολύ μικρό για να καλύψει ένα ολόκληρο βιβλίο, γι’ αυτό ο Φερλινγκέτι ζήτησε μερικά ακόμη ποιήματα. Συνεχίζοντας να πειραματίζεται με τον μακρύ στίχο -«ο ρυθμός του μακρού στίχου είναι ζωώδης κραυγή»-, έγραψε το Αμερική, Ένα σουπερμάρκετ στην Καλιφόρνια, Το δίδαγμα του Ηλιοτρόπιου και άλλα.
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1956, κάνοντας οτοστόπ, ο Γκίνσμπεργκ και ο Γκάρι Σνάιντερ πήγαν στο Σαν Φρανσίσκο, όπου έγινε η πρώτη ηχογράφηση του Ουρλιαχτού (η μπομπίνα βρέθηκε μόλις πέρυσι και περιείχε μόνο το πρώτο μέρος του Ουρλιαχτού). Σε αυτή ο Γκίνσμπεργκ σχολιάζει σαρκαστικά ότι σκοπεύει να διαφθείρει τη νεολαία. Ξεκινά την ανάγνωση, όμως σύντομα σταματά λέγοντας «δεν μπορώ να διαβάσω άλλο. Νιώθω πως δεν έχω άλλες δυνάμεις». Φυσικά, δεν έλειψαν ποτέ οι πουριτανικές αντιδράσεις για το Ουρλιαχτό. Στις 25 Μαρτίου του 1957 Άγγλοι τελωνειακοί κατάσχεσαν 520 αντίγραφα του ποιήματος κατά την εισαγωγή τους στο Λονδίνο, καθώς οι αναφορές στη χρήση ναρκωτικών ουσιών και στο σεξ (ετεροφυλικό και ομοφυλοφιλικό) σόκαρε τις Αρχές: «Που ούρλιαζαν πεσμένοι στα γόνατα στον υπόγειο και σύρθηκαν έξω από την οροφή ανεμίζοντας χειρόγραφα και γεννητικά όργανα / που αφέθηκαν να γαμηθούν από πίσω από άγιους μοτοσυκλετιστές κι αλάλαζαν από χαρά / που κάνανε τσιμπούκι μ’ αυτά τα ανθρώπινα σεραφείμ, τους ναύτες, χάδια του Ατλαντικού κι αγάπες της Καραϊβικής». Στη δίκη ο Φερλινγκέτι δικαιώθηκε, καθώς ο δικαστής έκρινε ότι το ποίημα ήταν «ελάσσονος κοινωνικής σημασίας». Αλλά και μόλις τον περασμένο Αύγουστο, ο ραδιοφωνικός σταθμός Pacifica Radio αρνήθηκε να μεταδώσει το ποίημα, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη συγγραφή του, φοβούμενος πως θα του επιβληθούν πρόστιμα από το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο.
Πόσα ποιήματα άραγε μπορούν, πενήντα χρόνια μετά, να προκαλούν ακόμη; Είναι ίσως υπερβολικό να υποστηρίξει κάποιος πως το Ουρλιαχτό είναι το ποίημα που άλλαξε την Αμερική (και δεν είναι λίγοι οι θεωρητικοί που το έχουν ισχυριστεί στα δοκίμιά τους). Είναι όμως σίγουρα ένα ποίημα που παραμένει ζωντανό, παλλόμενο, πυροδότης πολλαπλών, συχνά αντιθετικών συναισθημάτων και νοημάτων. Τα ποιήματά του, Αγγελικά Παραμιλητά τα είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος, τον έκαναν να νιώθει πως κυριαρχεί την ώρα που γράφει, όταν βρίσκεται στη φλόγα κάποιων αληθινών δακρύων, έλεγε σε συνέντευξή του στην «Paris Review» το 1965 που συμπεριλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο των εκδόσεων Άγρα. Για να καταλήξει πως αναφέρεται σε «μια αίσθηση πως είμαι αυτοπροφητικός κυρίαρχος του σύμπαντος».
σχόλια