Στην έρημο της Σάντα Φε οι συντελεστές του Οπενχάιμερ δεν είχαν πολλές διεξόδους ψυχαγωγίας μετά τα γυρίσματα. Ο Ματ Ντέιμον είχε συμπαθήσει πολύ τον Κίλιαν Μέρφι, αν και δεν βρήκε την ευκαιρία να διαπιστώσει το χιούμορ που τόσο είχε διαφημίσει η Έμιλι Μπλαντ όταν δούλευαν μαζί στο sequel του A quiet place. Παρότι, λοιπόν, δεν συνέφαγαν ποτέ στο μοναδικό εστιατόριο της περιοχής, διότι ο Μέρφι παρέμεινε απερίσπαστος, δεν πολυμιλούσε στον κόσμο, πήγαινε στον προσωπικό του χώρο, με το ζόρι κατάπινε μερικά αμύγδαλα και κοιμόταν, πιο αδύνατος και πιο… Οπενχάιμερ όσο οι μέρες περνούσαν, ο Ντέιμον κατάφερε να τον ξεμοναχιάσει για να μιλήσουν για τα θέματα που τους ενδιέφεραν. Ο Μέρφι ανέφερε το Small things like these, ένα μυθιστόρημα της Κλερ Κίγκαν που σκόπευε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Το περιέγραψε στον Ματ, εκείνος σκέφτηκε πως, πρώτον, ήταν καλή ιδέα, δεύτερον, ήταν «γελοιωδώς εύκολο» πρότζεκτ, όπως ομολόγησε αργότερα, για την εταιρεία παραγωγής που μοιράζεται με τον διόσκουρό του, Μπεν Άφλεκ, την Artists Equity, και τρίτον, γιατί όχι; Ο Ιρλανδός ηθοποιός είχε ήδη συζητήσει με τον Τιμ Μιέλαντς, τον Βέλγο σκηνοθέτη του από το τηλεοπτικό «Peaky Blinders», ιδέες και λεπτομέρειες όσον αφορά την προσέγγιση του θέματος, του εκτεταμένου εγκλεισμού έφηβων κυρίως κοριτσιών που είχαν ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες σε δομές υπό την επίβλεψη της Καθολικής Εκκλησίας, που πίστευαν ακράδαντα πως άξιζε να ξαπαειπωθεί. Πριν από είκοσι χρόνια, ο Πίτερ Μάλαν, αγαπημένος ηθοποιός του Κεν Λόουτς, είχε προκαλέσει μια σχετική αναστάτωση στη χώρα του, και ανατριχίλα στο κοινό, αποκαλύπτοντας σε παγκόσμια πρεμιέρα, και αποσπώντας βραβεία στο Φεστιβάλ Βενετίας, τις Κόρες της ντροπής, τις εν πολλαίς αμαρτίας περιπεσούσες κορασίδες της Ιρλανδίας. Πρόκειται για μια δραματική αναπαράσταση της φρίκης που βίωναν κορίτσια στο όνομα της Παναγίας από μια Εκκλησία που, μετά το σκάνδαλο, δεν έσπευσε να ζητήσει «καθολικά» συγγνώμη. Εν μέρει, η άρνηση αυτή είναι δικαιολογημένη: η ευθύνη που βάρυνε το θρησκευτικό σύστημα για τη διατήρηση των «Πλυντηρίων της Μαγδαληνής» επί ενάμιση αιώνα και κάτι ψιλά, από το 1820 ως το 1996, αθωώνει και βολεύει πολύ το πολιτικό κατεστημένο μιας υποκριτικής κοινωνίας που γνώριζε τι γινόταν και προτιμούσε να αναλώνεται σε πιο τουριστικά κλισέ, το αλκοόλ για παράδειγμα. Τα κρυφά κάτεργα που διηύθυναν Αδελφές του Ελέους και φιλεύσπλαχνες ηγουμένες, όπως εδώ η Έμιλι Γουότσον, η οποία γλιστράει μερικά χαρτονομίσματα στο γιορτινό φακελάκι για να χαρούν και να κλείσουν τα πικραμένα στόματα της οικογένειας του ποιμνίου της, ήταν κοινό μυστικό αλλά και σκληρό φορτίο που δεν μπορούσε να ξεριζωθεί εύκολα.

 

Στα Μικρά πράγματα σαν κι αυτά ο Κίλιαν Μέρφι υποδύεται τον Μπιλ Φέρλονγκ, έναν προμηθευτή καυσόξυλων, που ζει τίμια και ήσυχα σε μια εργατική κωμόπολη της Ιρλανδίας το 1985, όπως καταλαβαίνουμε ακούγοντας στο βάθος το εμβληματικό «Come on Eilleen» των Dexy’s Midnight Runner, μαζί με τις τέσσερις κόρες και τη σύζυγό του, την οποία υποδύεται η Αϊλίν Γουόλς που ενσάρκωσε, κατά σύμπτωση, μία από τις Magdalene Sisters. Περνάει μια απροσδόκητη κρίση, είναι ανήσυχος, όπως λέει, ή απλώς κουρασμένος, όπως του εξηγεί η πιο πρακτική γυναίκα του. Ανατρέχει στην παιδική του ηλικία, τότε που μεγάλωνε με τη βιολογική του μητέρα σε ένα ανάδοχο σπίτι, χωρίς πατέρα και χωρίς το δώρο που περίμενε, αδημονώντας, εκείνα τα Χριστούγεννα της δεκαετίας του ’50, ένα παζλ, τίποτε παραπάνω. Σκόρπιες λεπτομέρειες από τότε βγάζουν πλέον νόημα, ειδικά μετά τις επαγγελματικές του επισκέψεις στις καλόγριες προκειμένου να τους παραδώσει κάρβουνο και να πληρωθεί. Εκεί παρατηρεί πιο έντονα τις ανήλικες κοπέλες που έχουν εκδιωχθεί επειδή περιμένουν παιδί εκτός γάμου και τις έχουν περιμαζέψει οι καλόγριες, οι οποίες, ενώ δεν τις κλειδαμπάρωναν στο άσυλο, τις έβαζαν να δουλεύουν νυχθημερόν και τις εκμεταλλεύονταν στεγνά με αντάλλαγμα την «καριτά» και την επιβίωση. 

 

Αντίθετα με τις Κόρες της ντροπής, η ταινία του Μιέλαντς ενδιαφέρεται για τη βία μέσα στο «πλυντήριο», όπως το έλεγαν – έτσι περίπου συλλέγει τα θραύσματα της ζωής του Μπιλ. Όσο δόκιμες και ολόσωστες και αν είναι οι φωνητικές δυνατότητες του Κίλιαν Μέρφι, το βλέμμα του παραμένει τόσο ακαταμάχητο και μοναδικό, ολοστρόγγυλο και παιδιάστικα αγνό έτσι όπως καταβροχθίζει τις εικόνες που αντικρίζει, που γίνεται περισσότερο κατανοητή η λακωνική του παρουσία στη μεγαλύτερη διάρκεια του Small things like these. Άλλωστε, τα μικρά πράγματα συνθέτουν το μεγάλο κενό που νιώθει ο Μπιλ και αποδίδει γλαφυρά και με αξιοζήλευτη οικονομία ο Κίλιαν Μέρφι. Μεγαλώνοντας κορίτσια που είναι σε διάφορες ηλικίες –ένα έφηβο, που ετοιμάζεται να αποδράσει καλπάζοντας, ένα αφοπλιστικά τρυφερό που τον γαληνεύει στο τέλος μιας μακράς μέρας–, ο καρβουνιάρης με τη «μαλακή καρδιά», όπως του επισημαίνει, όχι με θετικό πρόσημο, η γυναίκα του, βλέπει μια σαθρή πλευρά που διατηρείται, έχοντας ο ίδιος ένα τραύμα ακόμη ανοιχτό, όπως του υπενθυμίζουν τα δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια του, όταν συνειδητοποιεί από πού προέρχεται και, κυρίως, τι έχει παραλείψει. Εκτός από το συγκεκριμένο θέμα, που η Κίγκαν έχει πραγματευτεί ευαίσθητα με τη διεισδυτική της γραφή και η ταινία απέδωσε με αίσθηση κινηματογραφική, διακριτική και αποτελεσματική (ευτυχώς, σε μια αναβάθμιση της οικονομικά και πολιτικά πάσχουσας φέτος Μπερλινάλε, που μας είχε συνηθίσει σε προβληματικές πρεμιέρες τα τελευταία χρόνια), το Μικρά πράγματα σαν κι αυτά μιλά με δύναμη μέσα από τα συμφραζόμενα για την εσφαλμένη τοποθέτηση των γυναικών σε μια εποχή που δεν είχαν καν χρόνο να σταθούν για να αναλογιστούν ποιες είναι και τι θέλουν, και μάλιστα με καταλύτη έναν άνδρα που δεν φέρει την κλισέ αύρα της αρρενωπότητας – η καριέρα του Κίλιαν Μέρφι οφείλει να μελετηθεί, εκτός από όλα τα άλλα, ειδικά για το ότι γκρεμίζει το κλασικό machismo.