Σπάνια θα δεις αφιερώματα και κριτικές επικλήσεις στον Σεντρίκ Κλαπίς και στο σινεμά του, κι ας έχουν τα έργα του πάντοτε μια συνέπεια, μια σοβαρότητα μέσα στην ελαφρότητά τους, κι ας κόμισε και μια τριλογία που αφουγκράστηκε τις ανησυχίες της γενιάς του Erasmus, αλλά παραμένει εγκληματικά άγνωστη σε ένα εγχώριο κοινό διψασμένο για ταινίες σαν αυτές που την απαρτίζουν – ο λόγος για την επονομαζόμενη τριλογία «Spanish Apartment».

 

Στη νέα του ταινία, στην οποία ταιριάζει εξίσου ο πρωτότυπος τίτλος «La Venue de l’avenir» –ο δρόμος του μέλλοντος, δηλαδή– αλλά και ο ελληνικός «Τα χρώματα του χρόνου», ένα τσούρμο κληρονόμων μιας παμπάλαιας αγροικίας εντοπίζονται από πολυεθνική, που θέλει να την γκρεμίσει για την ανέγερση υπερμεγέθους πάρκου. Τέσσερις από αυτούς ορίζονται εκπρόσωποι, μεταβαίνουν στον χώρο για αυτοψία, εντοπίζουν επιστολές, φωτογραφίες κι έναν όμορφο ιμπρεσιονιστικό πίνακα και γνωρίζονται μεταξύ τους. Αυτά συμβαίνουν στο παρόν. Γιατί η δράση της ταινίας ανατρέχει και στο παρελθόν, στον βίο της ιδιοκτήτριας του εν λόγω οικήματος και προγόνου των ηρώων, της Αντέλ.

 

Είναι απλό, πλην ιδιοφυές (και δραματουργικά καίριο) το τρικ της πρώτης χρονολογικής μετάβασης της αφήγησης από το παρόν στο παρελθόν και δεν αποτελεί το μοναδικό εύρημα μιας υπέροχης ταινίας, στην οποία δεν θα μπορούσε να καταλογίσει το αδίκημα της προβλεψιμότητας ούτε ο πλέον κακοπροαίρετος. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις ανατροπές της –έχει και μια μεγάλη τέτοια που, προς τιμήν της, δεν παρουσιάζεται με τον στόμφο του σοκ– αλλά και στον τρόπο της – highlight, για τον υπογράφοντα, ένα trip στο παρελθόν σύλληψης κι εκτέλεσης εντελώς γουντιαλενικής.

 

Δεν έχουν πάντοτε αμφίδρομη λειτουργία οι παράλληλες αφηγήσεις, ούτε προκύπτουν συνέχεια ομαλά οι χωροχρονικές μεταβάσεις –αλίμονο, δεν είναι ο Κόπολα του δεύτερου «Νονού» ο Κλαπίς– μα τον στόχο της η ταινία τον πετυχαίνει. Μόνο μέσα από τη γνωριμία με τα «χρώματα του παρελθόντος» και την αρμονική (και αρμοστή) εφαρμογή τους στον «καμβά του παρόντος» μπορεί να γεννηθεί ο «πίνακας» που θα ορίσει τον κατάλληλο «δρόμο του μέλλοντος», μας λέει ο καλός μας ο Κλαπίς και καταλήγει στο πόρισμα αυτό φιλότεχνα, με κινηματογραφική εφευρετικότητα και ορμητικότητα τριαντάρη, παρά τα 63 του χρόνια, αποδεικνύοντας, ταυτόχρονα, ότι crowdpleasers μπορούν να παρασκευαστούν ΚΑΙ άνευ υπακοής στη συνταγή της γραμμικότητας, του υπερτονισμού των δραματικών beats και της υπερβάλλουσας επεξηγηματικότητας. Εύγε.