Όταν ο πάλαι ποτέ ασταμάτητα και αδικαιολόγητα βίαιος, άφιλος, χειριστικός και σαδιστής Άλεξ, «τροποποιημένος» από τη θεραπεία που οικειοθελώς υπέστη, κάθεται στο κρεβάτι μπροστά σε δυο τεράστια ηχεία, που ορθώνονται ως άλλοι επιβλητικοί, παραλληλόγραμμοι, αν και γήινοι μονόλιθοι, ακούγοντας μακάριος, αντί για Στράους, την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, του αγαπημένου του Λούντβιχ Βαν, όπως συνηθίζει να τον αποκαλεί χαϊδευτικά, δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε πως το Κουρδιστό Πορτοκάλι, τουλάχιστον στην τρίτη και τελευταία πράξη του, είναι μια φυσική συνέχεια της Οδύσσειας του Διαστήματος στο δυστοπικό, ελαφρώς μελλοντικό Λονδίνο, εκεί όπου ίσως προσγειώθηκε το ξαναγεννημένο αστρικό παιδί για να δοκιμάσει τις δυνάμεις και τα όριά του.
Με τίτλο που δηλώνει πολλά, αν και δεν εξηγείται ακριβώς στην ταινία (ο συγγραφέας Άντονι Μπέρτζες τον είχε χαρακτηρίσει το οξύμωρο που προκύπτει από έναν ζωντανό καρπό στειρωμένο από τους χυμούς του όταν μετατρέπεται σε μηχανικό παιχνίδι, μια έκφραση που ενδεχομένως πηγάζει από τη βρετανική αργκό του Μεσοπολέμου), η σατιρική φαντασία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ με τον Μάλκολμ ΜακΝτάουελ σε ρόλο ζωής (ο σκηνοθέτης βρήκε το πρόσωπό του ευφυές…) συνάντησε πολωτικές κριτικές και είναι ευρέως γνωστό πως οι αθροιστικά θυμωμένες αντιδράσεις για περιστατικά αληθινής βίας που καταλογίστηκαν σε μιμητικές ενέργειες οδήγησαν τον Κιούμπρικ να την αποσύρει από τις αίθουσες και στη συνέχεια από το home video της Αγγλίας και της Ιρλανδίας το 1973, δυο χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, για πολλές δεκαετίες – πολλοί ωστόσο παραβλέπουν την τεράστια επιτυχία της παγκοσμίως, με δεκαπλάσιο box office σε συνάρτηση με τον μόλις ενάμισι εκατομμυρίου δολαρίων προϋπολογισμό της!
Η ωμή όσο και καλλιτεχνική απεικόνιση της βίας στην αυγή των ‘70s, από τον Πεν ως τον Πέκινπα και από τον Σίγκελ ως τον Κιούμπρικ, δεν ήταν σύμπτωση και ιστορικοί αναλυτές πιστεύουν πως η άρνηση της ψύχραιμης προβολής επιχειρημάτων απέναντι στην πλούσια θεματολογία του φιλμ συναρτάται με την ανησυχητική αύξηση της νεανικής εγκληματικότητας εκείνη την περίοδο. Το ότι κατηγορήθηκε, εκτός από αδικαιολόγητα σαδιστικό –και από την Πολίν Καέλ ως πορνογραφία της βίας– και ως ιδεολογικά μπερδεμένο φαντάζει πλέον αστείο: χωρίς καν να χρειαστεί τον επίλογο του Μπέρτζες, απλώς διότι παραλείφθηκε για εμπορικούς λόγους από την αμερικανική έκδοση και δεν τον διάβασε ποτέ, ο Κιούμπρικ σαφώς παίρνει κυριολεκτικά και μεταφορικά απόσταση από τη βία που ασκούν ο Άλεξ και η συμμορία των τριών ακολούθων του, των droogs (παράφραση του φίλου στα ρωσικά), επιλέγοντας να εξευτελίσει τη σωφρονιστική μέθοδο μιας υποκριτικής κοινωνίας – ας μην πάμε μακριά, παρόμοια παρανόηση αντιμετώπισε ο Ντέιβιντ Φίντσερ με το Fight Club το 1999. Ποιος θα περίμενε κάτι διδακτικό και αμβλύ από τον σκηνοθέτη, αμέσως μετά την υπαρξιακή σπαζοκεφαλιά που ήταν το 2001;
Από τα midcentury στοιχεία και τον φουτουριστικό σχεδιασμό, με αποκορύφωμα το μεταλιζέ δισκοπωλείο με τις δυο εύκαιρες ντεβότσκας και το στέκι της παρέας, το γαλακτομπάρ με τις καρέκλες-κούκλες, ως τον Ροσίνι και το ηλεκτρονικό θράσος της Γουέντι Κάρλος, το ευρυγώνιο γήπεδο που επιμελήθηκε ο πάντα ενδελεχής Κιούμπρικ μοιάζει να αφήνει ελεύθερη την ανομία να ενεργήσει, μέχρι να τη μαντρώσει στο γκροτέσκο ίδρυμα και να την ξεφουρνίσει διορθωμένη, αφού την πλακώσει στα κολλύρια και τη συνεφέρει με τη δεδομένα καταστροφική μέθοδο της αποστροφής. Το Κουρδιστό Πορτοκάλι είναι μια τραγικωμωδία, όχι αστεία και σίγουρα αρνητική στην εύκολη υπόδειξη του θύματος και του δράστη. Δεν θέλουμε καν να φανταστούμε τι θα γινόταν αν μερικά χρόνια αργότερα ο Άλεξ ήταν ο Μικ Τζάγκερ και οι droogs οι υπόλοιποι Rolling Stones, ή, ακόμη χειρότερα, οι Beatles έλεγαν ναι στη μεταφορά που είχε σχεδόν κανονιστεί γι’ αυτούς, κάπου ανάμεσα στο «Help» και το «A Hard Day’s Night» – αλήθεια.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0