Ο Γουάιλερ δεν είναι Χίτσκοκ, ούτε έχει στα χέρια του ενδιαφέρον υλικό. Η Χέμπορν είναι η κόρη ενός ταλαντούχου παραχαράκτη και ο Πίτερ Ο’Τουλ μπαίνει ένα βράδυ στο σπίτι τους, υποτίθεται για να ληστέψει πίνακες (πλαστούς φυσικά) και, μετά από μια αμήχανη γνωριμία, προσπαθεί να τον χρησιμοποιήσει για ν’ ανακτήσει ένα έργο που πουλήθηκε πανάκριβα ως αληθινό, αλλά δεν είναι παρά περίτεχνη αντιγραφή. Παραδόξως, δεν υπάρχει σπίθα ανάμεσα στον Ο’Τουλ και τη Χέμπορν, και τα πάντα κυλούν επαγγελματικά, απολιθωμένα και παλιομοδίτικα, με φορέματα του Ζιβανσί, κοσμήματα του Καρτιέ και μουσική του νεότατου Τζον Γουίλιαμς - όταν ακόμη υπέγραφε ως Τζόνι Γουίλιαμς, πριν από τον Σπίλμπεργκ.

Στη συνέχεια, ο Γουάιλερ χάρισε ένα Όσκαρ στη Στράιζαντ στο ντεμπούτο της κι έκανε μια ακόμη ταινία, πριν αποσυρθεί το 1970, αλλά τα αριστουργήματά του, και είναι πολλά αυτά, πρέπει ν’ αναζητηθούν στο παρελθόν του. Ιδιαίτερα αγαπητός στα Όσκαρ (έλαβε 3 Σκηνοθεσίας, από 12 συνολικά υποψηφιότητες), παραμένει απών από τις ειδικές λίστες των σπουδαίων και συνολικά ένας παραγνωρισμένος δημιουργός, διότι «έδρασε» μέσα στις συνθήκες των στούντιο και ποτέ δεν υπέγραψε μια στυλιζαρισμένα προσωπική ταινία. Η δύναμή του βρίσκεται στον τρόπο που παίζει με τους ηθοποιούς και τα διλήμματά τους, εκτός λόγου, στο περιθώριο της αμιγούς δράσης. Εδώ δεν φαίνεται τίποτε τέτοιο. Το Children’s Hour του 1961, που θα βγει σ’ επανέκδοση αργότερα το καλοκαίρι, είναι ένα από τα σπουδαία παραδείγματα της τέχνης του.