Μετά την αστρονομική επιτυχία του πρώτου φιλμ, ο Τζέιμς Γουάν επιστρέφει με το Κάλεσμα Νο 2 και μαζί του το ζευγάρι των ερευνητών παραφυσικών φαινομένων σε μια περίπτωση δαιμονισμού στη Μεγάλη Βρετανία, μερικά χρόνια μετά τη φρίκη του Αμιτιβίλ, το 1977 πλέον, όταν το σώμα ενός νεαρού κοριτσιού καταλαμβάνεται από το εχθρικό πνεύμα του 72χρονου Μπιλ, του παλιού ιδιοκτήτη του ρημαγμένου σπιτιού, και μέσω αυτής εκτοξεύει απειλές στα τρία αδέλφια και τη φρικαρισμένη μητέρα της. Το ενδιαφέρον, και ίσως το μοναδικό πρωτότυπο στοιχείο της ταινίας, είναι η διστακτικότητα του πολύ δεμένου από την τραυματική τους εμπειρία ζεύγους Εντ και Λορέιν Γουόρεν να αναγνωρίσουν το δαιμονικό στοιχείο, παρά τις σοβαρές και επαναλαμβανόμενες ενδείξεις, από τη μια υιοθετώντας την αυστηρή στάση της Εκκλησίας που τους θεωρεί άτυπους εξορκιστές και τους στέλνει επίσημα στην Αγγλία, αφετέρου προσπαθώντας να εντοπίσουν τα δικά τους, φρικιαστικά οράματα που απειλούν την ειδυλλιακή συνωμοτικότητά τους. Ο Γουάν, ωστόσο, επιστρατεύει όλα τα κόλπα από το λεξικό του τρόμου, από μαχαίρια και μπαλτάδες, τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες, τις αιωρήσεις και τα κρεβάτια που αναπηδούν, μέχρι τους ανάποδους σταυρούς και τη θανατερή σήψη στα πρόσωπα των φαντασμάτων. Και το κάνει σε μια διάρκεια ανεξήγητα μεγάλη: ενώ, συνήθως, οι ταινίες του δεν ξεπερνούν τη μιάμιση ώρα, σε 130 λεπτά παίρνει κανονικά τον χρόνο του κυρίως για να ξεδιπλώσει όλες τις εκφάνσεις του ανοίκειου, με ηχητικά ξαφνιάσματα και οπτικά εφέ εξαιρετικά οικεία, τόσο επαναλαμβανόμενα όσο και η προσπάθεια της μικρής Τζάνετ να αποτινάξει τον Σατανά. Εκτός από την ιδέα της μεταφοράς του δαιμονικού, μερικές σκηνές είναι τεχνικά και κυριολεκτικά συνταρακτικές, με τη σύνθετη κλιμάκωση ιδιαίτερα συντονισμένη και ευπρόσδεκτα γρήγορη σε εκτέλεση.