Υπάρχουν αυτοί που κινούν τα νήματα ("movers"), αυτοί που ταράζουν τα νερά ("shakers") και υπάρχουν και οι "shirkers", δηλαδή οι φυγόπονοι, οι φευγάτοι, οι κοπανατζήδες. Εν προκειμένω, οι «κοπανατζούδες», αφού πρόκειται για την ιστορία τριών κοριτσιών που πριν από 25 χρόνια, βαθιά επηρεασμένες από την ανεξάρτητη (δυτική) κουλτούρα, την underground αισθητική, το πανκ, τα φανζίν, τις ταινίες του Λιντς και του Τζάρμους, επιχείρησαν να γυρίσουν την πιο προχωρημένη ταινία στην ιστορία της Σιγκαπούρης, με την - διαβρωτική και βαθιά αλλά όχι αμετάκλητα τραυματική - συνδρομή ενός μεγαλύτερου άντρα με σκιώδη προσωπικότητα και έντονα ψυχοπαθολογικά ζητήματα.
Το "Shirkers" είναι πολλά πράγματα και λειτουργεί – μαγικά σχεδόν – σε πολλά επίπεδα. Σε πρώτο επίπεδο είναι ένα ντοκιμαντέρ που γύρισε η 46χρονη πια Sandi Tan για εκείνη την ταινία του 1992 (που λεγόταν επίσης "Shirkers") με τις δύο κολλητές της, την Jasmine Ng και την Sophie Siddique υπό την εκκεντρική εποπτεία του «δασκάλου» τους στη λέσχη κινηματογράφου Georges Cardona, ενός μυστήριου τύπου με αινιγματικό παρελθόν και κατασκευασμένη περσόνα βασισμένη στο Γαλλικό Νέο Κύμα, που είχε γεννηθεί στην Κολομβία και είχε «δράσει» στις ΗΠΑ - στη Νέα Ορλεάνη κυρίως - πριν βρεθεί στη Σιγκαπούρη.
Υπάρχουν αυτοί που κινούν τα νήματα ("movers"), αυτοί που ταράζουν τα νερά ("shakers") και υπάρχουν και οι "shirkers", δηλαδή οι φυγόπονοι, οι φευγάτοι, οι κοπανατζήδες.
Τα κορίτσια – ειδικά η Sandi - είχαν υπνωτιστεί από τη χαμηλότονη φωνή του και τις ιστορίες προσωπικής μυθολογίας που τους έλεγε, μεταξύ αυτών και ότι σε εκείνον είχε βασιστεί ο χαρακτήρας του Τζέιμς Σπέιντερ στην ταινία – "breakthrough" για το ανεξάρτητο σινεμά, «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες» του Στίβεν Σόντεμπεργκ.
Είναι επίσης (ειδικά στο πρώτο τρίτο της ταινίας) μια νοσταλγική αναφορά στα ανέμελα εφηβικά και νεανικά χρόνια τριών κοριτσιών που είχαν ρουφήξει την indie κουλτούρα με το κιλό για να την χρησιμοποιήσουν κατόπιν ως καύσιμο δημιουργικότητας αλλά και αντίστασης στο συντηρητικό περιβάλλον του νησιού της Σιγκαπούρης.
Είναι και μια μελαγχολική – αλλά ζωηρή και ποτέ καταθλιπτική ή μονόχνωτη – πραγματεία για τη νεανική ορμή, για τη σινεφιλία και την αγάπη για τη μυθοπλασία γενικώς, και για το πώς τα ανεκπλήρωτα όνειρα της νιότης στοιχειώνουν το μυαλό για πάντα, ασχέτως της κατάληξής μας στην ηλικία της ωριμότητας.
Οι τρεις πρωταγωνίστριες εξελίχθηκαν μια χαρά: η Tan υπήρξε γνωστή κριτικός κινηματογράφου στην πατρίδα της πριν μετακομίσει μόνιμα στις ΗΠΑ όπου εκτός από σκηνοθέτρια είναι και συγγραφέας, η Siddique είναι επικεφαλής του Τμήματος Κινηματογραφικών Σπουδών στο πολύ "exclusive" Κολέγιο Vassar στα βόρεια της Νέας Υόρκης και η Ng είναι διάσημη σκηνοθέτρια και ακτιβίστρια στην πατρίδα της. Οι συνθήκες όμως των σουρεαλιστικά περιπετειωδών γυρισμάτων εκείνης της εποχής, έχουν σημαδέψει βαθιά τη σχέση τους.
Είναι και μια παραβολή για τις κλεμμένες δημιουργίες γυναικών από εγωπαθείς και διαταραγμένους άντρες. Ο Cardona έκλεψε τότε τις μπομπίνες του φιλμ πριν εξαφανιστεί και τις κρατούσε φυλαγμένες όπου κι αν βρέθηκε μέχρι τον θάνατό του.
Είναι ακόμα – ειδικά από το δεύτερο μισό και μετά – κάτι ανάμεσα σε road movie και θρίλερ που οδηγεί την Tan (και τον θεατή) σε μια υποβλητική περιπλάνηση από τη Σιγκαπούρη ως το Λος Άντζελες και τη Νέα Ορλεάνη σε αναζήτηση της χαμένης ταινίας αλλά και της πραγματικής ταυτότητας του αινιγματικού αυτού άντρα.
Είναι τέλος, η τέταρτη (και η πιο άγνωστη στους πολλούς) σημαντική ταινία της χρονιάς που κατοικεί στην πλατφόρμα του Netflix μαζί με το "The Other Side of the Wind" του Όρσον Γουέλς, το "The Ballad of Buster Scruggs" των αδελφών Κοέν και το "Roma" του Αλφόνσο Κουαρόν.
σχόλια