Ο κόσμος της σύγχρονης τέχνης φημίζεται για τις γρήγορες, επιδιορθωτικές αντιδράσεις του κάθε φορά που εξωγενή εμπόδια προσκρούουν πλαγιομετωπικά στην κανονική ροή των πραγμάτων του.
Πρόκειται για κάτι το αξιοθαύμαστο, το οποίο επαληθεύτηκε ξανά κατά την πρώτη φάση της πανδημίας του κορωνοϊού τον περασμένο Μάρτιο. Ένα ικανοποιητικό παράδειγμα αυτής της ετοιμότητας θα ήταν η ξαφνική διακοπή του TEFAF Maastricht (The European Fine Art Fair), ενός πολύ σημαντικού ετήσιου εμπορικού και καλλιτεχνικού γεγονότος, τέσσερις μόνο μέρες αφότου ξεκίνησε και αμέσως μόλις πιστοποιήθηκε ότι ένας εκ των εκθετών ήταν θετικός στον κορωνοϊό. Σίγουρα, το αποφασιστικό εκείνο lockdown δεν διέσωσε εκθέτες και επισκέπτες από τον ιό αλλά έπεισε τους πάντες ότι η φυσική παρουσία σε εκθέσεις και φουάρ υπό το καθεστώς πανδημίας είναι εντελώς ανώφελη.
Έτσι, ξεκίνησε η περιβόητη και ταχύτατη «μεταφορά» των εκθεσιακών δραστηριοτήτων στο διαδικτυακό σύμπαν. Στην πορεία, όμως, φάνηκε ότι ο κόσμος ανταποκρινόταν «ανόρεχτα» στο ψηφιακό υποκατάστατο του πραγματικού.
Στην Ελλάδα, που έχουμε περάσει δέκα πολύ δύσκολα χρόνια λόγω της παραλίγο χρεοκοπίας και της οικονομικής μας αβεβαιότητας, η σημερινή πραγματικότητα να μας βρίσκει πιο εκπαιδευμένους στις αντιξοότητες και τις δυσκολίες. Πάντως, η κρίση αυτή μας έβαλε στη διαδικασία της ενδοσκόπησης, η οποία σίγουρα θα μας οδηγήσει σε αλλαγές και βελτιώσεις στο μέλλον
Σίγουρα, αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην κακή ψυχολογία του κοινού, που από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε, λόγω καραντίνας, σε συνθήκη «κατ' οίκον περιορισμού», η οποία δεν ευνοούσε την κατάκτηση της ψυχραιμίας που είναι απαραίτητη για να ιδιοποιηθεί κάποιος με κέφι και θαυμασμό την ολοκληρωτική ψηφιοποίηση των εικαστικών δραστηριοτήτων.
TEFAF Maastricht 2020
Για τον λόγο αυτό, στην τωρινή αναζωπύρωση της πανδημίας είναι πια ξεκάθαρο ότι χρειάζεται να υπερασπιστούν όλοι τη συνετή φυσική παρουσία στους εκθεσιακούς χώρους και παράλληλα να εφευρεθούν πολύ πιο ευαίσθητοι και ακριβείς «υφαλοδείκτες» για την ασφαλέστερη πλοήγηση των πραγμάτων μέχρι το τέλος της υγειονομικής κρίσης.
Ο κ. Γιώργης Μαγγίνης, επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, περιέγραψε τη σκληρότητα αυτής της περίστασης με πολύ κομψά λόγια: «Κάθε βήμα έξω από τον νοητό κύκλο της "κανονικότητας" είναι δύσκολο. Παρά ταύτα, εάν κάποιος θέλει να εργάζεται στον χώρο του πολιτισμού, δηλαδή στο μάτι του κυκλώνα της δημιουργίας και του κοινωνικού προβληματισμού, καλό είναι να έχει εξοικειωθεί με δύσκολα βήματα – και με την επιβίωση εκτός διχτυών ασφαλείας».
Ενώ ο κ. Αρσέν Καλφαγιάν, ο ένας εκ των δύο ιδιοκτητών των Kalfayan Galleries, υπογραμμίζει ότι υπάρχουν όρια στις στοιχειώδεις λειτουργίες του εικαστικού κόσμου και κανείς δεν μπορεί να τα παραβλέπει ή να προσποιείται ότι θα τα υπερβεί: «Παρ' όλες τις όποιες εναλλακτικές λύσεις έχουν ακολουθηθεί μέχρι τώρα, τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις απευθείας σχέσεις και τη φυσική παρουσία του συλλέκτη μπροστά σε ένα έργο τέχνης». Και συνεχίζει το σκεπτικό του με μια εκτίμηση των αντοχών του συστήματος: «Ίσως εμάς, στην Ελλάδα, που έχουμε περάσει δέκα πολύ δύσκολα χρόνια λόγω της παραλίγο χρεοκοπίας και της οικονομικής μας αβεβαιότητας, η σημερινή πραγματικότητα να μας βρίσκει πιο εκπαιδευμένους στις αντιξοότητες και τις δυσκολίες. Πάντως, η κρίση αυτή μας έβαλε στη διαδικασία της ενδοσκόπησης, η οποία σίγουρα θα μας οδηγήσει σε αλλαγές και βελτιώσεις στο μέλλον».
Ωστόσο, η παρούσα κατάσταση παραμένει δύσκολη και αγχωτική, ειδικά μετά από ένα εξάμηνο πλήρους ακινησίας της αγοράς τέχνης και χωρίς να μπορεί κανείς να εκτιμήσει πόσο ακόμα αυτό θα παραταθεί.
Αλλά και εκτός του πεδίου της καθαρά εμπορικής δραστηριότητας στον τομέα της τέχνης, η πίεση που προκαλούν τα οικονομικά ζητήματα γίνεται εξίσου αισθητή, αν όχι περισσότερο, και στους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς.
Όπως λέει ο κ. Μαγγίνης για το Μουσείο Μπενάκη: «Η πτώση των εσόδων από τη λειτουργία μας και των πόρων από χορηγίες είναι κάθετη, οι διορθωτικές κινήσεις αμελητέες, η απαξίωση του πολιτιστικού προϊόντος συστηματική ‒ εδώ και χρόνια. Όμως υπήρξαν και αχτίδες φωτός. Το κοινό, διστακτικά αλλά σταθερά, επέστρεψε στους χώρους πολιτισμού, παρά την αβεβαιότητα. Η εμπιστοσύνη του δεν μας εξέπληξε αλλά μας ευχαρίστησε, επειδή απέδωσε εύσημα που η κεκτημένη ταχύτητα της πρότερης δραστηριότητας δεν μας άφηνε καν να σκεφτούμε. Ο πραγματικά νέος καταλύτης που έχει προστεθεί στη χημική αντίδραση της ανασφάλειας τούτο το δύσκολο καλοκαίρι είναι η μακροημέρευση της πανδημίας.
Ωστόσο, η αδυναμία των συνεργατών μας να προγραμματίσουν τις ροές εσόδων τους απειλεί, για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, τον σκληρό πυρήνα της αποστολής μας: την ποιότητα του πολιτιστικού προϊόντος. Το εναλλακτικό σχέδιο, λοιπόν, το "plan B", θα ήταν η μείωση του όγκου των δραστηριοτήτων μας και η διατήρηση της ποιότητας με εστίαση στα πιο φλέγοντα κοινωνικά αιτήματα. Δεν πρόκειται για μια νέα πορεία αλλά για ένα ξεκαθάρισμα του γνώριμου μονοπατιού, μια εσωτερική ερωτηματοθεσία που αναπόφευκτα τοποθετεί όλους μας μπροστά στην αποστολή του μουσείου μας και απέναντι στους τρόπους με τους οποίους αξιοποιήσαμε την αποστολή αυτή έως τώρα. Ιδού πεδίον άμιλλας (και, γιατί όχι, δόξης) λαμπρόν».
Από τη σκοπιά των νεότερων γκαλερί της Αθήνας, ο Hugo Wheeler, ιδρυτής και ιδιοκτήτης της Hot Wheels Athens, λέει για τη μέχρι τώρα προσαρμογή στη νέα κατάσταση: «Η περίοδος που έχουμε διανύσει από τον Μάρτιο μέχρι τώρα ήταν πολύ δύσκολη και είμαι σίγουρος ότι αυτό δεν ισχύει μόνο για τη δική μου γκαλερί. Πήραμε γρήγορα την πολύ συνειδητή απόφαση να μεταθέσουμε το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματός μας κατά 6 μήνες, έως και ένα έτος μετά. Οι καλλιτέχνες που εκπροσωπούμε την αποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες κι αυτό οφείλεται στο ότι από τη μια κατανοούσαν τις δυσκολίες που γεννούν οι περιστάσεις κι από την άλλη στο ότι ένιωθαν και οι ίδιοι ότι χρειάζονταν επιπλέον χρόνο για να αποτιμήσουν τη νέα συνθήκη, προκειμένου να συγχρονίσουμε τις σκέψεις μας για το πώς θα ανταποκριθούμε σ' αυτήν».
Ειδική περίπτωση αποτελούν δύο νέοι εκθεσιακοί χώροι που ξεκίνησαν τη δραστηριότητά τους εν μέσω της κρίσης του κορωνοϊού. Πρόκειται για τον Akwa Ibom της Μάγιας Τούντα στην οδό Βαλτετσίου 35, στα Εξάρχεια, και για το Talc Studio της Βασιλικής Παναγιωτοπούλου και Πάνου Ματθαίου, στην οδό Κλεισθένους 3, πίσω από το Δημαρχείο Αθηνών.
«Θεωρώ πολύ σημαντική την καθημερινή ζωή του χώρου και τη δημιουργία σχέσεων με τους επισκέπτες του και η πανδημία το εμποδίζει αυτό. Επίσης, εντείνει της αίσθηση ότι είναι πλασματική η λειτουργία των πραγμάτων» λέει η Μάγια Τούντα. Και συμπληρώνει: «Η πανδημία δρα καταλυτικά υπέρ μιας καινούργιας συναισθηματικής ιεράρχησης σε ό,τι αφορά όλες τις μεταξύ μας σχέσεις. Επειδή συμβαίνει αυτό, προσπαθώ κι εγώ, μέσα από αυτοσχεδιασμούς στην επιμελητική δουλειά μου, να απαντώ στις πρωτόγνωρες συγκυρίες και στις συναισθηματικές ανάγκες που προκαλούν.
Και με αφορμή το βιβλίο της Πάτι Σμιθ "Just Kids", που τυχαίνει να διαβάζω τώρα και στο οποίο αναφέρεται σε όλα τα σπουδαία σοκαριστικά γεγονότα που συνέπεσαν με το τέλος του ιδεαλισμού της δεκαετίας του '60 –όπως η δολοφονία του Αφροαμερικανού Μέρεντιθ Κέρλι Χάντερ Τζούνιορ στη συναυλία των Rolling Stones, οι φόνοι που διέπραξε ο Τσαρλς Μάνσον κ.λπ.‒, αναρωτιέμαι ποια είναι σήμερα τα ανάλογα περιστατικά που μας απογοητεύουν και αναδιαμορφώνουν τα πιστεύω μας, αν η κρίση του κορωνοϊού ανήκει πράγματι σε αυτά και πώς θα μπορούσαμε να αντισταθούμε προκειμένου να βρούμε ενέργεια και θάρρος για να αισιοδοξήσουμε».
«Εμείς ξεκινήσαμε με θυσίες των συνοδευτικών δραστηριοτήτων που σκοπεύαμε να διοργανώσουμε παράλληλα με την πρώτη μας έκθεση, π.χ. κάποια ομιλία σχετική με τη θεματική μας. Όμως αυτά μπορούν να περιμένουν. Συνεχίζουμε χωρίς να αλλάζουμε πορεία, χωρίς να αισιοδοξούμε πως το πράγμα κάπως μαγικά θα φτιάξει και θα επιστρέψουμε σε μια ανέμελη "κανονικότητα", διανθισμένη με βάγια και κλάδους» λένε οι Βασιλική Παναγιωτοπούλου και Πάνος Ματθαίου.
«Ούτε απαισιοδοξούμε όμως και σίγουρα δεν θυμώνουμε. Ο θυμός είναι παράγωγο του φόβου. Τέτοια συναισθήματα καλό είναι να τα αποφεύγει κανείς, ει δυνατόν με πιρουέτα. Εξάλλου, πολύ πριν από την έλευση της καραντίνας, ο κόσμος βρισκόταν ήδη σε μια κατάσταση πνευματικής καραντίνας, ιδιότυπων ιδεοψυχαναγκαστικών συγχρωτισμών, σε πλήρη απομόνωση και με κλειστούς διαύλους επικοινωνίας. Αναγνωρίζουμε τις ειδικές περιστάσεις, αλλά θέλουμε να πιστεύουμε πως οι τέχνες ‒όλες οι τέχνες‒ και οι χώροι που τις φιλοξενούν αξιώνουν να δημιουργούν τον χώρο για πιρουέτες παντός τύπου».
Σε κάθε περίπτωση, «οι συνθήκες φέτος θα είναι δύσκολες» προβλέπει η κ. Μαρίνα Ηλιάδη, συνιδιοκτήτρια της γκαλερί Bernier/Eliades, «και επιτάσσουν υπομονή, προσοχή, ηρεμία και σεβασμό μεταξύ μας».
Και το ζήτημα του συγκεκριμένου σεβασμού είναι θεμελιώδες και καθοριστικό, όποτε κάποιος ελπίζει ότι η δύναμη της τέχνης θα του προσφέρει την ανακούφιση και την παρηγοριά που αξίζεις να λαμβάνεις κάθε φορά που προσπαθείς να συνταχθείς με το μέρος της λογικής και της ψυχραιμίας.
σχόλια