Ήταν όμορφη, έξυπνη, παρορμητική, βαθιά θρησκευόμενη, καλλιεργημένη. Ήταν μια πριγκιποπούλα ορφανή από μητέρα από νωρίς, αλλά χορτασμένη από τη στοργή των διαδοχικών της μητριών και την ανεξάντλητη αγάπη του μπαμπά της. Και στα 18 της, έχοντας μόλις παντρευτεί εκείνον με το οποίο ήταν ερωτευμένη από παιδί, η Αμαλία άφηνε πίσω το παλάτι του Ολδεμβούργου και την ανέμελη καθημερινότητά της, για να προσγειωθεί στη μικροσκοπική και σκονισμένη Αθήνα του 19ου αιώνα, στο πλευρό του Όθωνα, ως η πρώτη βασίλισσα του –αλυσοδεμένου από τις Μεγάλες Δυνάμεις– ελληνικού κράτους.
«Αχ τι καλά που αισθάνομαι εδώ» θα γράψει η Αμαλία στον «αγαπημένο, αγγελικό πατέρα» της, στις 16 Φεβρουαρίου του 1837, φτάνοντας «επιτέλους» στον τόπο του προορισμού της. «Τι ωραία που είναι να εισπνέω τον υπέροχο, διάφανο, καλό, φωτεινό αέρα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρό μου, να πηγαίνω περίπατο με την άμαξα φορώντας μόνο το σάλι μου... Η πόλη βέβαια, δεν είναι ακόμη σαν άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά εξαιρετικά ιδιόμορφη. Αχ, έχω τόσα πολλά να περιγράψω...»
Οι επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας προς τον Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου, όπως κι ολόκληρο το προσωπικό αρχείο της, φυλάσσονται στα κρατικά αρχεία αυτής της γερμανικής κωμόπολης στην Κάτω Σαξονία. Παρότι η ύπαρξή τους δεν ήταν άγνωστη στους μελετητές, το περιεχόμενό τους στην παλαιά γερμανική γραφή παρέμενε μέχρι πριν λίγα χρόνια δυσπρόσιτο.
Το 2011, ωστόσο, οι επιστολές που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής εμπειρίας της Αμαλίας απλώθηκαν σε δύο ογκώδεις τόμους της «Εστίας», μεταγραμμένες και μεταφρασμένες από το πρωτότυπο από τον Μίχαελ και τη Βάνα Μπούσε. Πριν λίγες μόλις μέρες η συγκεκριμένη έκδοση ανατυπώθηκε.
Όσο ζούσε, η Αμαλία δεν έμαθε ποτέ ότι, εκτός από το 1861, και εκείνη τη χρονιά κάποιοι είχαν προσπαθήσει -με αρσενικό- να την δολοφονήσουν. Κι αυτό, όπως εικάζει στην εισαγωγή της η Βάνα Μπουσέ, επειδή πίστευαν ότι μόνο ο θάνατος της θα ωθούσε τον Όθωνα να εγκαταλείψει οικειοθελώς την Ελλάδα.
Ηλεκτρολόγος μηχανικός το επάγγελμα, ο Μίχαελ Μπουσέ απασχολήθηκε πολλά χρόνια στην ειδικότητά του. Το ενδιαφέρον του, όμως, για την Επανάσταση του '21 και τον γερμανικό φιλελληνισμό, τον οδήγησε στη μελέτη των πηγών και στην εξοικείωση με τα γερμανικά χειρόγραφα της εποχής, καθιστώντας τον πολύτιμο συνεργάτη στις φιλολογικές εργασίες της Ελληνίδας συντρόφου του. Γιατί, στη Βάνα Μπουσέ χρωστάμε τον σχολιασμό των παραπάνω επιστολών και την εμπεριστατωμένη εισαγωγή που σκιαγραφεί τη ζωή του βασιλικού ζεύγους μέσα στο πλαίσιο της τρικυμιώδους εποχής τους.
Πραγματικό περιβόλι για τους ιστορικούς, καθώς στη μεγαλύτερή τους έκταση περιγράφουν λεπτομερώς πολιτικές, διπλωματικές και οικονομικές κρίσεις –από την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου και τη διαδικασία ψήφισης του Συντάγματος του 1844, ως τον αντίκτυπο που είχαν εδώ οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848– τα γράμματα της Αμαλίας αποτελούν ταυτόχρονα κι ένα γοητευτικό ανάγνωσμα, σφραγισμένο από την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό της: κάτι ανάμεσα σε ημερολόγιο και χρονικό, με διεξοδικές περιγραφές του Παλατιού και του Εθνικού Κήπου όσο διαμορφώνονταν, μ' ενθουσιώδεις εντυπώσεις από τις ομορφιές της ελληνικής φύσης, με διακριτικές αναφορές στον πόθο της ίδιας ν' αποκτήσει παιδί, και με σπαρταριστά σχόλια για τον τόπο, τους ανθρώπους του και τον νεαρό Οθωνα, φυσικά, αυτόν τον άπειρο, αναποφάσιστο και φιλάσθενο Βαυαρό που μόνο ως... κελεπούρι δεν λογαριαζόταν από τους δικούς της:
«Αγαπημένε μου πατέρα, δεν τον εξετίμησες νομίζω αρκετά, κι αυτό είναι αλήθεια ότι με λυπεί, γιατί θα το άξιζε» διαβάζουμε. «Μέχρι τώρα όλος ο κόσμος παραγνωρίζει την αξία του και περισσότερο απ' όλους ο ίδιος ο πατέρας του. Είναι πραγματικά τελείως διαφορετικός απ' ό,τι νομίζεις. Μόνο να του δίνει ο Θεός συνεργάτες στους οποίους να έχει εμπιστοσύνη (...) Πολλές κυβερνήσεις και διοικήσεις διαλύθηκαν. Ο στρατός ελαττώνεται, πολλοί αξιωματικοί τίθενται σε διαθεσιμότητα. Λυπάμαι πάρα πολύ όταν βλέπω ότι ο καημένος ο άνδρας μου είναι αναγκασμένος να δουλεύει τόσο πολύ, και μάλιστα να ασχολείται με τόσο δυσάρεστα πράγματα. Οι κύριοι που προηγήθηκαν, οι οποίοι έπρεπε να είχαν εργαστεί για να τακτοποιήσουν τα οικονομικά τον καιρό που δε συμμετείχε στη διοίκηση, πέταγαν τα λεφτά από το παράθυρο...»
Τα πρώτα χρόνια, η Αμαλία δεν αναμείχθηκε στην πολιτική. Κρατούσε αποστάσεις από τα κόμματα –το αγγλικό, το γαλλικό, το ρωσικό– και προσπαθούσε να μάθει όσο πιο γρήγορα τα ελληνικά για να προσαρμοστεί στο καινούριο της περιβάλλον. Οι αυλικοί την εκνεύριζαν: «Αυτό που συμβαίνει εδώ είναι απίστευτο. Κάθε δεύτερη κουβέντα αυτών των κυρίων είναι "στη Βαυαρία αυτό γίνεται έτσι κι έτσι". Αλλά δεν γνωρίζουν τίποτε, και ασφαλώς ούτε στη Βαυαρία είχαν κάποια σημαντική θέση, γιατί ήταν ανθυπολοχαγοί και λοχαγοί όταν ήρθαν. Αυτό, όμως, εδώ το ξεχνούν τελείως και αναμειγνύονται σε όλα, πιστεύοντας πως θα μπορούσαν να είναι ακόμη και υπουργοί. Πραγματικά δεν υπερβάλλω, το θέαμα είναι γελοίο...».
Βασίλισσα χωρίς παλάτι ακόμη, νοικάρισσα σ' ένα μέγαρο της σημερινής πλατείας Κλαυθμώνος που στα μάτια της φάνταζε υποδεέστερο κι από εκείνα που είχαν στην πατρίδα της οι αστοί, αποζημιωνόταν από τις φεγγαρόλουστες αθηναϊκές νύχτες («όταν είναι πανσέληνος, βλέπεις άνετα να διαβάσεις») κι από τις ταξιδιωτικές εξορμήσεις («είδα πανέμορφες ενδυμασίες και τις ωραιότερες γυναίκες που μπορεί να φανταστεί κανείς» γράφει από τη Μονεμβασιά), εντυπωσιασμένη από την «απερίγραπτη φιλομάθεια» και την «καλοσύνη του λαού», μακριά από τους «φωνακλάδες» της πρωτεύουσας.
Ωστόσο, σε γράμμα της από την Υπάτη, τον Μάιο του 1839, υπάρχει η εξής υποσημείωση: «Έχουμε εδώ μια φρικτή σπιτονοικοκυρά. Μου διηγήθηκε –και ήταν παρόντες όλοι οι κύριοι– ότι η νύφη της απέκτησε στο δωμάτιο όπου κοιμόμουν παιδί, το σπίτι της είναι τυχερό και είθε να μου συμβεί και εμένα το ίδιο κ.λπ., κ.λπ. Δεν είναι να τρελαίνεσαι;»
Τα παλικάρια του Αγώνα η Αμαλία τα εμπιστευόταν πιο πολύ από τους «μισοσπουδασμένους φραγκοφορεμένους, που και το λίγο που έχουν μάθει δεν το έχουν αφομοιώσει... Οι φραγκοντυμένοι, αυτοί είναι ο καρκίνος μας, ιδίως αυτοί που σπούδασαν τη δεκαετία του '30 στη Γαλλία και τη Γερμανία, αυτοί είναι οι καβγατζήδες που γράφουν στις εφημερίδες, αυτοί είναι που ξεσηκώνουν τον στρατό».
Ενώ την επόμενη χρονιά, με αφορμή το γάμο του γιου του γέροντα Κολοκοτρώνη με την εγγονή του γέροντα πρίγκιπα Καρατζά –έναν γάμο στον οποίο ενώνονταν δυο αντίθετες παρατάξεις, των «αυτόχθονων» και των Φαναριωτών– σχολιάζει: «Συνήθως στους χορούς του παλατιού, και σε κάθε άλλη περίπτωση, πιάνουν οι γυναίκες των Φαναριωτών μια γωνιά και οι Ελληνίδες "του κορμού" την άλλη. Οι Φαναριώτες που είναι πιο μορφωμένοι, αλλά όχι πάντα πιο ηθικοί, φέρονται στους Έλληνες που φορούν εθνική ενδυμασία ή δεν είναι τόσο καλά ντυμένοι και που δεν ξέρουν να μιλούν παρά για τα παιδιά τους και τον καιρό, με μεγάλη υπεροψία»...
«Πότε θα έρθει ο καιρός που θα είμαστε ανεξάρτητοι;» αναρωτιέται το 1843, όταν η καταχρεωμένη Ελλάδα, όσο και αν σφίγγει το λουρί, αδυνατεί να ξεπληρώσει τις Μεγάλες Δυνάμεις. «Το να είναι κανείς βασιλιάς σε μια χώρα υπό ξένη κατοχή, και ντροπή είναι και σε υποβιβάζει... Χιλιάδες πράγματα είναι στα χαρτιά, γιατί ήταν ανεφάρμοστα. Γι' αυτό και είναι διπλά θλιβερές αυτές οι υπερβολικές οικονομίες, με τις οποίες η κρατική μηχανή θα δουλεύει ακόμη λιγότερο, και ό,τι είχε αρχίσει επιτέλους να προχωρεί, θα σταματήσει...».
Από τα συγκλονιστικά γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου και μετά, που την ανέδειξαν σε αστάθμητο παράγοντα των εξελίξεων («έχω την εντύπωση πως είμαι η φρουρός του θρόνου»), η συμμετοχή της Αμαλίας στα πολιτικά θα είναι αδιάλειπτη.
«Κάποτε ο Όθων πρέπει ν' αρχίσει να τιμωρεί... Δεν έχει ιδέα πόσο αφάνταστα ισχυρός έχει ξαναγίνει. Αυτό το κήρυγμα του κάνω κάθε μέρα». Οι στρατιές των «ημιμαθών νέων, δημοσίων υπαλλήλων» που «αρμέγουν την καημένη αγελάδα, το κράτος», την απελπίζουν. Ενώ κι ο Κωλέττης, ο πρώτος Έλληνας συνταγματικός πρωθυπουργός, αρχικά, δεν την εντυπωσιάζει: «Διατυπώνει τις κολακείες του χωρίς το κρύο, ήσυχο πρόσωπό του να αλλάζει έκφραση» γράφει. «Μετράει και υπολογίζει τα πάντα και δεν έχει αυτό που μου αρέσει σε κάθε Έλληνα, όποιος κι αν είναι: ένα είδος ζωντάνιας, μια λάμψη στο βλέμμα».
Στη συνέχεια όμως, αυτή που θεωρούσε «εξάμβλωμα» και μισούσε τον πολιτισμό «που εισάγεται όπως το φυτό του θερμοκηπίου», θα εκτιμήσει την «ελληνική κατεύθυνση» της πολιτικής του. Κι όταν εκείνος διαλέγει τον «πολύ κουτό» Κανάρη για υπουργό των Ναυτικών, θα βρει δικαιολογίες για την επιλογή του.
«Λένε συχνά "μα τι ανθρώπους έβαλε ο Κωλέττης στη Βουλή, αν είχε βάλει άλλους τα πράγματα θα προχωρούσαν καλύτερα"» ενημερώνει τον πατέρα της στις 14/2/1845: «Αυτό ακριβώς είναι το δυστύχημα, στη Βουλή δεν είναι καλοί, αλλά αν βρίσκονταν έξω από τη Βουλή τότε θα γινόταν το μεγάλο κακό (...) Τώρα θέλει και ο πραγματικά γηγενής, με τις αντιλήψεις και τα έθιμά του, να λάβει και αυτός μέρος στις αποφάσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό που εμείς λέμε πολιτισμό το εισήγαγαν μπολιάζοντας τα πάντα πάρα πολύ γρήγορα και ότι έφερε και μεγάλη διαφθορά (...) Συγχρόνως οι άνθρωποι δεν ξεχνούν το προσωπικό τους συμφέρον και το αποτέλεσμα είναι ότι μέσα στη Βουλή βρίσκονται άνθρωποι μόνο από τις επαρχίες, που δεν έχουν σπουδάσει, που χρησιμοποιούν αυτήν την ευκαιρία για να προωθήσουν τα προσωπικά και τα τοπικά τους συμφέροντα και οι οποίοι ταλαιπωρούν φοβερά τους δυστυχισμένους τους υπουργούς (...). Υπομονή και σταθερή στάση είναι οι κύριες αρετές που πρέπει να αναπτύξει κανείς εδώ».
Οι έρευνες, πάντως, που ανέλαβε να κάνει με μεγάλη μυστικότητα ο Κωλέττης το 1846, απολύοντας και τον υπεύθυνο του Παλατιού για τα κρασιά, δεν υπέπεσαν στην αντίληψή της. Όσο ζούσε, η Αμαλία δεν έμαθε ποτέ ότι, εκτός από το 1861, και εκείνη τη χρονιά κάποιοι είχαν προσπαθήσει –με αρσενικό– να την δολοφονήσουν. Κι αυτό, όπως εικάζει στην εισαγωγή της η Βάνα Μπουσέ, επειδή πίστευαν ότι μόνο ο θάνατος της θα ωθούσε τον Όθωνα να εγκαταλείψει οικειοθελώς την Ελλάδα.
σχόλια