Λίγα βιογραφικά στην αρχή, έτσι σαν εισαγωγή.
Ο Ζαν Ζενέ γεννιέται στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου 1910, με τους φυσικούς γονείς του να μην τους γνωρίζει ποτέ. Μεγαλώνει στην Πρόνοια, και με θετούς γονείς από τα οκτώ του, βιώνει, από την παιδική του κιόλας ηλικία, την περιθωριοποίηση.
Κατηγορείται για μικροκλοπές, μικρός ακόμη, και οδηγείται στο αναμορφωτήριο στα δεκαπέντε του, εκεί όπου μέχρι τα δεκαοχτώ του θα γνωρίσει τις πιο σκληρές όψεις της έγκλειστης ζωής, και μαζί τον αντρικό έρωτα.
Πηγαίνει εθελοντής στη Λεγεώνα των Ξένων, φθάνει μέχρι τη Συρία, λιποτακτεί και περιπλανιέται ανά την Ευρώπη (Μασσαλία, Βρέστη, Αμβέρσα, Βαρκελώνη κ.λπ.), και τη βόρεια Αφρική (Ταγγέρη), προτιμώντας να ζει σε πόλεις-λιμάνια κυρίως, συνεχίζοντας να μπαινοβγαίνει στις φυλακές και αρχίζοντας επίσημα τη διαδρομή του στα γραφή (1942), ολοκληρώνοντας σχεδόν ταυτόχρονα ποιήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα.
Στη φυλακή ων, το 1943 προς '44, ο Ζαν Ζενέ ξεκινά να γράφει το θεατρικό του Υψηλή Εποπτεία (Haute Surveillance), που, αναμενόμενο ήταν, αφορούσε σε μια ιστορία τής έγκλειστης ζωής.
«Προκαλούμε τον οίκτο, καλλιεργώντας τις πιο απωθητικές πληγές. Έχουμε γίνει μια μομφή στην ευτυχία σας» — [Ζαν Ζενέ, 1967]
Το έργο εκδίδεται το 1949, το 1965 γίνεται ταινία, ως Deathwash από τον Vic Morrow (τον λοχία Σόντερς του σίριαλ Μάχη, για τους παλιότερους), με πρωταγωνιστές τους Michael Forest, Leonard Nimoy και Paul Mazursky στους ρόλους των τριών φυλακισμένων, ενώ λίγο πριν το θάνατό του (που συνέβη τον Απρίλιο του 1986) ο Ζενέ θα ξαναδουλέψει το αρχικό κείμενο και θα το αλλάξει. Τι συμβαίνει στην Υψηλή Εποπτεία;
Τρεις κρατούμενοι βρίσκονται στο ίδιο κελί. Ο Πρασινομάτης (Yeux-Verts), ο Λεφράν (Lefranc) και ο Μορίς (Maurice). Ο πρώτος έχει σκοτώσει μια γυναίκα και πρόκειται να απαγχονιστεί, ενώ οι άλλοι δύο βρίσκονται στη φυλακή όχι για μεγάλα παραπτώματα. Ο Μορίς έλκεται πολύ και φανερά από τον Πρασινομάτη, αλλά το ίδιο συμβαίνει, στα κρυφά, και με τον Λεφράν – ο οποίος Λεφράν μισεί τον Μορίς, προσποιούμενος πως μισεί τον Πρασινομάτη και θαυμάζοντας τάχα έναν άλλον βαρυποινίτη, τον Χιονόμπαλα (Boule-de-Neige). Αυτός ο τελευταίος στο έργο υπάρχει μόνον ως όνομα και όχι ως φυσική παρουσία. Βασικά εκείνο που συμβαίνει είναι οι «κατώτεροι» κρατούμενοι να επιλέγουν «ανώτερους», δηλαδή βαρυποινίτες, προκειμένου να έχουν την εύνοιά τους, μα και μια υπαρξιακή συνταύτιση, στον μικρόκοσμο της φυλακής. Αυτός ο ανταγωνισμός, ανάμεσα στους Λεφράν και Μορίς, θα τους οδηγήσει σε μια σύγκρουση χωρίς όρια.
Στη θεατρική περίοδο 1958-1959 η Υψηλή Εποπτεία του Ζαν Ζενέ ανεβαίνει σε ελληνική σκηνή από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, ενσωματωμένη στη σειρά των παραστάσεων Νέα Πρόσωπα. Πολύ νωρίς (σχετικά) ένα τολμηρό έργο του Ζαν Ζενέ προτείνεται στο ελληνικό κοινό. Τα Νέα Πρόσωπα ήταν τρεις Έλληνες συγγραφείς (Νάνος Βαλαωρίτης, Νίκος Πολίτης, Δημήτρης Κεχαΐδης) κι ένας Γάλλος, ο Ζαν Ζενέ. Η σκηνοθεσία ήταν του Καρόλου Κουν φυσικά, με τον σκηνικό διάκοσμο να αναλαμβάνει ο Γιάννης Μόραλης.
Την μετάφραση στην Υψηλή Εποπτεία είχε κάνει ο Νίκος Γκάτσος (θεωρείται χαμένη), ενώ τους τρεις βασικούς ρόλους ερμήνευαν οι Γιώργος Λαζάνης (Πρασινομάτης), Κώστας Μπάκας (Λεφράν) και Μίμης Κουγιουμτζής (Μορίς). Υπήρχε κι ένας τέταρτος ρόλος, εκείνος του δεσμοφύλακα, τον οποίον υποδυόταν ο Θόδωρος Κατσαδράμης.
Στο έργο ακουγόταν και μουσική από τον Μάνο Χατζιδάκι – πιθανώς σόλο κιθάρα από τον Γεράσιμο Μηλιαρέση, η οποία είναι άγνωστο αν υπάρχει (σαν παρτιτούρα).
Η Υψηλή Εποπτεία δεν είναι από τα έργα του Ζαν Ζενέ, που ανεβαίνουν τακτικά – ίσως γιατί και ο ίδιος ο Ζενέ δεν είχε εκφραστεί με τα καλύτερα λόγια γι' αυτό.
Όπως μαθαίνουμε από ένα παλιό τεύχους του περιοδικού Διαβάζω (#66, 6 Απριλίου 1983) και με βάση τα δικά του λόγια:
«Θα ευχόμουν να περιληφθεί αυτό το έργο στο τέλος του δ τόμου των Απάντων μου, σαν μια σημείωση ή σαν ένα πρόχειρο. Και μια που άρχισα να εκφράζω ευχές, θα ήθελα επίσης να μην παιχτεί ποτέ αυτό το έργο. Μου είναι δύσκολο να θυμηθώ πότε και σε ποιες συνθήκες το έγραψα. Μάλλον από ανία και απερισκεψία. Αυτό είναι: μου ξέφυγε».
Πάντως η Υψηλή Εποπτεία ανέβηκε τουλάχιστον μία ακόμη φορά στην Ελλάδα, το 1995-96, από την Πειραματική Σκηνή του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Ιωαννίνων σε σκηνοθεσία-μετάφραση Δημήτρη Πετρόπουλου.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ όπου ένα θεατρικό έργο τού Ζαν Ζενέ, λέμε για Το Μπαλκόνι (Le Balcon), ανεβαίνει σε ελληνική σκηνή ήταν το φθινόπωρο του 1962 στο Θέατρο Έλσας Βεργή, σε μετάφραση-σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη.
«Σε έναν οίκο ανοχής, πελάτες ντυμένοι σαν Επίσκοπος, Στρατηγός και Δικαστής, παίζουν ερωτικά παιχνίδια με νέες γυναίκες, προσομοιώνοντας ρόλους εξουσίας. Παράλληλα, και ενώ στην πόλη ξεκινά εξέγερση, περιμένουν με αγωνία την άφιξη του αρχηγού της Αστυνομίας. Ο Ζενέ με το έργο αυτό προσπαθεί να ερμηνεύσει το επαναστατικό φαινόμενο, εστιάζοντας στην αστική τάξη, εναντίον της οποίας στρέφεται η επανάσταση».
[Από την παρουσία του βιβλίου με την μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, στις εκδόσεις Ύψιλον]
Στο πρόγραμμα της πρώτης ελληνικής παράστασης του Μπαλκονιούυπάρχει απόσπασμα κειμένου του Ζαν Ζενέ, που λειτουργεί κάπως σαν προειδοποίηση για τους θεατές του έργου του, το οποίο μεταφέρουμε κι εδώ:
«Κανένα πρόβλημα, όταν μια φορά τεθεί, δεν επιτρέπεται να λύνεται μέσα στο χώρο τού φανταστικού, κυρίως γιατί η δραματική αυτή λύση υπηρετεί μια κοινωνική κατάσταση. Αντιθέτως: Ας εκραγεί το κακό επί σκηνής. Ας μας γυμνώσει. Ας μας αφήσει μετέωρους και χωρίς άλλο καταφύγιο από την συνείδησή μας. Ο καλλιτέχνης –και ο ποιητής– δεν έχουν σαν αποστολή την πρακτική λύση των προβλημάτων του κακού. Ας δεχτούν να είναι καταραμένοι. Το πολύ-πολύ να χάσουν την ψυχή τους, αν έχουν ψυχή. Δεν έχει και μεγάλη σημασία. Αλλά το έργο τους θα παραμείνει μια συνεχής έκρηξη, μια Πράξη απέναντι στην οποία το κοινό θα αντιδράσει όπως θέλει, όπως μπορεί.
Αν το "καλό" επιτρέπεται να παρουσιάζεται μέσα στο έργο τέχνης, ας φανερωθεί μόνο στη σαγήνη του τραγουδιού. Η ίδια η ρωμαλεότητα του τραγουδιού θα μεγαλύνει το κακό, που το έργο εκθέτει. Αλλά μήπως γίνομαι ακατανόητος; Ίσως».
Στο θεατρικό πρόγραμμα η πρωταγωνίστρια Έλσα Βεργή αναφέρεται όχι μόνο στο Μπαλκόνι, που «θα δημιουργήσει, ίσως, αντιδράσεις και θα ξαφνιάσει με το ύφος και την πρωτοτυπία του» (αναφερόμαστε πάντα στο 1962), μα ακόμη στην σκηνοθετική παρουσία του Μίνου Βολανάκη (ήταν από τα πρώτα έργα που σκηνοθετούσε στην Ελλάδα, μετά από την περιπλάνησή του στην Αγγλία και τις ΗΠΑ), όπως και στα σκηνικά-κοστούμια του Γιάννη Γαΐτη (που επίσης είχε εργαστεί στο εξωτερικό).
Στο έργο που απαρτιζόταν από τρεις πράξεις και από εννέα διαφορετικές εικόνες πρωταγωνιστούσαν στους διαφόρους ρόλους οι Κίττυ Αρσένη, Έλσα Βεργή, Μαρία Μαρτίκα, Χρήστος Ζορμπάς, Κατερίνα Χέλμη, Ξένια Καλογεροπούλου, Χρήστος Δαχτυλίδης, Νίκος Βασταρδής, Ορφέας Ζάχος, Λιάκος Χριστογιαννόπουλος και αρκετοί ακόμη.
Το Μπαλκόνι ανέβηκε πολλές φορές στην Ελλάδα, από διαφόρους θιάσους έκτοτε. Για παράδειγμα, ανέβηκε, από το Προσκήνιο του Αλέξη Σολομού, την περίοδο 1979-80, σε σκηνοθεσία-μετάφραση τού ιδίου, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ), το 1984-85, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά και μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη, ενώ τα πιο πρόσφατα χρόνια παίχθηκε από το Εργαστήρι Καλλιτεχνικής Δημιουργίας Νοσταλγία σε σκηνοθεσία Γιώργου Σίμωνα, από την θεατρική ομάδα Μωβ Αμόκ σε σκηνοθεσία Κωστή Καπελλίδη-Διονυσίας Μιχαλοπούλου κ.ά.
Τέλος, από πλευράς εκδόσεων, Το Μπαλκόνι τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1986, από τις εκδόσεις Κρύσταλλο, στη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη (αργότερα και από τις εκδόσεις Ύψιλον), ενώ σήμερα αυτή που διατίθεται είναι η έκδοση του Μπιλιέτου σε μετάφραση Γιάννη Θηβαίου.
Ένα άγνωστο κεφάλαιο στην ζωή του Ζαν Ζενέ, που αφορά τις ανά τον κόσμο περιπλανήσεις του, είναι ο ερχομός και η διαμονή του στην Ελλάδα.
Για πρώτη φορά φαίνεται πως επιχειρεί να έλθει στη χώρα, νεαρός και άσημος ακόμη, προς τα τέλη της δεκαετίας του '20. Κυνηγημένος από παντού, επιδιώκει να περάσει από τους Άγιους Σαράντα (Αλβανία) στην απέναντι Κέρκυρα, αλλά οι ελληνικές αρχές του αρνούνται την είσοδο.
Υπάρχουν πληροφορίες πως έζησε ανά διαστήματα στην Ελλάδα, κυρίως στην δεκαετία του '50 έως και τις αρχές του '60. Ο Φρέντυ Γερμανός είχε γράψει στην εφημερίδα Ελευθερία, στο φύλλο της 9ης Αυγούστου 1960, πως εκείνη την εποχή ο Ζαν Ζενέ βρισκόταν στην Ελλάδα, ενώ φαίνεται πως τον είχε γνωρίσει, ανάμεσα σε άλλους, και ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Κώστας Ασημακόπουλος (1936-2020).
Στο βιβλίο τού Gene A. Plunka The Rites of Passage of Jean Genet / The Art and the Aesthetics [Associated University Presses, 1992] υπάρχει δε η εξής αναφορά:
«Κατά τη δεκαετία του '50, ο Ζαν Ζενέ ταξίδεψε αρκετά στην Κωνσταντινούπολη, την Ολλανδία (για να δει τους πίνακες του Ρέμπραντ), την Δανία, την Ιταλία, την Άπω Ανατολή και εκτενώς στην Ελλάδα, εκεί όπου αναζήτησε θεραπεία για τους ρευματισμούς του, ελπίζοντας να βρει εκπαιδευτές ακροβατών για τον Αμπντάλα (τον μουσουλμάνο εραστή του) το 1958, διαβάζοντας κλασική λογοτεχνία και δουλεύοντας τα θεατρικά του».
ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ τού Ζαν Ζενέ που θα μας απασχολήσει είναι το περίφημο Οι Δούλες (Les Bonnes).
Οι Δούλες ανεβαίνουν για πρώτη φορά στο Παρίσι, το 1947, θα παιχθούν πολλές φορές σε Γαλλία, Αγγλία, ΗΠΑ κ.ά., ανάμεσά τους και η παράσταση σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη στο Oxford Playhouse της Οξφόρδης (Αγγλία) το 1963, για να ανεβούν στην Ελλάδα, για πρώτη φορά, επί δικτατορίας, στις 23 Φεβρουαρίου 1968 από το Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν σε σκηνοθεσία Δημήτρη Χατζημάρκου, σκηνικά-κοστούμια Γιάννη Καρύδη και μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη. Πρωταγωνίστριες οι Εκάλη Σώκου, Ρένη Πιττακή και Μαρίνα Γεωργίου.
Η βασική ιδέα του θεατρικού στηριζόταν σ' ένα πασίγνωστο, πραγματικό περιστατικό, με το οποίο έχει ασχοληθεί επανειλημμένως ο κινηματογράφος (να θυμηθούμε μόνον την ταινία Les Abysses του Νίκου Παπατάκη, φίλου και συνεργάτη του Ζενέ), η λογοτεχνία, η μουσική κ.λπ.
Το 1933 στο Λε Μαν της Γαλλίας οι αδελφές Christine και Léa Papin, που εργάζονταν ως υπηρέτριες, σ' ένα αστικό σπίτι, δολοφονούν με άγριο και αποκρουστικό τρόπο την κυρία τους, μαζί με την κόρη της. Ο Ζενέ εμπνέεται από την αληθινή ιστορία, για να δημιουργήσει ένα δικό του τελετουργικό σκηνικό, εκεί όπου οι δύο αδελφές, η Σολάνζ (Solange) και η Κλερ (Claire), μαζί με την Κυρία τους (Madame), αναδεικνύονται σε ταξικά σύμβολα, σ' ένα ανελέητο παιχνίδι εξουσίας, ανομολόγητων παθών, αναζήτησης του έρωτα, ψευδαισθήσεων, φόβου και σχεδιασμένων εγκλημάτων (που τελούνται ή μένουν στα χαρτιά).
Όπως είχε γράψει και ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, που είχε συμβάλλει τα μάλα στην «αγιοποίηση» του Ζενέ (μέσω της κλασικής πλέον, όσο και εκπληκτικής βιογραφίας του «Άγιος Ζενέ / Κωμωδός και Μάρτυρας», που είναι τυπωμένη και στην γλώσσα μας από τον Εξάντα):
«Δύο δούλες αγαπούν και μισούν συγχρόνως την κυρά τους και γι' αυτό καταγγέλλουν τον εραστή της με ανώνυμα γράμματα. Μαθαίνοντας πως πρόκειται να τον αφήσουν ελεύθερο ελλείψει αποδείξεων και πως η προδοσία τους θα αποκαλυφτεί, επιχειρούν για μια φορά ακόμη να δολοφονήσουν την Κυρία, αλλά αποτυγχάνουν και θέλουν να αλληλοσκοτωθούν. Τελικά, η μία βρίσκει τον θάνατο και η άλλη, μόνη μεθυσμένη από δόξα, προσπαθεί με την μεγαλοπρέπεια των τρόπων και των λόγων της να γίνει αντάξια της τύχης που την περιμένει».
Μάλιστα ο Σάρτρ, σ' ένα κείμενό του που είχε αναδημοσιευθεί και στο περιοδικό Θέατρο #5 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1962), γράφει και άλλα πολλά, και βεβαίως πολύ ενδιαφέροντα, που σχετίζονται με τις Δούλες και με το παλαιότερο θεατρικό του Ζενέ, την Υψηλή Εποπτεία, δίνοντας εμμέσως και μιαν απάντηση στο γιατί, και κατά μίαν έννοια, ο Ζενέ είχε αποκηρύξει εκείνο το πρώτο θεατρικό του (ίσως γιατί αποκάλυπτε πτυχές από τις Δούλες, που ήταν με άλλο τρόπο διαρθρωμένες). Διαβάζουμε:
«Τα ποιητικά θέματα του Ζενέ είναι βαθιά παιδεραστικά, το ξέρουμε. Ξέρουμε πως ούτε οι γυναίκες, ούτε η ψυχολογία των γυναικών τον ενδιαφέρουν. Κι αν αποφάσισε να μας δείξει δούλες, μια κυρία, μίση γυναικεία, αυτό σημαίνει πως οι ανάγκες μιας δημόσιας παράστασης τον υποχρέωσαν να μεταμφιέσει τη σκέψη του. Απόδειξη πως στο έργο του Υψηλή Εποπτεία, όπου τα πρόσωπά του είναι άντρες, παρουσιάζει ακριβέστατα το θέμα από τις Δούλες. Η ίδια ιεραρχία. Το άρρεν απόν. Στην μία περίπτωση ο Κύριος, στην άλλη ο Χιονόμπαλας. Η ενδιάμεση θεότητα η Κυρία ή ο Πρασινομάτης. Και ακόμη οι δύο έφηβοι, που ονειρεύονται το φόνο, που δεν καταφέρνουν να τον διαπράξουν, που αγαπιούνται και αλληλομισιούνται, και που ο καθένας είναι η αποφορά του άλλου – η Σολάνζ και η Κλερ, ο Μορίς και ο Λεφράν.
Στη μια από τις περιπτώσεις το έργο τελειώνει με μια αυτοκτονία, που θεωρείται από τους αστυνομικούς φόνος, ενώ στην άλλη με έναν ψευτοφόνο – δηλαδή με μια πραγματική δολοφονία, που όμως ηχεί ψεύτικα. Ψευτοδολοφόνος ο Λεφράν, όμως είναι ο αληθινός προδότης. Ο Μορίς, αντίθετα, πολύ νέος για να σκοτώσει, είναι από την ράτσα των φονιάδων. Έτσι σχηματίζουν ξανά το "αιώνιο ζευγάρι του Εγκληματία και της Αγίας". Αυτό ακριβώς το αιώνιο ζευγάρι θέλουν να σχηματίσουν η Σολάνζ και η Κλερ. Και το διφορούμενο αίσθημα που νοιώθουν για την Κυρία είναι διακριτικά ομοφυλόφιλο, όπως το αίσθημα που νοιώθουν ο Λεφράν κι ο Μορίς για τον Πρασινομάτη.
Κατά τα άλλα το μίσος της δούλας για την Κυρία το ένιωσε και ο ίδιος ο Ζενέ. Μας αναφέρει στην "Παναγία των Λουλουδιών" πως ήταν κάποτε υπηρέτης και για μια άλλη υπηρέτρια, την τυραννισμένη γυναικούλα τού "Γραφείου Κηδειών", μας λέει επί λέξει πως έκρυβε κάτω από τα φουστάνια της "τον πιο διαβολεμένο αλήτη".
Οι νεαροί ηθοποιοί στις Δούλες είναι αγόρια που κάνουν τις γυναίκες, όμως οι γυναίκες αυτές με τη σειρά τους, κρυφά, είναι αγόρια. Έτσι, αυτά τα φανταστικά αγόρια, που προβάλλουν πίσω από την γυναικεία όψη της Σολάνζ και της Κλερ, δεν ταυτίζονται με τους πραγματικούς εφήβους που ενσαρκώνουν τα πρόσωπα του έργου. Είναι κι αυτά όνειρα, αφού θα ονομάζονται στο άλλο έργο Μορίς και Λεφράν».
Ίσως, εξαιτίας των συγκεκριμένων παρατηρήσεων τού Σαρτρ, κάποιες φορές οι Δούλες να παρουσιάζονται και με άντρες ηθοποιούς (έχει συμβεί και στην Ελλάδα), καθώς στη βάση του το έργο είναι ένα παιχνίδι ταυτοτήτων, οι οποίες αμφισβητούνται και ακυρώνονται συνεχώς, εισβάλλοντας η μία στην άλλη.
Οι Δούλες ανέβηκαν πολλές φορές στην Ελλάδα. Πέρα από την πρώτη εκείνη παράσταση του 1968 στο Θέατρο Τέχνης, έχουμε την ίδια χρονιά, λίγο αργότερα, την παράσταση του θιάσου Θέατρο των Τεσσάρων, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Θωμαδάκη, το 1978-79 έχουμε την παράσταση του ΚΘΒΕ (Νέα Σκηνή) σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Μιχάλη Χριστοδουλίδη, το 1991-92 είναι η παράσταση της Νέας Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη και μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη, με πρωταγωνίστριες τις Αντιγόνη Βαλάκου, Βέρα Ζαβιτσιάνου και Κατερίνα Χέλμη, το 2005-06 ανεβαίνει η παράσταση της Εταιρείας Θεάτρου Πράξη, στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή και μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη, με πρωταγωνίστριες τις Μπέττυ Αρβανίτη, Ρένη Πιττακή και Μάγια Λυμπεροπούλου / Αννέζα Παπαδοπούλου (μια παράσταση που έγραψε ιστορία), ενώ πιο πρόσφατα (2015) είχαμε την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Bruce Myers, μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Coti K, με πρωταγωνίστριες τις Μαρία Κίτσου, Ραφίκα Σαουίς και Λένα Παπαληγούρα.
Από πλευράς εκδόσεων Οι Δούλες, με υπότιτλο Πώς Παίζονται οι Δούλες, τυπώνονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1973, από τις εκδόσεις Πολιτεία, σε μετάφραση Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου, το 1986 ξανακυκλοφορεί το βιβλίο από τις εκδόσεις Κρύσταλλο, το 1994 τυπώνεται η μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη από τις εκδόσεις Ύψιλον, ενώ το 2005 κυκλοφορεί από την Νεφέλη η μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη.
Κλείνουμε με μια ελληνική βιβλιογραφία του Ζαν Ζενέ (με αναφορά στις πρώτες εκδόσεις).
1. Οι Νέγροι [Δωδώνη, 1970]
2. Οι Δούλες / Πώς παίζονται οι Δούλες [Πολιτεία, 1973]
3. Το Ημερολόγιο ενός Κλέφτη [Εξάντας, 1975]
4. Η Παναγία των Λουλουδιών [Εξάντας, 1976]
5. Ο Καβγατζής της Βρέστης [Εξάντας, 1982]
6. Το Θαύμα του Ρόδου [Άκμων, 1982]
7. Επιτάφιες Σπονδές [Εξάντας, 1985]
8. Ο Σκοινοβάτης [Καστανιώτης, 1986]
9. Το Μπαλκόνι [Κρύσταλλο, 1986]
10. Αιχμάλωτος του Έρωτα [Εξάντας, 1988]
11. Αποσπάσματα... [Ύψιλον, 1989]
12. Το Εργαστήρι του Αλμπέρτο Τζακομέττι [Ύψιλον, 1989]
13. Οι Ανομολόγητες Αλήθειες [Καστανιώτης, 2008]
14. Τέσσερις Ώρες στη Σατίλα [Ύψιλον, 2013]
15. Το Παιδί Εγκληματίας [Άγρα, 2015]
16. Ό,τι Απέμεινε Από Έναν Ρέμπραντ Που Σχίστηκε Σε Μικρά Πολύ Κανονικά Τετραγωνάκια και Πετάχτηκε στο Αποχωρητήριο / Η παράξενη λέξη [Άγρα, 2015]
17. Ο Σκοινοβάτης / Ο Θανατοποινίτης [Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2016]