«ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ, ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ της επιτυχίας και της εσωτερικής γαλήνης, και για το Καθεστώς και για το άτομο, είναι η απλούστευση. Όσο λιγότερο λειτουργεί η σκέψη σας, τόσο και πιο πολύ είσαστε ευτυχείς και αποδοτικοί για το Καθεστώς. Ο υπ' αριθμόν 1 κίνδυνος είναι το να σκέφτεστε. Όχι πολλές διακρίσεις, όχι διάλογο με τον εαυτό σας. Η μία και μόνη διάκριση, επαναλαμβάνω και υπογραμμίζω, που επιτρέπεται είναι η εξής: με το Καθεστώς – όχι με το Καθεστώς».
Οι παραπάνω φράσεις, βαλμένες στο στόμα ανακριτή Ειδικής Υπηρεσίας και με αποδέκτη έναν υφιστάμενό του πράκτορα, θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί και σήμερα. Στην πραγματικότητα όμως γράφτηκαν πριν από μισό και βάλε αιώνα, από έναν δημόσιο υπάλληλο που είχε βιώσει τη μεταξική δικτατορία και τη γερμανική κατοχή, κάποιον που σύντομα θα παραιτούνταν από το υπουργείο Εργασίας για ν' αφοσιωθεί στη λογοτεχνία και του οποίου το όνομα θα γινόταν γνωστό παντού.
Είναι φράσεις από το «Λάθος» του Αντώνη Σαμαράκη, ένα από τα σημαντικότερα αλληγορικά μυθιστορήματα που γράφτηκαν για τον ολοκληρωτισμό, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1965 από το «Βιβλιοπωλείο της Εστίας» και το 2013 –με την 67η έκδοσή του!– πέρασε στον κατάλογο του Ψυχογιού.
Χωρίς να κατονομάζεται η χώρα στην οποία εκτυλίσσεται, το «Λάθος» παρακολουθεί την περιπέτεια ενός πολίτη ύποπτου για συνωμοτική δράση, που απειλείται με εξόντωση από το κυβερνητικό «Καθεστώς».
Και ποιος δεν επαίνεσε το «Λάθος» όταν άρχισε να μεταφράζεται στο εξωτερικό. Ο Ζορζ Σιμενόν υποκλίθηκε στη «διαβολεμένη μαεστρία της τεχνικής» του Σαμαράκη και η Αγκάθα Κρίστι τον συνεχάρη για τη δύναμη της φαντασίας του. Ο Άρθουρ Μίλερ ευχήθηκε να διαβάσουν το βιβλίο «όσοι καπηλεύονται τη Δημοκρατία» ενώ ο Γκράχαμ Γκριν αναγνώρισε πως το «Λάθος» αναλύει σε βάθος το παράλογο με ποίηση και με αίσθηση του χιούμορ. Ο Άρθουρ Κέστλερ, επίσης, διέκρινε στα γρανάζια της πλοκής του έναν «καφκικό εφιάλτη» που καταλήγει σ' ένα αριστουργηματικό, λυτρωτικό τέλος, ενώ ο Λουίς Μπουνιουέλ είχε αποφανθεί πως θα 'ταν «ιδεώδες για τον κινηματογράφο», πολύ πριν το σκηνοθετήσει ο Γερμανός Πέτερ Φλάισμαν.
Γυρισμένη το 1975, η ταινία του τελευταίου έφερε τον τίτλο «Ο τρίτος βαθμός», είχε για πρωταγωνιστές τοuς Μισέλ Πικολί και Ούγκο Τονιάτσι και το σενάριο συνυπέγραφαν οι Ζαν-Κλοντ Καριέρ και Μάρτιν Βάλζερ.
Χωρίς να κατονομάζεται η χώρα στην οποία εκτυλίσσεται, το «Λάθος» παρακολουθεί την περιπέτεια ενός πολίτη ύποπτου για συνωμοτική δράση, που απειλείται με εξόντωση από το κυβερνητικό «Καθεστώς». Σύμφωνα με το «Σχέδιο» που τίθεται σε εφαρμογή, ο πολίτης θ' αντιμετωπιστεί με δήθεν φιλική συμπεριφορά, ώστε είτε να ομολογήσει την όποια ενοχή του είτε ν' αποπειραθεί να δραπετεύσει, γεγονός που θα δικαιολογεί την αμείλικτη στάση της εξουσίας.
Ωστόσο, κατά τη μεταφορά του υπόπτου εκεί όπου πρόκειται ν' ανακριθεί και τη στιγμή ακριβώς που ο ίδιος πάει να το σκάσει, συμβαίνει ένα μοιραίο «λάθος»: ο πράκτορας που τον συνοδεύει κι έχει ήδη μοιραστεί μαζί του βόλτες, κουβέντες, απλές καθημερινές στιγμές, συνειδητοποιεί πως δεν έχει τη δύναμη να τον παραδώσει. Αυτός που υποκρινόταν ότι είναι άνθρωπος με καρδιά, αντιλαμβάνεται πως δεν έχει χάσει την ανθρωπιά του.
Όσο καλοκουρδισμένο κι αν ήταν το «Σχέδιο» των αρχών, η ανθρώπινη ψυχή αποδεικνύεται ισχυρότερη.