Δεν είναι σίγουρο αν ο Λι Ντάνιελς είναι σκηνοθέτης, παραγωγός (του Monster’s Ball, από το οποίο ξεκίνησε μετά την πορεία του στη μουσική βιομηχανία), προβοκάτορας, ένας ιμπρεσάριος/ακτιβιστής, όλα τα παραπάνω ή τίποτε ιδιαίτερο, που ωστόσο πάντα ταράζει τα νερά με τις ταινίες του ‒ ούτε ο ίδιος επιθυμεί να ξεμπερδέψει τις ιδιότητες ή να φορέσει ένα μόνο καπέλο, σύμφωνα με τις δηλώσεις του. Πάντως, είναι σίγουρο πως οι ικανότητές του στο κάστινγκ, και κυρίως στο πώς καταφέρνει να πείσει ηθοποιούς να τον εμπιστευτούν στους πιο απίθανους ρόλους, μπαίνουν στη σφαίρα του μύθου όσο περνά ο καιρός και εξακολουθεί να γυρίζει ταινίες.
Πριν καν πιάσει κάμερα στα χέρια του, κυνήγησε την Έλεν Μίρεν στους δρόμους της Νέας Υόρκης και σαν τρελός με dreadlocks, όπως θυμάται η Βρετανή ηθοποιός, της συστήθηκε ενθουσιωδώς, εκλιπαρώντας την να παίξει μια δολοφόνο με αιμομικτικές τάσεις στο Shadowboxer. Εκείνη τον θεώρησε έναν τρελό με θράσος και κοτσίδες, αλλά δέχτηκε να παίξει σε μια ταινία που ο Ντάνιελς γύρισε μεθυσμένος και οι κριτικοί έσφαξαν.
Το Precious απορρίφθηκε από όλα τα στούντιο, αλλά τούμπαρε ένα πλούσιο ζευγάρι από το Ντάλας να του δώσουν 8 εκατομμύρια δολάρια, τη Μονίκ να δέρνει και να καταριέται όπως κανείς άλλος μέχρι τότε και τη Μαράια Κάρεϊ να κάνει μια παρένθεση από τον αιώνιο ρόλο της Μαράια Κάρεϊ, ενσαρκώνοντας μια κοινωνική λειτουργό.
Βελούδινη και επώδυνη, η Μπίλι Χόλιντεϊ που προτείνει είναι το αγνότερο δώρο του Λι Ντάνιελς σε ένα μέσο που χρησιμοποιεί ως αφτιασίδωτο καθρέφτη της μαύρης εμπειρίας.
Στη χειρότερή του ταινία, το Paperboy, μετέτρεψε τον συνήθως αξιαγάπητο Τζον Κιούζακ σε απεχθή τύπο και έβαλε την έξαλλη Νικόλ Κίντμαν να κατουρήσει τον ημιλιπόθυμο Ζακ Έφρον, γιατί, ξαφνικά, τον είχαν τσιμπήσει όλες οι τσούχτρες του ωκεανού.
Στο Butler, το οποίο απαίτησε να αναφέρεται επίσημα ως Lee Daniels’ The Butler, επανέφερε την Όπρα Γουίνφρι από την κινηματογραφική της αυτοεξορία ως Κάρολ Γκέινς, τη σύζυγο του θαλαμηπόλου του Λευκού Οίκου, μια γυναίκα που πίνει, καπνίζει και βρίζει όπως ποτέ στη ζωή της η «Αγία» της αμερικανικής τηλεόρασης δεν φανταζόταν πως θα έκανε.
Και αφού ο Ντάνιελς έλυσε για πάντα το οικονομικό του πρόβλημα με την τεράστια επιτυχία του τηλεοπτικού «Empire», επιστρέφει με το The United States vs Billie Holiday και έπρεπε για πρώτη φορά στην καριέρα του να πειστεί πως μια τραγουδίστρια που δεν έχει ξαναπαίξει στο σινεμά έχει τα φόντα και τα προσόντα να υποδυθεί μια γυναίκα-σύμβολο. Ίσως για πρώτη φορά συναισθάνθηκε την ευθύνη και μετά από μερικές δοκιμαστικές σκηνές, ευτυχώς, εμπιστεύτηκε την Άντρα Ντέι, γιατί είδε μπροστά του τη Μπίλι Χόλιντεϊ.
Τη βλέπουμε κι εμείς, ευάλωτη και θηριώδη. Είναι ανατριχιαστικό, αλλά αληθινό: από τη θαυματουργή μεταμόρφωση της Μαριόν Κοτιγιάρ στο σώμα και το πνεύμα της Εντίθ Πιαφ είχαμε να δούμε τέτοια ταύτιση, ερμηνεία και διεύρυνση στον χαρακτήρα, πέρα από τα ιστορικά γεγονότα, το οπτικοακουστικό υλικό και την ελαττωματική μέθη της μνήμης με τα πραγματικά γεγονότα. Το ότι η υποψήφια για Grammy τραγουδίστρια, που δανείστηκε το επώνυμό της από τη Holiday, γνωστή και ως Lady Day, τραγουδά η ίδια, και μάλιστα καταπληκτικά, είναι ένα bonus που υψώνει ακόμη περισσότερο την παρουσία (διαδρομή, καλύτερα) της σε ένα έργο με απαιτήσεις ψυχικής αυτοθυσίας και τολμηρών υποκριτικών επιλογών.
Η ταινία θα μπορούσε να τιτλοφορείται Strange Fruit, από το τραγούδι που ηχογράφησε η Χόλιντεϊ το 1939 και έκτοτε δεν σταμάτησε να ερμηνεύει στη σκηνή με μια σταθερή τελετουργία: οι άνθρωποι του καμπαρέ (ή του θεάτρου, όταν της είχαν ανακαλέσει την άδεια να τραγουδά σε χώρους όπου σέρβιραν αλκοόλ) παρακαλούσαν το κοινό να κάνει απόλυτη σιωπή, τα φώτα χαμήλωναν, ένας προβολέας φώτιζε μόνο το πρόσωπό της, το έλεγε σαν να διαλογιζόταν και μόλις τελείωνε, είχε αποχωρήσει αθόρυβα από τη σκηνή.
Με στίχους από ποίημα του 1931, η υπέροχη, στοχαστική μπαλάντα αναφερόταν στο λιντσάρισμα μαύρων από λευκούς και της θύμιζε τον άδικο θάνατο του πατέρα της, επειδή το νοσοκομείο άργησε να τον αναλάβει μετά από ασθένειά του, φυσικά λόγω του χρώματος του δέρματός του, και έβγαζε την πολιτική πλευρά μιας ούτως ή άλλως αδέσμευτης φύσης. Με πρόσχημα τον εθισμό της στην ηρωίνη, η Δίωξη Ναρκωτικών έλαβε εντολή να την καταστρέψει αν δεν απέρριπτε κατηγορηματικά το «Strange Fruit» από το ρεπερτόριό της.
Η Χόλιντεϊ δεν καταχωρίστηκε ποτέ ως ακτιβίστρια, αλλά αυτή η «ξαφνική αποφορά της καμένης σάρκας» που διαδέχεται «τη γλυκιά και δροσερή μυρωδιά της μανόλιας» πυροδότησε μια προσωπική αντίσταση που κράτησε όλη τη βασανισμένη ζωή της, τουλάχιστον σύμφωνα με το σενάριο της Σούζαν Λόρι Παρκς. Η βραβευμένη με Πούλιτζερ συγγραφέας υιοθετεί τη θεωρία του Γιχάν Χάρι για τον άνευ όρων πόλεμο της κυβέρνησης εναντίον των ναρκωτικών και την εμμονή των υπαλλήλων του Έντγκαρ Χούβερ με τη Χόλιντεϊ, ως αιχμή του δόρατος και βιτρίνα, λόγω της δημοτικότητας και της παραβατικής συμπεριφοράς της.
Παρά τις μεταπτώσεις της ψυχικής και σωματικής της υγείας και τις στημένες και προβεβλημένες, για λόγους παραδειγματισμού, συλλήψεις της από την αστυνομία στις ΗΠΑ αλλά και στο εξωτερικό, κατά τη διάρκεια των τουρνέ της η Χόλιντεϊ άντεχε και επανέκαμπτε, μέχρι το τέλος. Ακόμη χειρότερα για τους εχθρούς της, άρεσε πολύ και επηρέαζε.
Η οπτική του The United States vs Billie Holiday κινείται γύρω από τη συνεχιζόμενη αντιπαλότητα που υπαγορεύει ο τίτλος, καθώς και από τη μοναδική σχέση που είχε με έναν άνδρα που δεν την αντιμετώπιζε βίαια, όπως οι άλλοι δυνάστες στη ζωή της.
Ο Τζίμι Φλέτσερ (τον υποδύεται με τρυφερότητα ο Τρεβάντε Ρόουντς από το Moοnlight) είναι ο φιλόδοξος μυστικός ομοσπονδιακός που φυτεύει το FBI στον στενό της κύκλο και προδίδει την εμπιστοσύνη και την αδυναμία της προς αυτόν, γιατί η κοσμοθεωρία και η συνείδησή του διαφέρουν εντελώς από την παρορμητική και απροσάρμοστη φύση της. Ο έρωτάς τους λαμβάνεται ως δεδομένος από την Παρκς και τον Ντάνιελς, αν και κανείς από τους δύο δεν τον είχε παραδεχτεί ιστορικά, συνεπώς λειτουργεί περισσότερο για δραματουργικούς λόγους. Το πρόβλημα δεν είναι η αρχειακή ορθότητα ή το κέντρο βάρους μιας βιογραφίας με μετατοπισμένο το προφίλ από το εντελώς προσωπικό στο κοινωνικό, αλλά οι μεταβάσεις από το ένα θέμα στο άλλο.
Ο Ντάνιελς συνθέτει μια «φτιαγμένη» ταινία, σαν να έχει ποτιστεί από τη ζαλάδα του ποτού και την παραίσθηση των ναρκωτικών, ας πούμε υποκειμενικά ιδωμένη από την πρωταγωνίστρια μιας μπερδεμένης ζωής ‒ το ίδιο συμβαίνει στο ηχητικό τοπίο, με ένα ασαφές και συχνά αυθαίρετο τζαζ κλίμα να υποκαθιστά την ενότητα της αφήγησης.
Σίγουρα, είναι πιο ενδιαφέρον εγχείρημα από το ακαδημαϊκό φιλμ του Σίντνεϊ Φιούρι από το 1972, που χάρισε υποψηφιότητα για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλο στην Νταϊάνα Ρος. Παρά τη γενναία ρήξη της με το λαμπερό παρελθόν της, η σούπερ-σταρ με τις Supremes, Ρος, ούτε έμοιαζε με τη Χόλιντεϊ ούτε ακουγόταν σαν κι αυτήν ‒ πολύ αδύνατη στο σώμα, γεγονός που της επέτρεψε να την υποδυθεί και ως ανήλικη, και πιο «άκαπνη» και μεταλλική στη φωνή, συγκριτικά με της Χόλιντεϊ. Ψήγματα της απόγνωσης που προσπάθησε έβγαιναν σε μερικές σκηνές, αλλά γενικά ήταν μια ερμηνεία που επαινέθηκε επειδή η απόσταση που διένυσε η Ρος από τη γεμάτη Νο 1 επιτυχίες θητεία της στο πιο αγαπητό γυναικείο συγκρότημα όλων των εποχών ως το πορτρέτο μιας βαθιά ταλαιπωρημένης και πολύπλοκης γυναίκας ήταν υπολογίσιμα μεγάλο.
Παρ’ όλα αυτά, η συγκάλυψη της επιτήδευσης στο The Lady sings the blues είναι ορατή, από την αλαβάστρινη μουσική επένδυση του Μισέλ Λεγκράν μέχρι τα δουλεμένα στη λεπτομέρεια κοστούμια των Μπομπ Μάκι και Ρέι Αγκάγιαν, επίσης υποψήφιων για Όσκαρ ‒ όλοι αυτοί έχασαν από το Καμπαρέ και τον Νονό στην τελετή της Ακαδημίας. Στα 28 της, η Ρος έπλευσε στο σινεμά με ελπίδες για παράλληλη ένδοξη καριέρα, αλλά τρία χρόνια μετά το Mahogany προσγείωσε άτσαλα την υπόσχεση και έδειξε ανάγλυφα πως η τραγουδίστρια του «Do you know where you’re going to» βάδιζε Upside Down προς τις πλουμιστές πίστες και τη φανταχτερή υστεροφημία.
Η Άντρα Ντέι, που κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα εκτοπίζοντας τέσσερις από τις πιο δυνατές αντιπάλους των τελευταίων ετών (Μακντόρμαντ, Κίρμπι, Μάλιγκαν και Ντέιβις), είναι διαφορετική περίπτωση και στα 36 της, άγνωστη, άρα ευπρόσδεκτη έκπληξη στο κοινό, επίσης στο ντεμπούτο της, πολεμά τον ρόλο μέχρι τελικής πτώσης, σαν να μην υπάρχει αύριο.
Είναι τρομερά τα περάσματά της από το γρέζι μιας αγωνίστριας στον ρόγχο της μοιρολατρίας, στο άχθος μιας κακοποιημένης κοπέλας που μεγάλωσε με ένα δυσβάσταχτο βάρος και το βάφτισε σε μια πρωτοποριακή εκφορά της μουσικής της, που ακόμη και σήμερα δεν έχει ξεπεραστεί. Βελούδινη και επώδυνη, η Μπίλι Χόλιντεϊ που προτείνει είναι το αγνότερο δώρο του Λι Ντάνιελς σε ένα μέσο που χρησιμοποιεί ως αφτιασίδωτο καθρέφτη της μαύρης εμπειρίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.