Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη στα μέσα της δεκαετίας του ’40. Δύσκολη εποχή, στην οποία κυριαρχούσαν η πείνα, οι στερήσεις και οι κακουχίες ‒ μην ξεχνάμε ότι είχε προηγηθεί ένας πόλεμος. Ήμουν το τελευταίο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας. Εκείνα τα χρόνια γεννιόντουσαν πολλά παιδιά στις οικογένειες και κάποια πέθαιναν. Θυμάμαι που η μητέρα μου μού είχε πει ότι είχε γεννήσει κι άλλα παιδιά, αλλά εγώ γνώρισα τέσσερα αδέρφια: τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Μάλιστα, τον έναν μου αδερφό τον έχασα σε ηλικία επτά ετών, όταν μια μέρα, καθώς περπατούσε, τον πάτησε το τραμ.
• Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες ποντιακής καταγωγής. Παππούδες και γιαγιάδες είχαν έρθει στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Αρχικά πήγαν στο Αντίγονο, ένα ορεινό χωριό του νομού Φλώρινας. Σ’ αυτό το μέρος γνωρίστηκαν οι γονείς μου και εκεί γεννήθηκαν τα αδέρφια μου. Λίγα χρόνια αργότερα αφότου γεννήθηκα εγώ, οι γονείς μου χώρισαν.
Πολλές φορές, όταν χωρίζουν οι γονείς σου, αισθάνεσαι μια πίκρα. Αλλά ο δικός μου πατέρας δεν συγκαταλεγόταν στο πρότυπο του στοργικού και καλού μπαμπά. Γενικά, δεν ήταν μπαμπάς. Σαν να φταίγαμε εμείς που χώρισαν με τη μητέρα μου. Θεωρούσε ότι εμείς ήμασταν η αιτία που έφτασαν στο διαζύγιο. Ποτέ δεν τον θυμάμαι να χαμογελούσε. Ήταν μονίμως θυμωμένος και μουτρωμένος. Ακόμη και στη φωτογραφία που έβαλα στον τάφο του έτσι είναι, με αυτόν τον διαρκή θυμό στο πρόσωπο. Η μητέρα μου δεν περνούσε καλά δίπλα του, παρόλο που την αγαπούσε πολύ. Αλλά την ήθελε στο χωριό, ιδιοκτησία του. Ποιος ξέρει κι αυτός ο άνθρωπος τι βάσανα και πόνο κουβαλούσε στην ψυχή του.
Πάντως, θαυμάζω τις ευτυχισμένες οικογένειες, όπου γονείς και παιδιά είναι όλοι αγαπημένοι. Εγώ, από πέντε ετών, ουσιαστικά μεγάλωσα μόνο με τη μητέρα μου.
Η νύχτα δεν αλλάζει τον άνθρωπο, αν ο ίδιος δεν το επιθυμεί. Πολλές φορές εκνευρίζομαι όταν γίνεται διαχωρισμός μεταξύ μέρας και νύχτας. Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται στα γραφεία τους το πρωί και πίνουν χωρίς όριο, αλλά δεν τους βλέπει κανείς. Ξέρετε, δεν γίνονται όλες οι παρανομίες τα βράδια. Υπάρχουν άνθρωποι στη νύχτα που είναι άγιοι και άλλοι που την ημέρα γίνονται τέρατα.
• Ο πατέρας μου ήταν σκληρός, βαρύς και απόμακρος άνθρωπος. Του άρεσε το χωριό και οι αγροτικές εργασίες. Έτσι, πήρε μαζί του τον έναν μου αδερφό και αποφάσισε να μείνει στο Αντίγονο. Η μητέρα μου, όμως, δεν ήθελε να ζήσει στο χωριό. Αν και προέρχονταν από τους ίδιους τόπους, είχαν διαφορετικές νοοτροπίες. Κάποιοι από το σόι της μητέρας μου έμεναν στη Θεσσαλονίκη, γι’ αυτό και πήγαμε εκεί.
Η μαμά μου έκανε δυο δουλειές για να μας αναθρέψει και να μη μας λείψει τίποτα. Το πρωί καπνεργάτρια και μετά στα λουτρά της πόλης. Ενώ δεν ήξερε γράμματα, ήταν σπουδαίο μυαλό, δραστήρια και έξυπνη. Κατά καιρούς επέστρεφε στο χωριό, επειδή είχε κάποια χωράφια τα οποία τα νοίκιαζε, αλλά δεν μιλούσε με τον πατέρα μου.
• Το σπίτι μας στη Θεσσαλονίκη ήταν στην οδό Ευζώνων, έναν δρόμο που χωρίζει το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης από τη γνωστή στο παρελθόν ως Συνοικία των Εξοχών. Είναι μια οδός που φημίζεται για τα διατηρητέα κτίρια, όπου έμεναν για πολλά χρόνια Εβραίοι και Αρμένιοι. Σ’ αυτήν τη γειτονιά πέρασα τα πιο ανέμελα χρόνια της ζωής μου. Ήταν απαιτητικά χρόνια, αλλά πολύ όμορφα και χαρούμενα. Φτωχικά, αλλά ευτυχισμένα. Ανακαλώ εκείνα τα ατελείωτα παιχνίδια στη γειτονιά, με απέραντη ελευθερία, χωρίς δεσμεύσεις ή απαγορεύσεις. Ωραίες αναμνήσεις. Ίσως, όσο περνούν τα χρόνια, η μνήμη μας διατηρεί μόνο τις όμορφες εικόνες.
• Αργότερα, τη δεκαετία του ’60, η μητέρα μου έφυγε απ’ τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα. Στην Πατησίων, κοντά στην πλατεία Κολιάτσου, άνοιξε ένα μανάβικο. Εγώ ζούσα ακόμη στη Θεσσαλονίκη με την αδερφή μου. Ωστόσο, μια μέρα ήρθα για να δω τη μητέρα μου και τον αδερφό μου και να μείνω για δυο μέρες. Από τότε έχουν περάσει αισίως πενήντα πέντε χρόνια.
• Στο σπίτι μας όλοι τραγουδούσαμε. Βέβαια, την καλύτερη φωνή απ’ όλους μας την είχε η μητέρα μου. Ως παιδί μού άρεσε ο χορός, οι μιμήσεις, η ηθοποιία, αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γίνω τραγουδίστρια. Όμως, ο πρώτος θαυμαστής μου ήταν ο αδερφός μου. Τραγουδούσε κι εκείνος πολύ ωραία και πήγαινε πολλά βράδια στα νυχτερινά κέντρα. Με αυτόν τον τρόπο είχε γνωρίσει σπουδαίους μουσικούς εκείνης της εποχής. Κάποια στιγμή, όταν ήμουν 16 ετών, συγκεκριμένα εκείνες τις δυο μέρες που είχα έρθει να τους δω στην Αθήνα, ο αδερφός μου με πήγε να γνωρίσω τον μαέστρο Στέλιο Χρυσίνη, ο οποίος μάλιστα ήταν τυφλός. Ξετρελάθηκε όταν με άκουσε.
• Έτσι, πήρε θάρρος και με πήγε έπειτα στον Στράτο Παγιουμτζή. Του άρεσα κι εκείνος με τη σειρά του με σύστησε στον Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος, όταν με άκουσε, κάλεσε όποια εταιρεία υπήρχε για να με δουν. Το ίδιο βράδυ, φορώντας δανεικά ρούχα από την ξαδέρφη μου, έπιασα μικρόφωνο στο νυχτερινό μαγαζί «Ξημερώματα» και τραγούδησα μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού. Το πρώτο τραγούδι που ερμήνευσα, και με αυτό έκανα ακρόαση, ήταν τα «Ξένα χέρια». Εκείνη τη βραδιά θυμάμαι ότι έκλαιγα διαρκώς. Ήμουν ένα κοριτσάκι που αναπάντεχα βρέθηκε να τραγουδά μπροστά σε αστέρες του κινηματογράφου, του θεάτρου και της μουσικής, τους οποίους μέχρι τότε δεν είχα συναντήσει ποτέ, παρά μόνο στις κινηματογραφικές οθόνες.
• Για πολλά χρόνια είχα τρακ όταν έβγαινα να τραγουδήσω. Από την ημέρα που έγινα τραγουδίστρια, άλλαξαν πολύ ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά μου. Έκτοτε, ξεκίνησα την πορεία μου στο τραγούδι και συνεργάστηκα με όλα τα μεγάλα ονόματα, όπως ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Στράτος Διονυσίου, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Δημήτρης Μητροπάνος, η Βίκυ Μοσχολιού, η Πόλυ Πάνου, η Τζένη Βάνου και η Ρίτα Σακελλαρίου. Ωστόσο, η σπουδαιότερη συνεργασία μου ήταν με τον Μανώλη Χιώτη. Βέβαια, ο άνθρωπος που αποτελεί το μεγάλο κεφάλαιο στη μουσική μου καριέρα είναι ο συνθέτης Τάκης Μουσαφίρης.
• Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να βγει ο πρώτος μου δίσκος και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχα κάνει δισκάκια. Η πρώτη μου δισκογραφική επιτυχία ήρθε το 1980 με τον δίσκο «Τι αγάπη, Θεέ μου». Ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα για την καθιέρωσή μου στη μουσική βιομηχανία, με διαχρονικές επιτυχίες όπως το «Θα τα βροντήξω». Ύστερα ακολούθησαν άλλες σημαντικές επιτυχίες, όπως το «Θυσιάστηκα», το «Γκρέμιστα», το «Θα κάνω ό,τι μου αρέσει», αλλά και η συνεργασία μου με τον Αντώνη Βαρδή στον δίσκο «Άνευ Όρων», ο οποίος περιείχε τη μεγάλη μου επιτυχία «Μη μιλάς», σε στίχους του Γιάννη Πάριου.
Μη μιλάς
• Πράγματι, κάποτε, ο Στέλιος Καζαντζίδης, όταν ρωτήθηκε ποια Ελληνίδα τραγουδίστρια θεωρεί σπουδαία φωνή, απάντησε: «Την Πίτσα Παπαδοπούλου. Τι φωνή, Θεέ μου!». Ήταν καλός άνθρωπος ο Στέλιος. Πολλά λέγονται για τον χαρακτήρα του, αλλά, τελικά, μόνο τον εαυτό του έβλαψε. Ασύγκριτη φωνή. Πολύ προστατευτικός, απλός, έδειχνε απέραντο ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπό του. Θυμάμαι, ερχόταν στο παράθυρο του σπιτιού μας, χτυπούσε το κουδούνι και έλεγε στη μάνα μου: «Κυρία Ιουλία, ήρθα να μου κάνεις τραχανά και να μου πεις έναν αμανέ». Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν κάτι παραπάνω απ’ αυτό που είναι και λαμβάνουν αγάπη απ’ αυτούς που οι ίδιοι θέλουν. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει ο Στέλιος. Ο καλλιτέχνης που δημιουργεί «αυλή» είναι χαμένος. Οι αυλικοί σού κάνουν τη ζημιά.
• Εξαιρετικός άνθρωπος, επίσης, ήταν ο Στράτος. Συγχρόνως, υπέροχος, που τον αγαπώ πάρα πολύ, είναι ο Κώστας Χατζής. Όταν συνεργάστηκα μαζί του, άλλαξε η κοσμοθεωρία μου και το «είναι» μου. Με έμαθε να προσεγγίζω το τραγούδι με διαφορετικό τρόπο. Είπα στον εαυτό μου «τόσα χρόνια δούλεψες σκληρά, αλλά από δω και πέρα θα εργαστείς, εισχωρώντας και σε άλλες μουσικές διαδρομές». Έτσι, άνοιξα περισσότερο το ρεπερτόριό μου και ερμήνευσα κι άλλα κομμάτια, πέρα απ’ αυτά που άρεσαν στον κόσμο και ήταν επιτυχίες.
• Είμαι ένας άνθρωπος που αγαπά πολύ το τραγούδι, αλλά δεν αγάπησε ποτέ τη δουλειά. Είμαι πολύ πειθαρχημένη στη δουλειά μου. Ποτέ δεν είχα πλάτες, γι’ αυτό προσπαθούσα να είμαι τυπική και επαγγελματίας. Ήξερα ότι στο λάθος μου κανείς δεν θα με υποστηρίξει. Γι’ αυτό τίποτα και ποτέ δεν μου χαρίστηκε. Επτά μέρες την εβδομάδα, ακόμη και τη μία μέρα που είχα ρεπό, πήγαινα ανελλιπώς στη δουλειά μου.
• Η νύχτα δεν αλλάζει τον άνθρωπο, αν ο ίδιος δεν το επιθυμεί. Πολλές φορές εκνευρίζομαι όταν γίνεται διαχωρισμός μεταξύ μέρας και νύχτας. Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται στα γραφεία τους το πρωί και πίνουν χωρίς όριο, αλλά δεν τους βλέπει κανείς. Ξέρετε, δεν γίνονται όλες οι παρανομίες τα βράδια. Υπάρχουν άνθρωποι στη νύχτα που είναι άγιοι και άλλοι που την ημέρα γίνονται τέρατα. Και το είδαμε αυτό, τώρα τελευταία με όλες αυτές τις καταγγελίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
• Τώρα είναι η εποχή για να ανοίξουν τα στόματα. Πάντα κυριαρχούσαν τέτοια φαινόμενα σεξουαλικής επίθεσης και κακοποίησης. Και δεν σας λέω αερολογίες. Ήταν αρκετοί αυτοί που εκμεταλλεύονταν τη θέση εξουσίας που είχαν.
Πιστεύω ότι δεν είναι τυχαίο πως οι καταγγελίες που είδαμε τελευταία έγιναν από γυναίκες που έχουν γίνει μάνες. Αυτό θεωρώ, με την ταπεινή μου άποψη, ότι τις επηρέασε, ώστε να βγουν να μιλήσουν. Φοβήθηκαν για το μέλλον των παιδιών τους, για τους ανθρώπους που θα χρειαζόταν να εμπιστευτούν στο επάγγελμα που θα ακολουθούσαν, αλλά και για την κοινωνία στην οποία θα μεγάλωναν.
• Προφανώς, στη διάρκεια ενός μουσικού προγράμματος θα προκύψουν και ενοχλητικές συμπεριφορές, π.χ. ένας μεθυσμένος θα χάσει τον έλεγχο, επειδή, όταν γλεντούν κάποιοι άνθρωποι, δεν έχουν αίσθηση του μέτρου. Βέβαια, ποτέ δεν ξέρεις τι καημούς ή προβλήματα κουβαλά ο καθένας.
Μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω είναι όταν μια γυναίκα βιντεοσκοπούσε ακατάπαυστα με το κινητό της όλη την ώρα που τραγουδούσα. Κάποια στιγμή κουράστηκα απ’ όλο αυτό και της είπα: «Φτάνει, βρε παιδί μου». Στη συνέχεια, εκείνη έβαλε τα κλάματα και μου εξήγησε ότι το έκανε γιατί ήθελε να το δείξει στον αδερφό της, ο οποίος ήταν κατάκοιτος και του άρεσαν πολύ τα τραγούδια μου. Ένιωσα άσχημα και στενοχωρήθηκα πάρα πολύ.
• Δυστυχώς, το λαϊκό τραγούδι, σταδιακά, εξαφανίζεται. Όμως χαίρομαι που έχουμε ωραίες φωνές σήμερα στο μουσικό μας στερέωμα, όπως ο Δημήτρης Μπάσης, ο Κώστας Μακεδόνας, η Μελίνα Ασλανίδου, η Λιζέτα Καλημέρη, η Μελίνα Κανά.
Αυτό που με δυσαρεστεί είναι ότι την περίοδο αυτή οι τραγουδιστές προσπαθούν να μπουν στον χώρο της μουσικής πηγαίνοντας σε reality. Και πού αλλού να πάνε, θα με ρωτήσεις, αφού δεν υπάρχουν δισκογραφικές εταιρείες. Το χειρότερο είναι ότι αυτά τα παιδιά μεγαλώνουν σε οικογένειες και σπίτια όπου οι μητέρες τους τούς φουσκώνουν τα μυαλά και είναι πιο φαντασμένες απ’ τα παιδιά τους. Καλλιεργούν υπερβολικές προσδοκίες γι’ αυτά, και στο τέλος απογοητεύονται. Η συμβουλή μου προς τα αυτά τα παιδιά είναι να σπουδάσουν, να πάρουν ένα πτυχίο και να έχουν το τραγούδι ως χόμπι.
• Σήμερα η πανδημία έχει επιφέρει ένα τρομακτικό πλήγμα στους ανθρώπους του πολιτισμού και στον καλλιτεχνικό κόσμο. Κλειστά μαγαζιά, άνεργοι μουσικοί και άνθρωποι που δεν έχουν να φάνε. Μοναδική συντροφιά αποτελούν οι τηλεοπτικές μουσικές εκπομπές, οι οποίες αυξάνονται συνεχώς. Ελπίζω ότι σύντομα θα κλείσει αυτός ο κύκλος του κορωνοϊού, θα ορθοποδήσουμε και θα ξανατραγουδήσουμε στα κέντρα και στους συναυλιακούς χώρους.
• Αυτό που με ενοχλεί στη δημόσια σφαίρα είναι ότι όλοι έχουν μια άποψη. Όλοι ξέρουν τα πάντα κι έχουν γίνει ειδήμονες επί παντός επιστητού. Καλό είναι να μιλούν μόνο αυτοί που γνωρίζουν. Ας μη γίνονται όλα επιδερμικά, διότι βλέπουμε συμπολίτες μας που επηρεάζονται και παίρνουν λάθος δρόμο. Ας ακούσουμε τους ειδικούς, τους επιστήμονες, και αν θυμηθώ ένα δικό μου τραγούδι, θα πω «μη μιλάς, δεν είναι απαραίτητο», το οποίο ισχύει και για μένα.
• Ο άνθρωπος γεννιέται, δεν γίνεται. Το τραγούδι για μένα είναι μέσο έκφρασης. Αγαπώ όσο τίποτα τη μουσική. Έτσι γεννήθηκα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορώ να ακούσω τραγούδια, είτε δικά μου είτε άλλων συναδέλφων. Ένα καλό τραγούδι μού φέρνει δάκρυα στα μάτια. Κι αυτό ίσως το έχω κληρονομήσει απ’ τη μητέρα μου. Οι αμανέδες που τραγουδούσε στο σπίτι με συγκινούσαν βαθιά. Όταν πιάνω το μικρόφωνο στα χέρια μου, νιώθω, αισθάνομαι. Και στην πίστα έχει τύχει πολλές φορές να κλάψω. Είμαι πολύ συναισθηματικό άτομο.
• Όλα τα τραγούδια μου τα αγαπώ, αλλά θα ξεχώριζα το «Τι σου έκανα, αγάπη». Στη ζωή μου θυσίασα χρόνο και στιγμές από την προσωπική μου ζωή. Τώρα, με την απόσταση του χρόνου, θεωρώ ότι δούλεψα πολύ και έχασα πολύτιμο χρόνο από τη σχέση με τον γιο μου, για παράδειγμα. Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω πάει διακοπές, δεν ξέρω τι σημαίνει η λέξη «διάλειμμα». Αυτή είναι και η αιτία που δεν αγάπησα τον εαυτό μου.
• Μένω πολλά χρόνια μόνη μου. Παντρεύτηκα, έχω έναν γιο, τον Μάριο, ο οποίος είναι 36 ετών και κατοικεί μόνιμα στη Χαλκιδική. Όμως ο γάμος μου δεν κράτησε. Ο δικός μου χωρισμός, ωστόσο, δεν συγκρίνεται με εκείνον των γονιών μου. Ήταν άλλες εποχές. Τη μοναξιά οι άνθρωποι δεν τη βιώνουν από την έλλειψη ενός άνδρα ή μιας γυναίκας. Τη μοναξιά τη νιώθεις περισσότερο όταν έχεις παιδιά και δεν είναι δίπλα σου, όχι ως φυσική παρουσία, αλλά όταν δεν είσαι στις σκέψεις τους. Ταυτόχρονα, αισθάνεσαι απόλυτη μοναξιά όταν φεύγουν απ’ τη ζωή τα αγαπημένα σου πρόσωπα, όπως η μάνα σου ή τα αδέρφια σου. Πλέον, δεν ζει κανείς από την οικογένειά μου.
• Οι πιο δύσκολες στιγμές που έχεις να αντιμετωπίσεις στη δική μας δουλειά είναι όταν είσαι αναγκασμένος να τραγουδήσεις το ίδιο βράδυ που έχεις χάσει ένα αγαπημένο σου πρόσωπο. Σκέφτεσαι, πώς μπορείς να αφήσεις τόσες οικογένειες χωρίς δουλειά; Μάθαμε να ζούμε με αυτό. Καμιά φορά είναι και μια παρηγοριά. Γιατί τον θάνατο δεν τον κατανοείς αμέσως αλλά αργότερα, όταν αισθάνεσαι την απουσία.
• Λίγες φορές ερωτεύτηκα στη ζωή μου. Αλλά εξακολουθεί, ακόμη και τώρα, να με συγκινεί η αγάπη ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Χαίρομαι με την καλοσύνη των άλλων και με εκνευρίζει πολύ η αδικία. Ευτυχία για μένα είναι να έχεις γύρω σου ανθρώπους που αγαπάς και σ’ αγαπούν. Ο θάνατος και η απώλεια σε μαθαίνουν ότι όλα τα άλλα είναι μάταια. Με τρομάζουν το τέλος και η πιθανότητα της αργόσυρτης ασθένειας, που μπορεί να σε καθηλώσει. Ελπίζω να ζήσω πολλά χρόνια ακόμη. Το πιο σημαντικό είναι να έχεις υγεία και να είσαι χρήσιμος άνθρωπος. Στη ζωή μου έκανα πολλά λάθη, αλλά έμαθα να τα παραδέχομαι.
• Κάθε τραγούδι που ερμηνεύεις είναι και μια ιστορία που ξετυλίγεται στο μυαλό σου. Αν έβαζα έναν τίτλο στη ζωή μου από ένα δικό μου τραγούδι, αυτό θα ήταν το «Θυσιάστηκα»: «Σου ’δωσα όλη τη ζωή μου. Κι εσύ τη γέμισες ψευτιά / Παίρνω το παράπονο μαζί μου. Και την κουρασμένη μου καρδιά».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.