Θυμάμαι τις απαράμιλλες σκηνές με τον ντελιριακό στρατιώτη, όταν αντικρίζει τους χιλιάδες ανεμόμυλους στο Λασίθι, στο Signs of Life από το 1968, την πρώτη μεγάλου (και όχι μικρού, όπως εσφαλμένα είχε αναγραφεί) μήκους του Βέρνερ Χέρτσογκ, παρουσία του Γερμανού σκηνοθέτη, πριν από δύο χρόνια στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Η ένταση της σεληνιασμένης χειρονομίας είχε συνεπάρει τον Μπρους Τσάτουιν όταν την είχε πρωτοδεί, σε μία από τις πολλές εκφάνσεις σύμπνοιας μεταξύ του κινηματογραφιστή και του Βρετανού συγγραφέα, δύο αδελφών ψυχών και πιστών φίλων που συνέκλιναν κυρίως στην αστείρευτη πεποίθησή τους πως ο άνθρωπος βρίσκει την ουσία του στην αεικινησία, στη συνεχή και συνεπή φυγή από τον καναπέ της δυτικής κουλτούρας και τη χαριστική βολή της ιντελιγκέντσιας. «Ο τουρισμός είναι αμαρτία, το περπάτημα, αρετή» είχε πει ο Χέρτσογκ, αναφερόμενος στην πορεία του με τα πόδια από το Μόναχο μέχρι το Παρίσι ως πράξη στήριξης προς την ετοιμοθάνατη über-ιστορικό του κινηματογράφου Λότε Άισνερ.
Το απρόβλεπτο οδοιπορικό του δημιουργού του Φιτζκαράλντο είναι καταγεγραμμένο στο σελιλόιντ, μακρύ και ποικίλο, σπαρμένο ανάμεσα σε τυχοδιωκτικές μυθοπλασίες και επινοητική τεκμηρίωση, αλλά δεν συγκρίνεται με το προσηλωμένο, συμπυκνωμένο έπος του παιδιού που γεννήθηκε στο Σέφιλντ και όργωσε τη γη για να αναζητήσει τη μεταφυσική καταγωγή του ανθρώπου μέσα από έρευνα, μύθους, όνειρα και μνημεία.
Δεινός και παραγωγικότατος τεχνίτης κινηματογραφικών ιστοριών, ο Χέρτσογκ θεωρούσε τον Τσάτουιν τον μεγαλύτερο παραμυθά.
Όλα ξεκίνησαν από το οικογενειακό cabinet de curiosités και το πολύτιμο, μοναδικό κομμάτι ενός βραδύποδα, του μαλλιαρού θηρίου που ζούσε στη Νότια Αμερική μέχρι και πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια. Αντιμετώπισε το αρχέγονο μαλλιαρό απομεινάρι που κοσμούσε το ντουλαπάκι της συλλογής, και που μπέρδευε με βροντόσαυρο όταν ήταν μικρός, με το δέος με το οποίο στέκεται κανείς μπροστά σε ένα θεϊκό αξεσουάρ, εφάμιλλο άγιου σκηνώματος –το ιερό δισκοπότηρο που του έδωσε τη σπίθα να ψάξει την προέλευσή του στην Παταγονία, στην Πούντα Αρένας, που τώρα, χάρη σ’ αυτόν, είναι αξιοθέατο–, πιάνοντας τον μίτο της δικής του αφήγησης από το 1977.
Δεν εγκατέλειψε ακριβώς τα εγκόσμια, διατηρούσε φιλοδοξίες λογοτεχνικής διάκρισης, πάντοτε γυρνούσε στις πόλεις, του άρεσε να γοητεύει άνδρες και γυναίκες, να μπλέκει με περιπέτειες της σάρκας, αλλά το πνεύμα του αναχωρητή, μαζί με τον διακαή του πόθο να καταγράψει, να εμπνευστεί –παντρεμένος με την Ελίζαμπεθ αλλά και κατά κόρον εραστής– και να μετατρέψει τις παλιές ιστορίες σε ποιητικά ημερολόγια, τον καθόρισε. Τα σημειωματάρια έγιναν η προσωπική του κουνστ-κάμερα και το δερμάτινο σακίδιο που κληρονόμησε ο Χέρτσογκ μετά τον θάνατό του χώρεσε τα λιγοστά εργαλεία μιας σπαρτιάτικης διαβίωσης στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου.
Το ντοκιμαντέρ Nomad: In the footsteps of Bruce Chatwin, που είδαμε σε πρώτη πανελλήνια προβολή στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ακολουθεί το χνάρι του ευειδούς Βρετανού με τον λόγο που «σε μια σελίδα του περιέγραφε έναν ολόκληρο κόσμο», από τον βορρά της ανατροφής του στις εσχατιές του πολιτισμού, από τη Χιλή ως την Αυστραλία, εκεί όπου συνέλαβε το υπερβατικό concept των προγονικών τραγουδιών των Αβορίγινων ως αυτουργών των αόρατων μονοπατιών της χώρας τους, δηλαδή της ρίζας που μετέφεραν μελωδικά από γενιά σε γενιά.
Ειδικός στη ζωγραφική του δέκατου ένατου αιώνα αλλά και σε σπάνια ευρήματα της Αφρικής και της Μεσοποταμίας, ταυτιζόταν με τον Χέρτσογκ στην καλλιτεχνική παρατήρηση φυλών και ομάδων προς εξαφάνιση, των περιπλανώμενων του προηγούμενου αιώνα, που διέσχιζαν απίθανες εκτάσεις, μελαγχολικά διαπιστώνοντας πως το τέλος της εποχής τους διαφαινόταν στον ορίζοντα.
Κατ’ επιλογήν νομάς, συγγραφέας του Nomadic Alternative άλλωστε, ο Τσάτουιν του Χέρτσογκ είναι εξίσου ορμητικός και ενθουσιώδης με το καινούργιο και το εξωτικό, το ίδιο περίεργος αλλά και ικανός να το μετατρέψει σε αφήγημα, σαν μια προσθήκη σε ένα opus διαφορετικό απ’ όσα είχαν προηγηθεί, που καταφέρνει να ξεπεράσει τον περισπασμό της εικόνας. «Δεν έλεγε μισές αλήθειες ή περίπου ψέματα, αλλά τουλάχιστον μιάμιση αλήθεια κάθε φορά», όπως εξηγεί στο ντοκιμαντέρ ο βιογράφος του, ένα από τα πρόσωπα που τον συνάντησαν και διατήρησαν τις προθέσεις και τις ανακαλύψεις του στο χαρτί.
Δεινός και παραγωγικότατος τεχνίτης κινηματογραφικών ιστοριών, ο Χέρτσογκ θεωρούσε τον Τσάτουιν τον μεγαλύτερο παραμυθά: αυτό δείχνει πως όχι μόνο ξεπερνά τα στενά όρια της εθνολογικής παρατήρησης αλλά χρησιμοποιεί τις όποιες ανακαλύψεις του για να επινοήσει την Ιστορία, να αποδώσει την προφορική μαρτυρία σε γραπτό λόγο, να την αρθρώσει και να την ερμηνεύσει σε κείμενα που ταξιδεύουν τον αναγνώστη και, ακόμη καλύτερα, τον παρακινούν να μετακινηθεί, όπως επηρέασαν σημαντικότατα το σύγχρονο ταξιδιωτικό διήγημα.
Το τελευταίο βιβλίο, αυτό που κλείνει και αποτελεί το όγδοο κεφάλαιο της ταινίας, είναι ο επίλογος των τοπίων της ψυχής του Τσάτουιν, όπως τα αποτυπώνει ο Χέρτσογκ, με έκδηλο το συναίσθημα προς τον συμπαραστάτη που του λείπει.
Οι τελευταίες λέξεις που έγραψε ο ίδιος, πριν, ανήμπορος πλέον από το AIDS που τον καθήλωσε και τον μάρανε, ήταν κάτι για το χιτώνιο του Χριστού, όπου δεν διακρίνονταν οι ραφές. Ο Τσάτουιν είχε βαπτιστεί χριστιανός ορθόδοξος, είχε επισκεφθεί το Άγιο Όρος στα τελευταία του και η τέφρα του φυλάσσεται στην Καρδαμύλη, δίπλα στο βυζαντινό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, πολύ κοντά στο αγαπημένο του καταφύγιο, την οικία του καλού του φίλου Πάτρικ Λι Φέρμορ και της γυναίκας του.
Αμέσως μετά το ρωμαλέο, πολύχρωμο εδάφιο που σχετίζεται με το φιλμ Cobra Verde και την επίσκεψη στο χαώδες σετ του Τσάτουιν, με τις γυμνόστηθες πολεμίστριες που απειλούσαν με σύρραξη και τον Κλάους Κίνσκι δαιμονισμένο από τη γεωμετρικά αυξανόμενη τρέλα του, ο Γερμανός σκηνοθέτης σβήνει το κρεσέντο, παραμερίζει τον αφοπλιστικό κυνισμό του, χαμηλώνει το τέμπο, κεντράρει στη θλιμμένα κενή καρέκλα δίπλα στη χήρα του και περιπλανιέται με την κάμερά του, αργά και στοχαστικά, στην αγγλική εξοχή της νιότης, εκεί όπου ο συγγραφέας επέστρεψε όταν έσβησε η φλόγα και τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του για ένα ακόμη ταξίδι.
Είχε βρει, ωστόσο, τον προορισμό του. «Οι αθάνατοι είναι θνητοί και οι θνητοί αθάνατοι· αυτοί ζουν από τον θάνατο εκείνων κι εκείνοι πεθαίνουν από τη ζωή αυτών». Συμφώνησε με τον Ηράκλειτο και την αρμονία των αντιθέτων. Και επέλεξε την όμορφη λακωνική γωνιά ως τελικό σταθμό, γιατί οι Έλληνες, όπως έλεγε, γνώριζαν τις καλύτερες τοποθεσίες που τους φύλαγε ο Θεός.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.