ΑΠΑΘΗΣ ΚΑΙ ΑΝΙΑΤΑ ΒΑΡΙΕΣΤΗΜΕΝΟΣ, ο κύριος Φουκό κάθεται στο σαλόνι του και παρατηρεί την άμωμη διάταξη των αντικειμένων που ξεκουράζονται μακάρια πάνω στο τζάκι του. «Αρκετά πια με τη συμμετρία» αναφωνεί και καταλύει τη χωροταξική ισορροπία, προλειαίνοντας το χάος που θα ακολουθήσει.
Ο Φουκό και η σύζυγός του (ο Ζαν-Κλοντ Μπριαλί με τη Μόνικα Βίτι) ανακαλύπτουν με τρόμο φωτογραφίες της κόρης τους με έναν γηραιό κύριο στο πάρκο και αργότερα ο πάτερ φαμίλιας αναγκαστικά καταφεύγει σε ψυχίατρο, όταν μια στρουθοκάμηλος, ένας πετεινός και ένας ταχυδρόμος, που του παραδίδει μια επιστολή, τον επισκέπτονται στο υπνοδωμάτιό του.
Προφανώς ψάχνει για εξηγήσεις, όπως και ο θεατής της ταινίας Το φάντασμα της ελευθερίας, στην πυκνή, αλληγορική φιλμική διαδικασία στην οποία μας υπέβαλε ο Λουίς Μπουνιουέλ πριν από σαράντα επτά χρόνια.
Με τη φράση «βαρέθηκα τη συμμετρία» ξεκινά η ισπανική απόπειρα αναβίωσης του σουρεαλιστικού πνεύματος του κορυφαίου δημιουργού από τρεις σύγχρονους σκηνοθέτες, αλλά γρήγορα γίνεται αντιληπτό πως η επιδίωξή τους δεν είναι η σύνδεση του ανθρώπου με την κουλτούρα που τον ανέθρεψε και τους δεσμούς του με το ιστορικό παρελθόν του (το Φάντασμα της Ελευθερίας ξεκινά ανατρεπτικά με την «3η Μαΐου του 1808», το αριστούργημα του Γκόγια) αλλά η επιδερμική διατύπωση της απαισιοδοξίας για τον κοινωνικό κομφορμισμό.
Οι 7 Λόγοι μοιάζουν περισσότερο με μικρά teasers μιας καλύτερης ταινίας που όμως έμεινε στην ιδέα και στη θεωρία, σαν σειρά στοχαστικών επεισοδίων από τη Ζώνη του Λυκόφωτος απέναντι σε μια υποτιθέμενη κομεντί κοινωνικού τρόμου.
Μέσα από επτά ιστορίες που αναμειγνύουν την κωμωδία με τον τρόμο, η σπονδυλωτή συρραφή που αντλεί το υλικό της από μονόπρακτα του Καταλανού θεατρικού συγγραφέα Εστέβε Σολέρ (παλιότερα έχει ανεβεί το δικό του Κόντρα στον έρωτα σε αθηναϊκή σκηνή, σε σκηνοθεσία Γιώργου Καραμίχου) παραδοξολογεί σε ισάριθμες, συντομότατες ενότητες.
Στην Οικογένεια, δυο γονείς ξυπνούν τον τεμπέλη γιο τους στη μέση της νύχτας. Πρέπει να του μιλήσουν για ένα επείγον και φρικτό ζήτημα που θα αλλάξει τη ζωή του για πάντα: έχουν αποφασίσει να τον «κάνουν έκτρωση» είκοσι χρόνια μετά τη γέννησή του.
Στην Αλληλεγγύη, ένα ζευγάρι μεσηλίκων γευματίζει ήσυχα στο σπίτι. Στην τηλεόραση παρακολουθούν τα προβλήματα των παιδιών μιας χώρας του τρίτου κόσμου. Η τηλεόραση φέρνει τον τρίτο κόσμο στο σπίτι τους. Κυριολεκτικά. Και από τη μια πρέπει να δείξουν αλληλεγγύη, απ’ την άλλη δεν γίνεται να αφήσουν να συμβεί κάτι τέτοιο.
Στην Τάξη, κανείς στην πολυκατοικία δεν θυμάται τι υπάρχει πέρα από τον αριθμό «6». Όμως, αυτά που μας είναι άγνωστα, για καλό λόγο είναι άγνωστα, οπότε ίσως θα ήταν καλύτερα να μην το ρισκάρουν, στέλνοντας τον σύζυγο να μάθει τι συμβαίνει - ο Σέργκι Λοπέζ ίσως είναι ο τυχερός της μετα-αποκαλυπτικής αριθμητικής έλλειψης.
Στην Ιδιοκτησία, ένας μεσίτης δείχνει ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης σε μια πιθανή ενοικιάστρια. Το διαμέρισμα έχει αναμφίβολα δυνατότητες, αλλά μια μικρή λεπτομέρεια εκπλήσσει τον πελάτη: ο προηγούμενος ενοικιαστής κρέμεται από τη λάμπα στην τραπεζαρία και μια γυναίκα επισκέπτεται τις τύψεις και τις ενοχές, όπως τις εκφράζει ένα ζωντανεμένο φάντασμα.
Στην Εργασία, ένα παντρεμένο ζευγάρι βρίσκεται στο βεστιάριο ενός όμορφου, πολυτελούς σπιτιού. Ακούγονται θόρυβοι από το πάτωμα. Ο λόγος; Επτακόσιοι Κινέζοι σκλάβοι φτιάχνουν τα ρούχα για τη συλλογή της επόμενης σεζόν!
Στην Πρόοδο, ένας άντρας ζητά βοήθεια. Τον πάτησε το τραμ και ξεψυχά. Καθώς ο θάνατος πλησιάζει, μια γυναίκα τού εξηγεί γιατί δεν αξίζει να καλέσει ασθενοφόρο, αφού, έτσι κι αλλιώς, είναι ήδη μισοπεθαμένος.
Τέλος, στη Δέσμευση, στα σκαλιά της εκκλησίας ένα ζευγάρι ετοιμάζεται να ανταλλάξει όρκους. «Στα πλούτη και στη φτώχεια, στην υγεία και στην ασθένεια, μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος». Τι γίνεται, όμως, αν το ζευγάρι προσπεράσει τη διαδικασία και πάει κατευθείαν στον θάνατο, με την απρόθυμη αρωγή του ιερέα;
Σας θυμίζουν κάτι το στυλ και το μοτίβο; Οι έξι σπαρταριστές Ιστορίες για αγρίους του Αργεντινού Νταμιάν Σιφρόν, με τις ευλογίες του Πέδρο Αλμοδόβαρ, που ξεσήκωσαν το Φεστιβάλ Καννών στην πρεμιέρα του το 2014 και έφτασαν μια ανάσα πριν από το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, όχι μόνο ξεκινούσαν με έναν προβληματικό γιο αλλά τελείωναν στην εκκλησία. Κυμαίνονταν σε διάρκεια, πραγματεύονταν την εκδικητική ανθρώπινη φύση και όχι την αμφίβολη ηθική και τις σαθρές νόρμες, αλλά συγγένευαν πιο άνετα με τη διαστροφή του Μπουνιουέλ και την επιθυμία του να υπονομεύσει τις προσδοκώμενες απαντήσεις με πληθώρα οπτικών γκαγκ και πάρα πολύ σκοτεινό χιούμορ.
Οι 7 Λόγοι μοιάζουν περισσότερο με μικρά teasers μιας καλύτερης ταινίας που όμως έμεινε στην ιδέα και στη θεωρία, σαν σειρά στοχαστικών επεισοδίων από τη Ζώνη του Λυκόφωτος απέναντι σε μια υποτιθέμενη κομεντί κοινωνικού τρόμου.
Η ταινία προβάλλεται από τo Cinobo.