ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΓΕ να είσαι αναγκασμένος να παίζεις εις το διηνεκές τις ίδιες και τις ίδιες νεανικές σου επιτυχίες αφού μόνο αυτές αναγνωρίζει το κοινό, ό,τι κι αν έκανες αργότερα; Πώς είναι να σε θυμούνται και να σε δοξάζουν για πάντα μόνο για κάτι που έκανες ή για κάτι που εκπροσώπησες στα νιάτα σου; Πώς διαχειρίζεται κανείς αυτή την αντίφαση ανάμεσα στη φρεσκάδα, την τραχύτητα, την λαχτάρα και την προσμονή που εκφράζει το νεανικό έργο (τραγούδι, ταινία, βιβλίο, οτιδήποτε) και την κατασταλαγμένη στωικότητα που ιδανικά έχει κατακτήσει ο μεσόκοπος πλέον δημιουργός του; Άλλα λέει το τραγούδι κι άλλα δηλώνει η μορφή του ερμηνευτή.
Για όλες αυτές τις αντιφάσεις κάνει λόγο ο πάλαι πότε σταρ ενός συγκεκριμένου είδους νεανικών ταινιών της δεκαετίας του ’80 (τσουβαλιασμένες υπό την ετικέτα “Brat Pack”), Άντριου Μακάρθι στο βιβλίο απομνημονευμάτων από την εποχή εκείνη που έχει τον εντελώς προβλέψιμο τίτλο “Brat: An ’80s Story” και κυκλοφορεί αυτές τις μέρες. Από τα αποσπάσματα που έχουν ήδη δημοσιευτεί, προκύπτει το συμπέρασμα ότι πρόκειται περισσότερο για προσωπικό διαλογισμό παρά για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ή για λιτανεία αποκαλύψεων όπως είναι πολλά τέτοια πονήματα (πρώην) σταρ. Όπως και να’ χει, το έχω παραγγείλει, αλλά μέχρι να’ ρθει με τις παρούσες συνθήκες, σωθήκαμε.
Στο στενό μου κύκλο πάντως ο Άντριου Μακάρθι ήταν σημαντικός και υπόδειγμα χαρακτήρα (αλλά και εμφάνισης) ως το καλό, ντροπαλό παιδί που στο τέλος κερδίζει το κορίτσι, ως ο ευαίσθητος φλώρος με το έντονο βλέμμα και το κλονισμένο χαμόγελο. Ήταν πολύ κρίσιμα αυτά τα πράγματα τότε. Ούτε τζάμπα μαγκιές, ούτε ματσίλες, ούτε τίποτα. Πρότυπο.
«Αυτό που δηλώνω εδώ δεν είναι η οριστική αλήθεια αλλά η εμπειρία μου από μια αλήθεια που διαμόρφωσε τη ζωή μου μέσα στις δεκαετίες» γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου. «Αυτό που μου συνέβη στο διάστημα λίγων μόνο χρόνων, καθώς ‘ανδρωνόμουν’ μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον ποπ κουλτούρας, καθόρισε αμετάκλητα αυτό που θα γινόμουν τελικά».
Υποθέτω ότι οι νεότερες γενιές αγνοούν ακόμα και την ύπαρξή του, παρά την ανεξάντλητη διάχυση στην κουλτούρα εκείνης της αλήστου μνήμης δεκαετίας, την οποία, όπως είχε παρατηρήσει κάποιος, «ουδείς έχει καταφέρει να εξηγήσει επαρκώς». Για μένα πάντως και για αρκετούς φίλους και φίλες υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλής και αγαπητός κατά την εφηβεία μας, παρότι στην πραγματικότητα δεν είχε παίξει ούτε σε μια σημαντική ταινία, ασχέτως αν κάποιες απ’ αυτές αποθεώνονται εδώ και χρόνια στον βωμό της ιερής νοσταλγίας, ασχέτως αν αποτελούν κομμάτι του υφάσματός μας.
Για τέτοια ακριβώς εφηβικά μελοδράματα – με new wave φατσούλες και ανάλογο σάουντρακ – σκιρτούσε η καρδούλα μας τότε, εκ των υστέρων όμως δύσκολα αντέχεται η αβάσταχτη ηθικολογία των νεανικών ρομαντικών κομεντί/δραμεντί στις οποίες πρωταγωνίστησε τότε («Η κουκλίτσα με τα ροζ», «Το μπαράκι του Σαν ‘Ελμο») παρέα με διάφορους χαρακτηριστικούς εκπρόσωπους εκείνης της «κακομαθημένης» φουρνιάς (αυτό σημαίνει ο προσδιορισμός “brat” παρότι με τα χρόνια μεταλλάχτηκε σε κάτι πολύ πιο τρυφερό). Και το «Λιγότερο από μηδέν» όπου επίσης πρωταγωνίστησε, υπήρξε μια πλήρης και ντροπιαστική διαστρέβλωση του πνεύματος του ομώνυμου βιβλίου.
Όσο για το «Τρελό γουίκεντ στου Μπέρνι», πραγματικά το μυαλό σταματά (σταματούσε και τότε) με την απίστευτη και αιώνια δημοτικότητα αυτής της θεόκουλης ιδέας. Όπως γράφει ο ίδιος ο Μακ Κάρθι στο βιβλίο του, όταν το είδε πρόσφατα ο μικρότερος γιος του, τον βρήκε και του είπε πως ήταν «ό,τι πιο απίστευτα ηλίθιο έχω δει ποτέ». Η κόρη του δε, του είχε πει ότι έριξε μια ματιά στο τρέιλερ του Pretty in Pink όπου φιλάει την (πριγκίπισσα εκείνων των ταινιών) Μόλι Ρίνγκουολντ, και σκέφτηκε αμέσως «ίου, με τίποτα δεν θέλω να το δω αυτό».
Στο στενό μου κύκλο πάντως ο Άντριου Μακάρθι ήταν σημαντικός και υπόδειγμα χαρακτήρα (αλλά και εμφάνισης) ως το καλό, ντροπαλό παιδί που στο τέλος κερδίζει το κορίτσι, ως ο ευαίσθητος φλώρος με το έντονο βλέμμα και το κλονισμένο χαμόγελο. Ήταν πολύ κρίσιμα αυτά τα πράγματα τότε. Ούτε τζάμπα μαγκιές, ούτε ματσίλες, ούτε τίποτα. Πρότυπο. Από την πρώτη του κιόλας «εμβληματική» εμφάνιση του ως ο «πρωτάρης» στην ταινία «Η σαραντάρα κι ο πρωτάρης» (ο πρωτότυπος τίτλος ήταν “Class”), όπου «σαραντάρα» ήταν η 38χρονη μόλις Ζακλίν Μπισέ σε μια εποχή πολύ πριν εμφανιστεί ο όρος MILF. Ο Άντριου Μακάρθι ήταν 20. Τώρα είναι 58, όσο είναι και ο Μπραντ Πιτ, παρόλο που είναι σα να εκπροσωπούν διαφορετικές γενιές.
Τέλος πάντων, μεγαλώσαμε κι εμείς, μεγάλωσε κι αυτός και χάθηκε από την πιάτσα του Χόλιγουντ, Αφού καταπολέμησε τον αλκοολισμό που τον έσερνε από μικρό, άλλαξε εντελώς σχεδόν ρότα, έγινε ένας καταξιωμένος ταξιδιωτικός συγγραφέας ενώ πρόσφατα επέστρεψε και στην παλιά του τέχνη, και ως ηθοποιός περιστασιακά, αλλά κυρίως ως σκηνοθέτης σε έγκριτες τηλεοπτικές σειρές όπως το “Orange Is the New Black”, το “The Blacklist” και το “The Sinner”.
Μιλώντας στην Ουάσιγκτον Ποστ με αφορμή το βιβλίο, αναγνωρίζει κι ο ίδιος ότι οι νεανικές ταινίες που τον δόξασαν στα ‘80s (και στους αιώνες των αιώνων, για πολλούς τωρινούς πενηντάρηδες) δεν είναι κατά καμία έννοια αριστουργήματα, από την άλλη όμως όπως πολύ σωστά συμπληρώνει, «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι ταινίες των ‘80s άγγιξαν κάτι βαθύ σε μια ολόκληρη γενιά θεατών, βοηθώντας πολλούς να νιώσουν ότι μετράνε, ότι τους βλέπουν, να νιώσουν λιγότερο παρεξηγημένοι και μόνοι».
Έπρεπε να φτάσει στα 58 του, όπως λέει, για να καταλήξει ότι δεν είναι και τόσο τραγικό τελικά να χρησιμεύεις ως ένα «άβαταρ για την νοσταλγία των άλλων». Είναι κατάρα αλλά είναι και ευχή, όπως διαπίστωσε: «Δεν είναι απαραίτητα φυλακή, κουτί, στίγμα. Μπορεί να είναι και όλα αυτά, αλλά είναι και κάτι σαν ευλογία».